Μεταγωγή*
Στο πορθμείο,
παράτησε το βαλιτσάκι με τις αλλαξιές,
τα γυάλινα γοβάκια και τις φουρκέτες της.
Γυμνόποδη και κεκαρμένη ,
κουβάλησε το ετοιμοθάνατο σκυλί
ως τον περίβολο του πατρικού της
και το ξαγρύπνησε.
Μόνο το χάραμα,
την αναγνώρισαν οι εφέστιες σκιές.
Της άνοιξαν, κλειδί δεν είχε.
Το μεσημέρι,
ένα παιδί τής χτύπησε το ρόπτρο,
της άφησε το βαλιτσάκι ντροπαλά
κι έφυγε τρέχοντας.
Και τότε,
«ευχαριστωωωωωώ»,
κραύγασε μ’όλη της τη δύναμη,
να την ακούσει το παιδί,
να την ακούσουν οι νεκροί,
να την ακούσει κι η ζωή
που προχωρούσε.
*Μνήμη Γιάννη Ρίτσου