πῶλε Θρηικίη, τί δή με
λοξὸν ὄμμασι βλέπουσα
νηλέως φεύγεις, δοκεῖς δέ
μ᾽ οὐδὲν εἰδέναι σοφόν;
ἴσθι τοι, καλῶς μὲν ἄν τοι
τὸν χαλινὸν ἐμβάλοιμι,
ἡνίας δ᾽ ἔχων στρέφοιμί
σ᾽ ἀμφὶ τέρματα δρόμου·
νῦν δὲ λειμῶνάς τε βόσκεαι
κοῦφά τε σκιρτῶσα παίζεις,
δεξιὸν γὰρ ἱπποπείρην
οὐκ ἔχεις ἐπεμβάτην.
Φοραδίτσα μου απ’ τη Θράκη, τι με
βλέπεις με λοξό βλέμμα και μακριά
μου φεύγεις με γινάτι αδάμαστο
θεωρώντας κι από πάνω άσχετος
ότι είμαι εγώ; Μάθε πως το
χαλινάρι ξέρω να σου το βαστώ
κι ως το τέρμα κάθε δρόμου
να σε πάω πως μπορώ·
στα λιβάδια αν παίζεις τώρα
κι αν σκιρτάς και αν βοσκάς,
είναι γιατί καβαλάρη άξιο
δεν προσκυνάς.