ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ
Μετά απ’ αυτό,
σιδέρωσες το πιο καλό σου φόρεμα,
να συναναστραφείς αυλάρχες κι αυλοκόλακες.
Σκεπάζεις τα αιχμηρά σου θραύσματα,
τα περιφέρεις σε σπουδαστήρια και θεωρεία,
όπου με οξεία φωνή που μαχαιρώνει,
ανακοινώνονται θρυμματισμένα λόγια τραγικών
σπαράγματα αιχμηρά απ΄τον Καλλίμαχο.
Ακόμα,
μαζεύεις πένθιμα κουκλόπανα,
για να φουσκώνουν στην κοιλιά, στο στήθος.
Άραγε τι να γίνηκε το σώμα σου;
ΑΓΓΕΛΟΣ
Για χρόνια, της παράστεκε,
ορθός και μονοφτέρουγος.
Της έφεγγε, μερόνυχτα,
να γράφει παραμύθια,
της δρόσιζε το μέτωπο,
ώσπου κατέρρευσε .
Τότε, άρχισε
τις νύχτες να κλειδώνει
και ν’ ασφαλίζει με κερί
τα μυστικά.
Άναβε το λυχνάρι
in memoriam,
δεν ρώτησε
αν ήταν μαγικό.
Είχε τελειώσει το βιβλίο με τα παραμύθια.
ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ
Σ΄ αυτό το σπίτι, τα δάπεδα
ήταν ολισθηρά και στίλβοντα.
Κατόπτριζαν εκείνο το κορίτσι
που συναρμολογούσε τα σπαράγματα
ενός βιβλίου σκισμένου, νυχθημερόν.
«Τι άχρηστη δουλειά» έλεγε η μάνα της.
«Ποιος θα κοιτάξει μια γυναίκα
που κάνει μόνο αυτό!»
Δεκαετίες πολλές μετά,
το εργόχειρο τελείωσε.
Είχαν παλιώσει τώρα τα πατώματα.
Θαμπά, συγκινημένα, με στοργή,
καθρέφτιζαν το χαραγμένο πρόσωπο,
το γνώριμο βαρύ της σώμα.
Τότε, γλυκά, ψιθυριστά και με χαμόγελο,
μπόρεσε να διαβάσει στον εαυτό της
την πιο όμορφη αφήγηση του κόσμου,
και να την κάνει δώρο στους αγαπημένους της.