ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Μεγάλωσε, ισορροπώντας
σε γοβάκια γυάλινα.
Στερέωνε στην κόμμωσή της
ακανθώδη ρόδα
και γύμναζε το πνεύμα της
νυχθημερόν.
Με συντομία και σιγανή φωνή
έλεγε τις αλήθειες της.
Αυτός που την αγάπησε,
της σφούγγισε τα πέλματα
απ΄το αίμα
κι έμεινε σιωπηλός, να την ακούσει
για μια στιγμή.
ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Στην κάμαρά της,
της γυάλιζαν τα κάτοπτρα
εκτυφλωτικά,
μήπως κι ευπρεπιστεί.
Επαναλάμβανε
μιαν αξιόποινη ζημιά.
Δραπέτευε
σε αντεστραμμένους κόσμους
κι επέστρεφε.
Δεκαετίες μετά, στις εξετάσεις
διαγνώστηκαν τα θραύσματα
στις φλέβες της.