Ε Ξ Ο Δ Ι Ο Σ
Ξιφολόγχες χαράκωσαν
τις μέρες της νεότητάς σου
στης Ιστορίας το ναρκοπέδιο·
πόλεμος, κατοχή, αντίσταση
φυλακή, εξορία στου εμφυλίου το αποτρόπαιο.
Εκεί τα σύνορα ρευστά και ο ήλιος ψεύτης.
Εσύ, ζωσμένος φυσεκλίκια
σε αδελφοκτόνο παραλήρημα
αλυχτούσες τα βράδια
στων εκτελεσμένων το προσκλητήριο.
Και η συγχώρεση ισόβια αφανισμένη σε μια λήκυθο…
Τ’ απόβραδα στους καιρούς της ειρήνης
μονολογούσες από του βίου τα περίχωρα
«Κανέναν εχθρό δεν νικήσαμε …»
την ώρα που η κατάδική σου Αλήθεια
στο Δημόσιο Σήμα ενταφιαζόταν ανώνυμη.
Τώρα με τη στολή και το τουφέκι παρά πόδα
σκοπιά φυλάς στην ιστορία σου
από το κάδρο της τραπεζαρίας.