«Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληιάδεω Ἀχιλῆος[1]»: αυτό είναι το πρώτο νήμα του σαβάνου που υφαίνει ο Όμηρος σαν άλλη Πηνελόπη για τη μνήμη του τρωικού πολέμου. Και καθώς κάθε πόλεμος εσωκλείει ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, το σάβανο απλώθηκε ώς τα πέρατα του κόσμου για να καταφέρει να τυλίξει το κορμί αυτής της μνήμης, σαν μια τεράστια αγκαλιά που μόνο το έπος μπορεί να παραστήσει· το έπος που ονομάστηκε Ιλιάδα. Πολλές χιλιετίες μετά τη δημιουργία της η Ιλιάδα γεννά ακόμα δέος στον αναγνώστη. Και όπως όλα τα έργα που ανταποκρίνονται στη λέξη «αριστούργημα», η Ιλιάδα δεν είναι μία απάντηση, αλλά ένα ερώτημα· ένα ερώτημα που το γενεαλογικό του δέντρο χάνεται κατακερματισμένο στα χείλη κάθε αναγνώστη. Έτσι και εμείς διατυπώνουμε εδώ ένα ελάχιστο μέρος του ερωτήματος της Ιλιάδας· αναρωτιόμαστε γιατί η πρώτη λέξη του έπους που αφηγείται τον τρωικό πόλεμο είναι η «μῆνις», η οποία μάλιστα δεν στέκεται εννοιολογικά αυθύπαρκτη, αλλά είναι η μῆνις του Αχιλλέα. Επίσης διερωτόμαστε γιατί ο Όμηρος τη θεωρεί άξια να τραγουδηθεί (ἄειδε), όταν ακολουθούν οι στίχοι «οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,/πολλὰς δ’ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν/ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν/οἰωνοῖσί τε πᾶσι[2]». Γιατί αυτή η οργή, που θεωρείται από τον Όμηρο υπεύθυνη για πολλές από τις συμφορές των Αχαιών, αξίζει να τραγουδηθεί, αποτελώντας μάλιστα τον πυρήνα του έργου;
Μερικούς αιώνες αργότερα ο Ηράκλειτος θα πει: «πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους[3]». Η χρήση της λέξης πόλεμος δεν δηλώνει οποιονδήποτε αγώνα, αλλά τη μάχη, δηλαδή τον αγώνα που στόχος του είναι η επιβίωση, όχι απλώς του σώματος, αλλά, όπως σημειώνει ο M. Marcovich[4], της ἀρετῆς των ἀρίστων (στην ηρακλείτεια ρήση θεοί = ἀρηίφατοι, δηλαδή εκείνοι που πέφτοντας ηρωικά στον πόλεμο κέρδισαν αθάνατη δόξα). Ο Ηράκλειτος με την παραπάνω ρήση ορίζει το καταγωγικό όριο (πάντων πατὴρ) του κόσμου: τον πόλεμον· μία καταγωγή που θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε (τουλάχιστον συγκριτικά) δίπλα στους μύθους της δημιουργίας του κόσμου. Αν και είναι αρκετοί[5], μοιράζονται ένα κοινό σημείο εκκίνησης: την ερωτική συνεύρεση που οδηγεί στη γέννηση. Ήδη διαβλέπουμε ομοιότητα με την ηρακλείτεια ρήση: η χρήση της λέξης πατήρ παραπέμπει ευθέως στην τεκνογονία, που με τη σειρά της εσωκλείει την έννοια της επιβίωσης (των προγόνων μέσα από τους απογόνους). Εγκύπτοντας όμως στον πελασγικό μύθο της δημιουργίας[6] παρατηρούμε ένα ακόμη κοινό σημείο με τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου, ένα σημείο το οποίο περισσότερο υποδηλώνεται μέσα από τους συμβολισμούς: σύμφωνα με τον πελασγικό μύθο η Ευρυνόμη, «η Θεά των Πάντων[7]», αφού χωρίζει τη θάλασσα από τον ουρανό, αρχίζει να χορεύει πάνω στην επιφάνεια των αλμυρών υδάτων. Οι χορευτικές κινήσεις γεννούν άνεμο, τον οποίο αρπάζει η Θεά για να δημιουργήσει τον Οφίωνα, ένα γιγάντιο φίδι (σύμβολο της γονιμότητας στην αρχαιότητα) με το οποίο σμίγει ερωτικά, καθώς εκείνο τυλίγεται γύρω από το σώμα της, και με τη βοήθεια του Βορέα επιτυγχάνεται η γονιμοποίηση, αποτέλεσμα της οποίας είναι το Αβγό του Σύμπαντος, από όπου προήλθαν όλα όσα υπάρχουν. Τα σημεία του μύθου που υπογραμμίσαμε υποδεικνύουν σαφή σύνδεση του χορού με τη γέννηση, τη δημιουργία: ακόμη και το κουλούριασμα του Οφίωνα γύρω από το σώμα της Ευρυνόμης θυμίζει την ένωση των σωμάτων κατά τον χορό[8]· αλλά όχι μόνο αυτό. Το ίδιο σμίξιμο επικρατεί κατά τη διάρκεια της μάχης, του πολέμου. Μόνο τυχαίο δεν είναι άλλωστε το γεγονός ότι κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες αναπαριστούσαν με χορούς σκηνές πολεμικές[9], καθώς οι κινήσεις ενός πολεμιστή κατά τη διάρκεια της πάλης μοιάζουν με χορογραφία. Συνεπώς θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι ο σπόρος της αναφερόμενης ηρακλείτειας ρήσης εντοπίζεται στον πελασγικό μύθο: ο πόλεμος ως πατέρας, ο πόλεμος ως δημιουργός.
Επιστρέφουμε στον Όμηρο και στο ερώτημά μας σχετικά με τη χρήση της λέξης μῆνις: τι οδήγησε τον Όμηρο να επιλέξει ως εκκίνηση την οργή και μάλιστα τη θεία οργή[10]; Εδώ θα αποκαλύψουμε τον πυρήνα του ερωτήματός μας: άραγε ο Όμηρος χαράσσει με αυτήν τη λέξη το δικό του καταγωγικό όριο για τη δημιουργία του κόσμου; Πρόκειται σαφώς για μία διατύπωση που είναι καταδικασμένη να παραμείνει στο πλαίσιο της εικασίας. Όμως προκαλεί απορία το γεγονός ότι η απαρχή της Ιλιάδας όχι μόνο δεν συντάσσεται με τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων του τρωικού πολέμου, όχι μόνο δεν τραγουδά την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη, αλλά η μουσική της Ιλιάδας συντίθεται από τη θεία οργή του Αχιλλέα και περιστρέφεται γύρω από αυτήν, την οργή που γέννησε τόση δυστυχία: είναι σαν ο Όμηρος να στοχάζεται τη μοίρα των ανθρώπων και να επιλέγει τη λέξη μῆνις σαν φιλοσοφικό σχόλιο· ένα σχόλιο που δεν απέχει πολύ από την ηρακλείτεια επιλογή της λέξης πόλεμος, καθώς η οργή του Αχιλλέα είναι μία οδός επιβίωσης: ο ομηρικός ήρωας υπερασπίζεται με την μῆνιν την τιμή του, καθώς αυτή θέλει να διασωθεί, να επιβιώσει. Κοιτώντας όχι τόσο προς το μέλλον (υστεροφημία), αλλά κυρίως προς το παρόν: η προσβολή της τιμής του διασαλεύει για τον Αχιλλέα την ισορροπία της δικαιοσύνης: «Μῆτερ ἐπεί μ’ ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα,/τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι/Ζεὺς ὑψιβρεμέτης· νῦν δ’ οὐδέ με τυτθὸν ἔτισεν[11]», λέει στη μητέρα του Θέτιδα. Θεωρεί ότι αφού είναι ορισμένο να πεθάνει νέος, του αρμόζει τιμή, σχεδόν σαν αντάλλαγμα για τον πρόωρο θάνατο, σαν το βάρος που τίθεται από την άλλη πλευρά για να ισορροπήσει τη ζυγαριά της δικαιοσύνης. Η οργή του λοιπόν και η τιμωρία των Αχαιών που ζητά από τη μητέρα του, δεν είναι προϊόντα εκδίκησης, αλλά οι δυνάμεις που θα αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη. Ο Αχιλλέας παρουσιάζεται εδώ (αλλά και σε άλλα σημεία του έργου) ως φύλακας των αρετών. Είναι όμως ημίθεος και η θνητή του πλευρά είναι η αχίλλειος πτέρνα: αν και η θεία του φύση τού επιτρέπει να αναγνωρίσει ότι πολυτιμότερη όλων είναι η αρετή, ότι αυτή είναι η ομορφιά, και τον ωθεί να τη διαφυλάξει, το ανθρώπινο αίμα που κυλάει στις φλέβες του τον οδηγεί πέρα από τα όρια του μέτρου, με αποκορύφωμα τη βαναυσότητα που επιδεικνύει στο κορμί του νεκρού Έκτορα, καθώς το σέρνει πίσω από το άρμα του: εκεί ο Αχιλλέας έχει απωλέσει τη θεία του φύση χαμένος και τυφλός μέσα στην απόλυτη μοναξιά του πόνου του για τον θάνατο του Πατρόκλου. Και διαπράττει το ίδιο σφάλμα για το οποίο οργισμένος ζήτησε στην αρχή της Ιλιάδας την τιμωρία των Αχαιών: βεβηλώνει την τιμή ενός ανθρώπου που υπήρξε ένδοξος και ενάρετος· απονέμει αδικία και με τον τρόπο αυτό απογυμνώνεται και από τη δική του τιμή, την οποία τόσο σκληρά αγωνίστηκε να διαφυλάξει. Θα την ανακτήσει ωστόσο όταν θα εισακούσει την ικεσία του Πριάμου παραδίδοντας το σώμα του Έκτορα.
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να συμπυκνώσουν στη μορφή του Αχιλλέα όλη την ουσία του Ανθρώπου, όπως τη συνέλαβε ο Όμηρος: σχεδόν τέλειος· ένα «σχεδόν» αβυθομέτρητο που χωράει ολόκληρη την Άβυσσο· και ένα «σχεδόν» που συνεπάγεται τον θάνατο με κάθε του μορφή. Ίσως για αυτόν τον λόγο ολόκληρη η Ιλιάδα περιστρέφεται γύρω από τον Αχιλλέα και την οργή του, η οποία παρά τη θεία της καταγωγή (μῆνις), υποτάσσεται τελικά στο «σχεδόν»: δεν είναι άραγε αυτή η μοίρα του Ανθρώπου; Ακόμη και σήμερα, χιλιετίες μετά τη δημιουργία της Ιλιάδας; αυτό το «σχεδόν», το φαινομενικά ελάχιστο μα πραγματικά αβυσσαλέο, καθιστά τη μορφή του Αχιλλέα παράξενα οικεία, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι όλοι μας φέρουμε το ίδιο τρωτό σημείο με εκείνον, το τόσο μικρό αλλά μοιραίο. Και ίσως η ανάγκη να λυτρωθούμε από αυτήν τη μοίρα, οδήγησε τον Όμηρο να συνθέσει την Οδύσσεια, η οποία περιστρέφεται γύρω από ένα άλλο σύμβολο του Ανθρώπου, τον Οδυσσέα: ο νόστος του ίσως είναι κατά τον Όμηρο η οδός της λύτρωσης, και αυτή η θεώρηση καθιστά τον Οδυσσέα συνέχεια του Αχιλλέα, σαν να πρόκειται για το ίδιο άτομο σε διαφορετικούς χρόνους: ένα παρελθόν (Αχιλλέας) και ένα μέλλον (Οδυσσέας). Το παρόν είναι το «σχεδόν»: αν μας διδάσκουν κάτι τα ομηρικά έπη (κυρίως η Οδύσσεια) είναι ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του (και όχι οι θεοί[12]) και συνεπώς για τη μοίρα του. Επομένως το «σχεδόν» που ονομάσαμε, τοποθετείται στο μονοπάτι κάθε ατόμου σαν μια διαρκής δοκιμασία (παρόν), το αποτέλεσμα της οποίας κρίνει το τέλος (Αχιλλέας) ή τη συνέχεια (Οδυσσέας) της διαδρομής. Όμως ας μην υποθέσει ο αναγνώστης ότι αποδίδουμε κάποια κατωτερότητα στη μορφή του Αχιλλέα ονομάζοντάς την παρελθόν, καθώς ελάχιστοι θα μπορούσαν να αντικρίσουν το αχίλλειο βλέμμα δίχως ντροπή: Αχιλλέας και Οδυσσέας κατακτούν δικαίως τη σχεδόν απόρθητη έννοια του μεγαλείου. Και το μεγαλείο είναι μεγαλείο: δεν μετριέται σε καμία ζυγαριά.