Ομηρικός μύθος ο ευπώλητος
Συνηθισμένες ιστορίες, τόσο γνώριμες,
όλο θανάτους και παλικαριές,
θεούς που οργίζονται,
θνητούς που πάντα σφάλλουν
κι ένα ταξιδευτή-αρχηγό που γύρισε,
δόξα γεμάτος και μονάχος,
για να πει αυτοί πως χάθηκαν
από δικό τους κρίμα .
Ίδια καθέκαστα κι ακούγοντας να κλαις
κι από τα χείλη που ήταν πρώτα σφραγισμένα:
Όπως αυτής που χρόνια τον περίμενε
και για να κρύψει την απόγνωσή της
καμώθηκε πως διόλου δεν τον γνώρισε .
Ή του γονιού που σπάραζε και φώναζε,
πριν τον σκοτώσει το κοντάρι του Λαέρτη.
Ή των ερωτευμένων κοριτσιών που ο πρίγκιπας
τέντωσε το σκοινί για να πνιγούνε.
Όλοι αυτοί σαν τους ξεμωραμένους γέροντες,
σου αφηγούνται τη δική τους ιστορία
πάλι και πάλι, αμέτρητες φορές
να διαψεύσουνε το έπος και τον μύθο.
Όμως πια τώρα που χιλιάδες χρόνια πέρασαν,
(θες η συγκίνηση, η λήθη, η σοφία, η άνοια;)
αυτοί αρχίσανε ν’ αλλάζουν την πλοκή.
Σιγά- σιγά, με το μαντίλι τους, πασχίζουν
να την σκουπίσουν απ’ τα τόσα αίματα.
Η ιστορία τους δεν λέει πια για θάνατο,
αλλά για τη συμπόνια, τη συγγνώμη.
Είναι «κατάλληλη» να νανουρίζει τα παιδιά
μ όνειρα χαμηλά, στο ύψος των ανθρώπων.