Αγαπητή μου Μαντάμ Σιλένα
Θου, Κύριε φυλακήν τω στόματί μου να μην πω κακό λόγο.
Διάβασα με προσοχή όλα αυτά τα ωραία ποιήματα που θυμηθήκατε και πολύ σας ευχαριστώ που τα επιλέξατε. Ιδιαιτέρως την αναφορά στον Διονύσιο Σολωμό και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Πατώντας λοιπόν, στα βήματά σας, και σας ευγνωμονώ γι’ αυτό, σας στέλνω κάποια άλλα αποσπάσματα ποικίλων σχολών και τεχνοτροπιών … Η ανάγκη των καιρών με ωθεί να προτείνω κι εγώ στίχους από τον Οδυσσέα Ελύτη. Ιδού κι εγώ, λοιπόν:
Βοηθός και σκέπη μας Άη Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας Άη Μιαούλη!
Βοηθός και σκέπη μας Αγιά Μαντώ!
Επιτρέψτε μου να προσθέσω: Βοηθός και σκέπη μας Άη Ελύτη! (έχουμε ανάγκη την προσφυγή στο εθνικό μας εικονοστάσι).
Με τρομάζει, βέβαια, εκείνο το:
Στροφή της κεφαλής αριστερά:/ όλα είναι σκατά.
Στροφή της κεφαλής δεξιά: / όλα είναι σκατά.
Εις θέσιν εν! Συμπέρασμα κανέν-/α. Του ζυγούς λύσατε./ Τα κορίτσια φιλήσατε.
Με παρηγορεί, όμως, το άλλο:
Δώσετέ μου τη δύναμη / Ν’ αφαιρέσω απ’ τους μάντεις το δεινό μέλλον/
Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω …
Φτάνει πια, φτάνει πια…
Ευθεία μπροστά και τραγουδώντας μόνον
Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι
Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι
Στο φως, στο φως, στο φως.
Ακούω πάλι ότι κάποιοι δεν θα πάνε να ψηφίσουν και αμέσως μου έρχεται στο νου ο στίχος:
Μην περιμένετε από την πολιτική … τίποτε
Και τότε από ποιον να περιμένω; από τον Γκοντό; Άσε που κι εκείνος ο Ρεμπώ σιγοντάρει, επί των αυτών:
Η ράτσα μου δεν εξεγέρθηκε παρά για να λεηλατήσει
Ma race ne souleva jamais que pour piller…
Φυλάξου από την εξουσία / Plutôτ, se garder de la justice
Βαστώ από ράτσα που τραγούδησε στα βασανιστήρια/ je suis de la race qui chantait dans le supllice.
Η κατάσταση είναι ανησυχητική και απογοητευτική. Όμως, εγώ, μαντάμ Σιλένα μου, είμαι άλλης γης και άλλης εποχής, ελπίζω ακόμα σε έναν κόσμο αλλιώτικο που δεν τον βλέπω. Σκύβω από
τα τρίτα ύψη, Απ’ ανθόσκονη κήπων των αόρατων… Από εκεί είμαι και για κει μ’ ανάγγειλε το φως … (έχω κάτι ιδέες)
Τι να μην είχα πεθάνει από καιρό και να ’χα
δει ώσπερ οι ανακύπτοντες εκ θαλάσσης
ιχθύες κείνη που ήταν ως
αληθώς γη.
Αυτήν θέλω να δω και αυτήν να κατοικήσω
την αλουργή και θαυμαστήν τα κάλλη την χρυσοειδή
την λευκή την γύψου και χιόνος λευκοτέραν, όπως και ο Ελύτης θέλει.
Εξακολουθώ να πιστεύω και στον Νίκο Εγγονόπουλο και νομίζω πως
Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου δεν … διέκρινε … των ροδόδενδρων την αρμονία…/ όχι – όχι- μιαν απέραντη ηθικολογία /δεν θα βοηθήσει να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο…(δεν απελπίζομαι εύκολα εγώ) άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζωνται πως κάνουν κάτι/ συ σκέψου – τώρα πια – με τι γλυκειά γαλήνη/προσμένεις νάρθ’ η ώρα να ξαπλώσης στο παρήγορο του θάνατου / κρεββάτι.
!!!
Δεν με θαμβόνει πάθος /Κανένα· εγώ την λύραν / Κτυπάω και ολόρθος στέκομαι/ Σιμά εις του μνήματός μου/ Τ’ ανοικτόν στόμα, σαν τον Ανδρέα Κάλβο.
Αλλά, πριν πέσω στου θάνατου κρεβάτι ή στου μνήματος το στόμα, θα κάνω αυτό που είπε ο Ελύτης, πιο πάνω… θα φιλήσω, όχι τα κορίτσια, μόνο, αλλά όλον τον κόσμο.
Φ. Α.