Χαρακτηριστικό κι αξιοπρόσεκτο στοιχείο στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη, που επαληθεύεται και στο καινούργιο της βιβλίο «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», είναι η αίσθηση ότι η λαχτάρα για τη χαρά της ζωής πάντα ενυπάρχει κι αφήνει το καταστάλαγμά της στο πιο βαθύ στρώμα των στίχων της. Μια λαχτάρα που δεν σβήνει ακόμα κι όταν τα πιο δύσκολα κι οδυνηρά συμβαίνουν. Αυτό οφείλεται στις πλούσιες σε χρώματα και σχήματα εικόνες που εισβάλλουν στα ποιήματα, στο περιπαικτικό χιούμορ, την ειρωνεία, τον αυτοσαρκασμό. Το δραματικό περιεχόμενο ξαφνικά με την εισβολή μιας αναπάντεχης εικόνας, κατά βάση αισθησιακής, ή άλλοτε με μια ανατρεπτική φράση, χάνει κάτι από τον απελπισμένο ζόφο, τη στέγνια του αδιέξοδου. Η ποιήτρια εξομολογείται όσα βασανιστικά την κατέχουν και συγχρόνως πολλές φορές αναδύεται η άσβεστη φλόγα της ότι έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει το μερτικό της στην ψυχική ευφορία εκπληρώνοντας τις επιθυμίες της.
Η λίμπιντο στην ποίηση της Κουτσουμπέλη, φανερά ή και υπόγεια, έχει ένταση και συνεχή παρουσία. Λιγότερο σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο και περισσότερο χρησιμοποιώντας προσωπεία ηρώων και ηρωίδων, κυρίως από τη μυθολογία, τη Βίβλο και τη λογοτεχνία, ξεδιπλώνει μύχια αισθήματα που πηγή τους έχουν τον έρωτα Ως Αντιγόνη η ποιήτρια δηλώνει «ότι ήρθε στον κόσμο για να πάρει μέρος στην αγάπη», η ύλη της είναι από αέρα και φωτιά κι έχε «δυο μάτια αναμμένα». Με ερωτικό σφρίγος που δεν πτοείται, γιατί μέσα της η έννοια της αγάπης «δεν γερνάει ποτέ», δεν διστάζει να κάνει έναν απολογισμό των ερωτικών παθών της. Αναμφίβολα το ερωτικό πεδίο είναι γεμάτο εκπλήξεις, κρύβει αναπάντεχους κινδύνους και οδυνηρά απρόοπτα, παρομοιάζεται με άγνωστο σκοτάδι (44): «Ήρθαμε άραγε ταγμένοι/Ή είμαστε μονάχα/νυχτόβια τυφλά όντα/που τρυπάμε μάταια το σκοτάδι,/απέλπιδες ανθρακωρύχοι,/σκαπανείς;», (σελ. 43) «Ίσκιοι παραμένουμε ως το τέλος/Ενωνόμαστε, χωρίζουμε, για πόσο;»
Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής θυμόμαστε τον στίχο του Ντίνου Χριστιανόπουλου «εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ».
Κι όταν συμβαίνει να ερωτευθούμε σφοδρά, τότε ο πόνος από τον παιδεμό της απόρριψης και προδοσίας αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές. Είναι επίμονη η νοσταλγία της ποιήτριας για την όμορφη περίοδο που έζησε με τον αγαπημένο της, που όμως στη συνέχεια χάθηκε από ένα «όχι» εκ μέρους του άνδρα με επακόλουθο
τη διάλυση της σχέσης . Η νοσταλγία της μεταβάλλεται σε αποχρώσεις πολλών συναισθημάτων. Ανάλογα με τη στιγμή αισθάνεται αυτολύπηση, μοναξιά, θλίψη, μάταιη εγκαρτέρηση και ίσως ελπίδα για επανασύνδεση. Αν κάτι περισσότερο τη συγκλονίζει, είναι η αγωνία να καταλάβει αν μια μέρα , μια στιγμή ο εραστής την αγάπησε. Ένα τόσο προσωπικό της θέμα μεγαλώνει με τόση ανεξέλεγκτη ένταση, ώστε την παρασύρει «να το φωνάξει σε χωνί/στο μέσον της πλατείας/και, κάπως έτσι,/κάποιος, κάπου, κάποτε,/ έγραψε ένα στίχο».
Η προδοσία από τον αγαπημένο την συντρίβει και μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε στο ποίημα “Ξέρω τι κάνατε πέρσι το καλοκαίρι” να την παρομοιάζει με συγκαλυμμένο έγκλημα. Ιδίως σε αυτό το ποίημα η τέχνη της Κουτσουμπέλη στην λεπτή ειρωνεία και τον σαρκασμό λειτουργεί με θαυμάσιο τρόπο (σελ. 40): «Βλέπετε, εγώ ήμουν το πτώμα./Υποθετικά πάντα φυσικά,/Λογοτεχνία είπαμε κάνουμε,/ποτέ δεν ερωτευόμαστε στ’ αλήθεια./Που φυσικά σημαίνει/πως, όχι, δεν υπήρξε κουφάρι από σάρκα./Αν υπήρξε έγκλημα/δεν είμαι αυτός που θ’ αποφανθεί./Υπήρξε όμως συγκάλυψη».
Στη συλλογή προβάλλουν πορτρέτα εραστών που τονίζουν το ερωτικό στοιχείο της συλλογής. Υπάρχουν εραστές που έμπλεοι φλογερού πάθους εκλιπαρούν για ερωτική ανταπόκριση( σελ. 26): «Έβαζε το σαμοβάρι στη φωτιά./Η πυροστιά έκαιγε σάρκα./Είναι η σκέψη σου, της έγραφε,/που με κρατάει ακόμα στον αφρό.», (σελ. 23)
«Φάε με, πιες με, φώναζε απεγνωσμένα». Όμως, σε αντίθεση υπάρχουν και οι άτολμοι, οι περιχαρακωμένοι στην βολεμένη, μικροαστική τους ζωή που διστάζουν ή φοβούνται να αφεθούν στο καμίνι του πάθους. Τρέμουν τις ανατροπές και τους κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν, εν γνώσει τους ότι ποτέ δεν θα διαπράξουν τον φόνο της ανίας τους (σελ. 55) : «Και τώρα; τον ρώτησε,/Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη/ με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια./Φορούσε μαύρα γυαλιά./ Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,/είσαι απλώς μια συλλογή ποιημάτων
που τελειώνει».
Ως κυρία Γουότερμπριτζ, η ποιήτρια εκφράζει μέσα από τους στίχους του ομότιτλου ποιήματος την εκρηκτική ψυχοσύνθεσή της. Στον έρωτα δίνεται παράτολμα, αυθαδιάζει, συγκρούεται με καθωσπρεπισμούς και κοινωνικές συμβάσεις. Η ίδια η υπόστασή της κλονίζεται ανεπανόρθωτα, νιώθει ότι ούτε καν όνομα δεν έχει, κι ο κόσμος τελειώνει όταν ο έρωτας διαλύεται και ματαιώνεται. Σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής “Μύριαμ η θαλασσινή-γυναίκα του Λοτ”, βαθιά μας θέλγει και μας αγγίζει η αισθησιακή παρουσίαση του σώματος. Όταν η ηρωίδα αναπολεί την εμπειρία του έντονου έρωτα που έχει ήδη χαθεί, πετάει τα ρούχα της και μένει ολόγυμνη. Θρηνεί τη μοναξιά του σώματος που μένει ανέγγιχτο κι αφίλητο, το νιώθει ξένο στη μέση της ερήμου να αναβλύζει στήλη από δάκρυα. Γιατί το σώμα είμαι η καταγωγή μας ( σελ. 21) : «Όμως οι μηροί, το υπογάστριο, οι αστράγαλοι/όλα γη προγονική./Από άμμο πλασμένο το κορμί./ Πώς ν’ αρνηθεί καταγωγή». Πάντως αδιάκοπα το σώμα διεκδικεί την πραγματοποίηση των αισθησιακών επιθυμιών του, κρύβεται τις νύχτες «κάτω από τα χρυσάνθεμα», «γρυλίζει μες στα νούφαρα», κι όταν φοβάται τη φθορά από την επέλαση του χρόνου καταφεύγει στην παρηγοριά της ποίησης.
Η Κουτσουμπέλη με το δικό της ξεχωριστό, προσωπικό ύφος, μας προσκαλεί να εντρυφήσουμε και με αυτή τη συλλογή της στην περιπέτεια της αγάπης.
Με συγκινεί ιδιαίτερα η Ποίηση της Χλοης Κουτσουμπέλη.
Θα προτιμούσα να μην αναλύονται τόσο πολύ τα γραμμένα μ ένα τόσο υπαινικτικό και ιδιαίτερα λεπτό χαρακτήρα.
Μου χαλάει τη μαγεία….!
ποίηση είναι, εξ άλλου. Ο καθένας ας ταξιδεψει σε άλλο νησί…..