Οι νύμφες της Ωγυγίας Ι.
Στον γυρισμό τους απ’ τον πόλεμο,
τους ξέβραζε το κύμα στο νησί μας.
Αιμορραγούσαν και ξερνούσαν θαλασσόνερο.
Ήτανε ξέπνοοι, παραλογισμένοι.
Στον ύπνο τους, έκλαιγαν γοερά ,
και φώναζαν μ’ ολολυγμούς τη μάνα τους.
Κι εμείς, καλά εκπαιδευμένες, εθελόντριες
να τους γιατροπορεύουμε πιστά, μέρα και νύχτα
με βότανα και θεραπείες πολλές,
να ’ρθουν στα συγκαλά τους, ν’ αναρρώσουν.
Όταν αυτοί με τα πολλά δυνάμωναν,
τους δίναμε ξυλεία κι εργαλεία
και με σοφία κι υπομονή, τούς δασκαλεύαμε
να φτιάξουν μια γερή καλή σχεδία.
Προσεχτικά στο χάρτη τούς σημειώναμε
την ασφαλέστερη θαλασσινή οδό.
Ύστερα τους ευχόμασταν «καλό ταξίδι»
και τους χαρίζαμε και μια πυξίδα χάλκινη.
Το ξέραν άλλωστε καλά πως το νησί μας
βρισκόταν έξω από ρότα ναυτική
και δεν το γνώριζε κανένας καπετάνιος.
Όμως , δεν άντεχαν να ταξιδεύουν πια.
Βογκούσαν, να φανούν ακόμη ανήμποροι,
ή και πολύ ερωτευμένοι, να μη φύγουν.
Αγωνιούσαμε: «-Δεν έχουμε άλλες κλίνες
κι έρχονται κι άλλοι ναυαγοί »,τους λέγαμε.
Τότε μας πρότειναν να μένουν στ΄ακρογιάλι
και ν΄ αγναντεύουνε, στενάζοντας, μακριά
μήπως και ξεχωρίσουν τον καπνό να βγαίνει
απ’ το φουγάρο εκείνου του υπερωκεάνιου
που θα εκτελούσε δρομολόγιο για τον τόπο τους
κι ίσως και να ’χε πάρει τ’ όνομά τους, ήδη.
Θα ταξιδεύαν, έλεγαν, στην πρώτη θέση,
με τις τιμές που ταίριαζαν στους ήρωες.
Όταν γυρίζαν πίσω στην πατρίδα τους
ή σταματούσανε σε φιλικά λιμάνια,
διηγούνταν πώς παρεμποδίσαμε το νόστο τους.
Λέγανε τάχα πως τους είχαμε αγαπήσει
και πως τους ικετεύαμε να μείνουνε
και πως τους τάζαμε και την αθανασία!
Λες κι είχαμε τη δύναμη, τη γνώση,
εμείς να δίνουμε τ’ αθάνατο νερό,
ή να δωρίζουμε και την αιώνια νιότη!
Χαράζανε κάτι κακότεχνες καρδιές,
πλαστογραφούσαν τα ονόματά μας
πάνω στη χάλκινη πυξίδα που τους δώσαμε,
ή στα μυώδη ακόμα, τριχωτά τους μπράτσα.
Όμως, τουλάχιστον, μπορούσαν τώρα πια
να κοκορεύονται στους πιο μικρούς τους απογόνους
και να τους αφηγούνται ιστορίες ρόδινες ,
ευπώλητες, για γόητες και ξωθιές,
που τις ξετύλιγαν σε παραδείσια σκηνικά
-γιατί έτσι περιέγραφαν την Ωγυγία-
κι έβαζαν πρωταγωνιστή τον εαυτό τους.
Να μη βαριούνται κι οι μικρές τους εγγονές
που απεχθάνονταν τις αιματοχυσίες
και χλεύαζαν τα κλέα των ανδρών.
Οι νύμφες της Ωγυγίας ΙΙ.
Όταν ο πόλεμος τέλειωσε πια, ξαποστάσαμε.
Βάλαμε τα βαριά μυρωδικά μας
να σκεπαστεί η ανάσα του αντισηπτικού
κι οι κλίνες μας να γίνουν ερωτικές και πάλι.
Τώρα μας επισκέπτονταν μόνο θεοί.
Τόσους θνητούς είχαμε περιθάλψει!
Καμιά φορά, από ηχηρά νεκρώσιμα,
πληροφορούμασταν τον θάνατό τους.
Τα υπέγραφαν οι γιοί κι οι θυγατέρες τους.
Σπάνια, λαβαίναμε κι επιστολές ευχαριστήριες.
Αυτές τις βάζαμε σε κοχυλένια πλαίσια
και τις κρεμούσαμε με προσοχή στον τοίχο,
να φαίνεται κι η ιστορία του νησιού,
να διαφωτίσουμε τους ιστοριοδίφες.
Μια μέρα, ο Ερμής μάς έφερε ένα φάκελο
με γράψιμο παλιομοδίτικο και μυρωμένο.
Μια ευγενής γυναίκα περιέγραφε
πώς φαντασιωνόταν το νησί μας,
πώς μας θυμότανε στη βραδινή της προσευχή
-στο μεταξύ είχαν αλλάξει κι οι θρησκείες-.
Τέλος, μας χαιρετούσε με συγκίνηση
είχαμε, λέει, σώσει τον παππού της
που έλεγε αλήθειες φορτωμένες ψέματα
και ψέματα που σαν αλήθειες μοιάζαν,
κι έτσι αναδείχτηκε παραμυθάς ολκής.
Τα παραμύθια τής τα κληροδότησε, να ζει
μ’ αυτά και να προκόβει ως τα γεράματά της.
Ήθελε να το ξέρουμε και μας ευχαριστούσε
και δεν λυπόταν, αν δεν ήμασταν πραγματικές.
Δεν απαντήσαμε στο γράμμα. Τι να πούμε;
Έτσι που ήτανε, μεγάλη και σοφή,
αυτή δεν θα περίμενε απάντηση.