ΕΡΜΙΟΝΗ
Η μητέρα μου δεν αγαπούσε
την ανάγνωση, ούτε τις ιστορίες.
Από τα πέντε μου, έμαθα
μόνη μου να τις διαβάζω ,
να τις αλλάζω, αν δεν μ΄ άρεσαν.
Μου επέτρεπε να ισορροπώ
στα κόκκινα γοβάκια της,
να παίζω με τα περιδέραιά της.
Αντικριστά με τ’ ανοιχτό παράθυρο,
ψηλά στερεωμένος, ο καθρέφτης της.
Η πόλη, φόντο στο είδωλό της.
Το κοίταζε υπνωτισμένη για ώρες.
Εγώ ήμουν μικρούλα και κοντή,
ο καθρέφτης δεν μ΄ έδειχνε .
Στα εξίμισί μου χρόνια, μου ‘μειναν
τα μεταξωτά της για κουκλόπανα.
Τα ξέχασε, στη βιάση της να φύγει
με τον εξωτικό της πρίγκιπα.
Κι ο πατέρας, πολέμαρχος-εκδικητής,
μ’ άφησε στην ανάπηρη παιδαγωγό μου
κι έφυγε στα γενέθλιά μου,
τη μέρα που έκλεινα τα εφτά.
Άγια η χωλότητά της, την προστάτεψε
από συμβιβασμούς και προξενιά
και γάμους εξαναγκασμού, ή φευγαλέου πάθους.
Με γέμιζε αφηγήσεις, «άριστα» κι αισθήματα.
Αντί για εκθέσεις, μ’ επιμέλεια κι έμπνευση,
μου πρότεινε να γράφω τους δικούς μου μύθους:
για την Αγία Ελένη, κόρη θεού , σεμνή μητέρα ,
που μόναζε κάπου μακριά, στην Αίγυπτο
και που δεν πάτησε στην Τροία ποτέ της.
Στα δεκαεφτά μου, οι γονείς μου γύρισαν.
-Και κόπηκε η εφηβεία μου με το μαχαίρι-.
Αναζητούσαν τον μελλοντικό μου σύζυγο,
στις γενεαλογίες των αιμοσταγών ηρώων.
Με συνεχάρησαν για την μυθοπλασία μου,
μα την υπέκλεψαν αυτοστιγμεί, να την χαρίσουν
στους καλοπληρωμένους αυλικούς αοιδούς:
να δοξαστεί η δυναστεία και η μητέρα μου,
να μην χλευάζουν οι πολίτες τον πατέρα.
Οι ποιητές οικειοποιήθηκαν τους μύθους μου.
Δεν φάνηκαν ευγνώμονες σε μένα, ούτε και δίκαιοι !
Μην τους πιστεύετε! Μην τους χειροκροτείτε!