Θα σας διηγηθώ τι μου θυμίζουν κάθε χρόνο ο ταραγμένος ουρανός του φθινοπώρου και τα φύλλα που κιτρινίζουν πάνω στα δέντρα που ανατριχιάζουν• θα σας πω τι βλέπω όταν διασχίζω το Λουξεμβούργο τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου, όταν ο κήπος είναι λίγο πιο λυπημένος και πιο ωραίος από ποτέ, γιατί είναι ο καιρός που τα φύλλα πέφτουν ένα-ένα επάνω στους λευκούς ώμους των αγαλμάτων.
Αυτό που βλέπω λοιπόν τότε σ’ αυτόν τον κήπο είναι ένας μικρός ανθρωπάκος, που με τα χέρια στις τσέπες και την κρεμαστή του τσάντα στην πλάτη, πηγαίνει στο κολέγιο χοροπηδώντας σαν σπουργιτάκι. Η σκέψη μου μόνον τον βλέπει• γιατί αυτός ο μικρός ανθρωπάκος είναι μια σκιά: είναι η σκιά του εγώ μου είκοσι πέντε χρόνια πριν.
Στ’ αλήθεια, μ’ ενδιαφέρει αυτός ο μικρούλης• όταν υπήρχε δεν νοιαζόμουνα διόλου γι’ αυτόν• αλλά τώρα που δεν υπάρχει πια, τον αγαπώ πολύ. Ήτανε πολύ αφηρημένος, αλλά δεν ήτανε κακό παιδί• και πρέπει να είμαι δίκαιος μαζί του, δεν μου άφησε καμία κακή ανάμνηση: είναι πολύ φυσικό να τον αναπολώ. είναι πολύ φυσικό να τον βλέπω με την σκέψη μου και το πνεύμα μου να χαίρεται ξαναζωντανεύοντας την ανάμνησή του.
Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, αυτήν την εποχή διέσχιζε, πριν τις οκτώ η ώρα το πρωί, αυτόν τον ωραίο κήπο, για να πάει στην τάξη του. Η καρδιά του ήτανε λίγο σφιγμένη: ήταν η επιστροφή στα θρανία.
Όμως αυτός περπατούσε με τα μικρά γρήγορα βηματάκια του, με τα βιβλία στην πλάτη και τη σβούρα στην τσέπη. Η ιδέα ότι θα ξανάβλεπε τους συμμαθητές του έφερνε στην καρδιά του πάλι τη χαρά: είχε τόσα πράγματα να δει και ν’ ακούσει.
Δεν έπρεπε να μάθει αν ο Λαμποριέτ κυνήγησε στ’ αλήθεια στο δάσος του Εγκλ;[1]
Δεν έπρεπε να γίνει παντού γνωστό ότι είχε ανέβει, εκείνος, πάνω στ’ άλογο, στα βουνά της Ωβέρνης;[2] Όταν κάποιος κάνει κάτι σαν κι αυτό, δεν είναι βέβαια για να το κρατήσει κρυφό;
Κι ύστερα είναι τόσο ωραίο να ξαναβρίσκεις συμμαθητές …
Έτσι λοιπόν διέσχιζε το Λουξεμβούργο μέσα στον καθάριο αέρα του πρωινού. Ό,τι έβλεπε τότε το βλέπω σήμερα εγώ. Είναι η ίδια γη και ο ίδιος ουρανός, εκείνος μόνον δεν υπάρχει πια.
Γι’ αυτόν τον λόγο όσο πιο πολύ γερνώ, τόσο πιο πολύ ενδιαφέρομαι για τον γυρισμό στα θρανία.
Μάιος 2022
Βιογραφικό σημείωμα:
Ο Anatole Francois Thibault, γνωστός ως ANATOLE FRANCE, 1824-1924, βραβείο Νόμπελ 1921, συγγραφέας και κριτικός, σοσιαλιστής και πολιτικός ακτιβιστής, αντικληρικός και σαρκαστής, ο σημαντικότερος υποστηρικτής του Ντρέιφους μαζί με τον Εμίλ Ζολά, διορατικός και κυνικός αναλυτής της Γαλλικής ιστορίας, μέγας συλλέκτης και αισθητικός, υπήρξε το ίνδαλμα μιας εποχής, το οποίο κατέστρεψαν οι συμπολίτες του για πολιτικοθρησκευτικούς λόγους.
Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα στην Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία (1870-1940), έζησε την Μοναρχία και την επαναφορά των Βουρβόνων με τον Λουδοβίκο – Φίλιππο, 1830-1848, την Δεύτερη Δημοκρατία, 1848-1851 και την Δεύτερη Αυτοκρατορία, 1851-1870 με τον Ναπολέοντα τον Γ’, τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870 και την ήττα του Σεντάν. Άσκησε δριμύτατη κριτική στις ιστορικές εξελίξεις και τις ιδεολογίες της εποχής του. Το έργο του μπήκε στον Index των απαγορευμένων βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας. Ουμανιστής, πασιφιστής και σαινσιμονιστής, δεν είχε όραμα σωτηρίας. Έβλεπε την ιστορία σαν τραγέλαφο. Η γλώσσα του είναι στυλιστικά άψογη, αριστουργηματική και ταυτόχρονα λογική. Παραμένει ένας από τους μεγάλους όχι μόνον της λογοτεχνίας, αλλά και της ιστορίας. Όχι παράδοξο: στο υπέροχο ερημητήριό του La Béchellerie, τον επισκέφθηκαν ο γιος του Προέδρου Θεόδωρου Ρούζβελτ, Κουέντιν, και ο στρατηγός Πέρσινγκ. Μετά τον θάνατό του πολλά συλλεκτικά αντικείμενα και βιβλία του καταστράφηκαν επίτηδες, ο δε εγκέφαλός του ανοίχτηκε και κομματιάστηκε για να μελετηθεί…
Η μετάφραση έγινε από το Choix de Lectures, A. Mirroneau, 1927, της μητέρας μου, η οποία ήξερε όλο σχεδόν το κείμενο απ’ έξω.