Ύστερα από καιρό πολύ,
-πόσες δεκαετίες;-
και πάλι τον συνάντησες.
Έμοιαζε με παιδί κλαμένο
που το χαϊδεύεις βιαστικά
και το στέλνεις να παίξει,
μη σε καθυστερήσει στη δουλειά.
Όμως, τι πλάσμα επίμονο!
Να σου ανεβαίνει στο τραπέζι,
να φτιάχνει καραβάκια με τις σελίδες σου,
σπιτάκια με τα ωραία σου βιβλία ,
να σε τραβάει απ’ το καλό φουστάνι σου!
Να κλαίει γοερά και να γυρεύει
καινούργια παραμύθια και παρηγοριές!
Και συ, που νόμιζες πως θα’ χες ξεμπερδέψει,
αν το φιλούσες απαλά στο μέτωπο
και το ’βαζες για ύπνο, επί τέλους!
Βλέπεις πως είχε δίκιο η μάνα σου;
Δεν ήταν σοβαρός,
ούτε παρουσιάσιμος,
ούτε μεγάλωσε ποτέ
ο εαυτός σου.