You are currently viewing Αναστάσιος Αγγ. Στέφος: Λάμπρος Λιάβας, «Φάγαμεν ψωμί, τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν!» -Τα τραγούδια και οι μουσικές του 1821. Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΜΟΥΣΙΚΉ ΠΥΞΊΔΑ

Αναστάσιος Αγγ. Στέφος: Λάμπρος Λιάβας, «Φάγαμεν ψωμί, τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν!» -Τα τραγούδια και οι μουσικές του 1821. Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΜΟΥΣΙΚΉ ΠΥΞΊΔΑ

            Από την Ελληνική Μουσική Πυξίδα κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε καλαίσθητη έκδοση 208 σελίδων – σε γλώσσα δημοτική και με αμιγές πολυτονικό σύστημα –, με τον παραπάνω ερεθιστικό και συμβολικό τίτλο – απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη, αφηγούμενου τις προετοιμασίες για τη μάχη της Ακρόπολης – η επιστημονική μελέτη – έρευνα του Λάμπρου Λιάβα, καθηγητή Εθνομουσικολογίας και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αγαπητού μου μαθητή, προ ετών, στην ιστορική Πρότυπο Βαρβάκειο Σχολή -, γνωστού πανελληνίως από την ιδιαίτερα δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή «Το αλάτι της γης». Μια πολυσχιδής προσωπικότητα η οποία τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, (23/3/’22), στην πανηγυρική της συνεδρίαση για την επέτειο της ελληνικής επανάστασης, με το Βραβείο Μουσικής Σπύρου Μοτσενίγου, βράβευση η οποία συμπίπτει με τη συμπλήρωση 30 χρόνων διδασκαλίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο ΕΚΠΑ, καθώς και 30 χρόνων από την  ίδρυση του Μουσείου Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη, στην Πλάκα.

            Η εξαιρετική αυτή έκδοση – αφιερωμένη με συγκίνηση στην εγγονή του Ελίνα – επιχειρεί, όπως δηλώνει ο υπότιτλος μια γενική ιστορική ανασκόπηση, με θέμα τα τραγούδια και τις μουσικές του 1821, από τα τέλη του 18ου αιώνα ώς το 1862 (έξωση του Όθωνα, λήξη της Βαβαυροκρατίας), επιχειρώντας κατάλληλα μια αποτίμηση της ιστορικής και κοινωνικής διάστασης της λαϊκής μούσας, η οποία συνέβαλε επιτυχώς στη διαμόρφωση της μουσικής ταυτότητας των Νεοελλήνων.

            Στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή επισημαίνεται η μελέτη και ανάδειξη του ρόλου που έπαιξε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα το παραδοσιακό τρίπτυχο: τραγούδι – μουσική – χορός, ως βασικός κώδικας έκφρασης και επικοινωνίας του λαϊκού μας πολιτισμού, λειτουργώντας διαχρονικά ως ισχυρό σύμβολο της εθνικής μας ταυτότητας και σημείο αναφοράς για τη συλλογική μνήμη και την ιδεολογία της ομάδας.

            Η μελέτη επιμερίζεται σε οκτώ κεφάλαια, αρχίζοντας με το επαναστατικό εμβατήριο – παιάνα τον Θούριο (από το θούρος = ορμητικός, σφοδρός, θρώσκω), του Ρήγα Φεραίου, αποτελούμενη από 122 στίχους στη δημοτική γλώσσα, που γράφτηκε το 1796 στο Βουκουρέστι, με το οικουμενικό όραμα του εθνομάρτυρα Βελεστινλή και την ευρύτατη απήχησή του σε όλον τον Ελληνισμό, «το ιερότερο άσμα της φυλής», όπως το αποκάλεσε ο λόγιος Γ. Τερτσέτης.

            Για τον Θούριο και την ευρύτερη διάδοσή του κάνουν λόγο ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ, που υπηρέτησε ως πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά, ο φιλέλληνας Γάλλος συνταγματάρχης Βουτιέ, αυτόπτης μάρτυρας της ανακάλυψης του περίφημου αγάλματος της Αφροδίτης, στη Μήλο, το 1820, ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Φωριέλ, εκδότης στο Παρίσι (1824-25), των Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών, κ.ά.

            Στους επώνυμους τραγουδιστές της Επανάστασης συγκαταλέγονται ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, από τη Χίο, διευθυντής στη Βιέννη του φιλολογικού περιοδικού, Ερμής ο Λόγιος, ο Στέφανος Κανέλλος, από την Κωνσταντινούπολη, συνθέτης πατριωτικών ποιημάτων και ο λαϊκός βάρδος Τσοπανάκος, από τη Δημητσάνα, υμνητής των αγωνιστών του ’21.

            Ακολουθούν τα κεφάλαια που επικεντρώνονται στα ιστορικά και κλέφτικα τραγούδια, με τους ανώνυμους λαϊκούς βάρδους, που αποτυπώνουν περιεκτικά τα πολεμικά γεγονότα της Επανάστασης, λειτουργώντας ως διαχρονικά εθνικά σύμβολα της νεοελληνικής μας ιδεολογίας. Τα τραγούδια αυτά έχουν επικολυρικό χαρακτήρα και αναφέρονται συνήθως στη ζωή και τη δράση των κλεφτών και των αρματολών και στον ηρωικό θάνατο των πρωταγωνιστών τους. Απώτερα πρότυπά τους είναι οι βυζαντινοί θεσμοί των Απελατών και των Ακριτών, στα οποία ο λαός έδωσε, στον απελευθερωτικό αγώνα, τη σφραγίδα της πνευματικότητας. Από τον Ταύρο εξεπήδησαν τα ακριτικά τραγούδια και από τον Όλυμπο εκκινούν τα κλέφτικα, «πλάσματα ανθρώπων ελευθέρων, τραχέων αγωνιστών, ηθικών υπευθύνων και αποστόλων ανωτέρων ιδεωδών», κατά τον Διον. Ζακυνθηνό, επιφανή βυζαντινολόγο.

            Στη συνέχεια, επιχειρείται η μουσική δομή των κλέφτικων τραγουδιών και η παρουσίαση των λαϊκών μουσικών οργάνων (άσκαυλος = με ένα ή πολλούς αυλούς, τσαμπούνα, γκάιντα, ταμπουράς, ζουρνάς, νταούλι, λάουτο, ντέφι, λύρα, φλογέρα, βιολί κ.ά.) στις γαμήλιες τελετές, που συνοδεύουν τα τραγούδια, τους χορούς αλλά και τις πολεμικές επιχειρήσεις, στην περίοδο της Επανάστασης, με συνοπτική αναφορά, με ανεκδοτολογική χροιά, και στους χορούς των κλεφτών, επώνυμων και ανώνυμων.

            Αναφέρονται, επίσης, η σημασία που απέδιδε ο Αδαμ. Κοραής, στην έρευνα και τη διδασκαλία της μουσικής, καθώς και η προσπάθεια του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της μουσικής παιδείας στο νεοσύστατο κράτος, με εθνοπολιτισμική πολυμέρεια, όπως αποτυπώνεται στο πρώτο μουσικό εγχειρίδιο της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής και στη θεατρική κωμωδία του Δημ. Βυζαντίου, Βαβυλωνία, στο Ναύπλιο, το 1831, σταθμό στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου.

            Ο απόηχος του 1821, με τον αγώνα των Ελλήνων για απελευθέρωση, ενέπνευσε ιδιαίτερα το φιλελληνικό κίνημα και εκφράστηκε με όλες τις τέχνες: λογοτεχνικές, εικαστικές, παραστατικές. Στον χώρο της μουσικής, κορυφαίοι συνθέτες εμπνεύστηκαν από την Ελλάδα: Μπετόβεν (Τα ερείπια των Αθηνών), Ροσίνι (Η πολιορκία της Κορίνθου), Μπερλιόζ, θαυμαστής του Βύρωνα (Η Ελληνική Επανάσταση), Βέρντι (Ο Κουρσάρος), Μύλλερ (Μεσολόγγι, Τα τραγούδια των Ελλήνων), ενώ μουσικοποιητικά και θεατρικά έργα παρουσιάζονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και γράφονται 300 φιλελληνικά τραγούδια.

            Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο προβάλλεται η μετακίνηση της μουσικής από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στην Αθήνα, που γίνεται «βασιλική καθέδρα και πρωτεύουσα», με τους χορούς στα ανάκτορα και τον πρώτο εορτασμό της εθνικής επετείου· ακόμη, στις λαϊκές συνοικίες ακούγονται ανατολίτικα τραγούδια, από την Πόλη και τη Σμύρνη, ενώ εμφανίζονται και τα πρώιμα ρεμπέτικα, με θέμα τη διαβόητη φυλακή του Μεντρεσέ, απέναντι από το Ωρολόγιο του Κυρρήστου (Αέρηδες), στην Πλάκα. Η έξωση του Όθωνα, με τον «ήρωα της πλατείας Συντάγματος» Δημ. Καλλέργη, συνοδεύθηκε από το δημοφιλές λαϊκό εμβατήριο, «Έως πότε η μαύρη ακρίδα», υπονοώντας τους Βαυαρούς στρατιώτες με τη μαύρη ρεντικότα (redingote), επίσημο μαύρο σακάκι.

            Στον επίλογο, γίνεται λόγος για δύο μορφές που εκπροσωπούν το ήθος του αγώνα και τη βιωματική σχέση με το τραγούδι: τον ανυπότακτο οπλαρχηγό Δημήτριο Μακρή, από το Μεσολόγγι, που παρέδωσε την ψυχή του ακούγοντας κλέφτικο τραγούδι και τον ανώνυμο αγωνιστή, από τα παληκάρια του Καραϊσκάκη, ο οποίος τυφλώθηκε στη μάχη του Φαλήρου και κατέληξε επαίτης στην οδό Αιόλου, ψάλλοντας με τη λύρα του «άθλους ανδρών ηρώων».

            Το πόνημα κοσμείται περίτεχνα με θαυμάσιο εικαστικό υλικό διακεκριμένων Ελλήνων ζωγράφων: Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, Παναγιώτη Ζωγράφου, Ιωάννη Μακρυγιάννη, Θεόδωρου Βρυζάκη, Πέτρου Μωραΐτη, Αλέξανδρου Ησαΐα, Διονύσιου Τσόκου, και 32 σημαντικών Ευρωπαίων, από τους οποίους αναφέρουμε ενδεικτικά τους: Louis Dupré, Peter von Hess, Théodore Leblanc, Edward Dodwell, Otto Magnus von Sftackelberg, Hugh Williams William, Pierre Bonirote, Ludwig Köllnberger. Η έκδοση, επίσης, συνοδεύεται από ψηφιακό δίσκο ακτίνας (cd audio) «21 τραγούδια για τον αγώνα» και εκτενή βιβλιογραφία.

            Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον εκλεκτό συγγραφέα για την παραγωγή αυτού του επιστημονικού άθλου, μια εξαίρετη πολιτισμική έκφραση του Ελληνισμού (ωραίος ως Έλλην!), που αναδεικνύει τα τραγούδια ως πηγή εθνικής αυτογνωσίας και δημιουργικής έμπνευσης.

 

Ο Αναστάσιος Αγγ. Στέφος είναι δ.φ. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων και του Συλλόγου «Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη»

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.