Σου έφερα το δώρο μου
ένα μικρό χαρακτικό πορτρέτο
«Το κοριτσάκι που διαβάζει».
Δεν το κρέμασες.
Σε βλέπω συνεχώς
μ’ έναν κανόνα ξύλινο
να ευθυγραμμίζεις
με στοργή στον τοίχο
φωτογραφίες ασπρόμαυρες.
Και μ’ ένα κόκκινο μολύβι
να διορθώνεις.
Και μ’ ένα χρυσαφί
να φτιάνεις πλαίσια
και φωτοστέφανο.
Όμως εγώ
κρατώ στην τσάντα μου
τις παιδικές μπογιές μου
και καιροφυλακτώ.
Όταν θα πας να φέρεις τα ποτά μας
θα συμπληρώσω
με χρωματιστές φτερούγες
και κερατάκια
κι ένα μεγάλο Χι
σε κείνη την εικόνα
που βάζεις φωτοστέφανο.
Μετά εμείς οι δυο
θα συζητούμε,
σοφά και φιλολογικά
να υποδυθούμε
πως τίποτα δεν είδαμε.
Όταν θα φύγω
θα κλάψω γοερά
για τη μικρή αναγνώστρια.
Θα μείνει στο πατάρι
τιμωρημένη για πάντα.