Η Πολύνα Μπανά μετά το πρώτο της βιβλίο, τη ποιητική συλλογή «Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων» (Σαιξπηρικόν, 2017) επανέρχεται το 2022 με τη συλλογή διηγημάτων «Μικρές Ρωγμές» Εκδόσεις Nίκας). Εκτός από μάχιμη δικηγόρος και Νομική Σύμβουλος του Δήμου Δράμας, όπου ζει, η Πολύνα δραστηριοποιείται εδώ και δεκαετίες σε πολιτιστικές και λογοτεχνικές εκδηλώσεις και δράσεις με την ιδιότητα της προέδρου του πολιτιστικού σωματείου «Σύλλογος Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας». Επίσης από το 2021 είναι υπεύθυνη για τις παράλληλες λογοτεχνικές εκδηλώσεις Αίθρια λογοτεχνικά απογεύματα του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού μήκους Δράμας.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες σε συνδυασμό με τη μάχιμη δικηγορία και τη τριβή μέσα στη κοινωνία που ζει, οδηγούν τη Πολύνα στη μελέτη της ανθρώπινης φύσης και συμπεριφοράς και που είναι ευδιάκριτα στα αφηγήματα της στις «Μικρές Ρωγμές». Κι αυτά τα μικρά και τόσο ζωντανά αφηγήματα, τα γεμάτα από συμπεριφορές καθημερινών ανθρώπων διαβάζοντας τα, έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις ταινία μικρού μήκους χάρις στη ξεχωριστή και πετυχημένη γραφή της συγγραφέως. Μια γραφή που πηγάζει μέσα από την αγάπη της Πολύνας για τα πολιτιστικά δρώμενα αλλά και τη μάχιμη δικηγορία που τη φέρνει σε επαφή με τα καθημερινά προβλήματα και γεγονότα της κοινωνίας μας.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε έξη ενότητες, η κάθε μια με τη δικιά της εικόνα στη ανθρώπινη νοοτροπία και συμπεριφορά. Είναι ιστορίες που όλοι λίγο πολύ έχουμε ακούσει να συμβαίνουν στη κοινωνία μας.
Στη πρώτη ενότητα τα πέντε αφηγήματα έχουν θέμα τη ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΣΥΝΘΗΚΗ.
Στο πρώτο αφήγημα της ενότητας, «Παιχνίδια του μυαλού» βλέπουμε ένα ζευγάρι που μετά από πολλά χρόνια γάμου, η καθημερινότητα τους γίνεται αφόρητη, μια και ο σύζυγος μιλά ακατάπαυστα για όλα τα θέματα που του έρχονται στο μυαλό, η σύζυγος ακούει αδιάφορα και στο τέλος γίνεται ο καυγάς που κρατάει μέρες. Κι όταν επέλθει ένας θάνατος τι ακολουθεί;
Στο επόμενο αφήγημα «Η καλύτερη φίλη των καταστηματαρχών» η ηρωίδα είχε σαν επιτακτική ανάγκη την καθημερινή επίσκεψη στην αγορά για να ξεσκάσει από τη ρουτίνα με τις δουλειές του σπιτιού, το καυγά με τα παιδιά και το σύζυγο με αποτέλεσμα να γεμίζει το σπίτι πολλές φορές με άχρηστα πράγματα. Και οι καταστηματάρχες και υπάλληλοι των καταστημάτων τις έδειχνα τη χαρά τους στις καθημερινές επισκέψεις της. Όσο για τις φιλενάδες της, είχαν κι αυτές μια θέση στη σκέψη της όταν ψώνιζε ρούχα και κοσμήματα.
Στην «Υπέρτατη γυναικεία αρχή» η ηρωίδα, όπως τα περισσότερα κορίτσια μιας άλλης εποχής μεγάλωνε γαλουχημένη από τη μάνα της για ένα καλό γάμο, πράγμα που βέβαια πέτυχε. Καλό γάμο, παιδιά, καλή ζωή. Και μετά τι;
Για τη «Μια τόσο τίμια κατανομή των οικογενειακών βαρών» στο επόμενο αφήγημα η εργαζόμενη γυναίκα είναι και σύζυγος και μητέρα και ακούραστη νοικοκυρά έχοντας τη φροντίδα για τα πάντα στο σπίτι. Και όταν περιμένει τα πεθερικά για δείπνο τότε στη ξεχωριστή φροντίδα έχει και την αυστηρή κριτική.
Και στο τελευταίο αφήγημα της ενότητας «Delete στην αναπαραγωγική λειτουργία του γάμου» έχουμε τη γυναίκα που δεν θέλει να κάνει παιδιά. Πως θα αντιμετωπίσει άραγε τους δικούς της ανθρώπους που μπορεί να μη συμφωνούν με την άρνηση της;
Η επόμενη ενότητα έχει σα θέμα την ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.
Και στο πρώτο αφήγημα ήρωας του ο «Πολύφερνος γαμπρός» Και όταν ένας τέτοιος γαμπρός επιλέξει μια γυναίκα για σύζυγο και μάλιστα μοντέρνα και εντυπωσιακή ποιος θα αντιδράσει; Φυσικά η μαμά! Και ο γαμπρός τι θα κάνει;
Στο επόμενο αφήγημα το «Κόκκινο μανό» έχουμε τη περπατημένη ηρωίδα που αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να βρει τον κατάλληλο, πλούσιο γαμπρό και αρχίζει την αναζήτηση στα νυχτερινά στέκια έχοντας εμπιστοσύνη στη μεγάλη της εμπειρία με τους άνδρες.
Ακολουθεί η «Ποπάρα» όπου η μητέρα του γαμπρού βλέποντας την υποψήφια νύμφη της θύμισε τον εαυτό της, αντιδρά αλλά μάταια, συμβιβάζεται και αρκείται να έχει το πρώτο λόγο σε άλλο θέμα σχετικά με το γάμο.
Και η ενότητα κλείνει με το αφήγημα «Πρώτος μαιευτήρας της πόλης» όπου εδώ βλέπουμε το σκεπτικό και την αντίδραση του πατέρα του υποψήφιου γαμπρού που συμφωνεί με το σκεπτικό του γιού για τη ζωηρή και φανταχτερή νύμφη ενώ διαφωνεί πλήρως η μητέρα. Ποιανού άραγε υπερισχύει η άποψη;
Ακολουθεί η ενότητα ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΗΘΙΚΗ. Στα δυο αφηγήματα της
«Ολίγον από ξύλο» και «Επιβίωση» οι ήρωες τους, δυο άντρες με οικογένεια, απολαμβάνουν τα περισσότερα που ήθελαν στη ζωή τους, ωραία και αξιόλογη σύζυγο, παιδιά και γενικά μια όμορφη οικογενειακή ζωή που δεν σκέφτονται καθόλου να τη χαλάσουν. Με το πέρασμα του χρόνου όμως αναζητούν την εξωσυζυγική σχέση, που βέβαια την βρίσκουν για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Ποιες οι επιπτώσεις άραγε;
Στην επόμενη ενότητα ΔΙΠΤΥΧΟ «ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ» και στα δυο αφηγήματα της η συγγραφέας μας μιλά για τη προσφιλή διασκέδαση στα μπουζούκια. Στο «Πρώτο τραπέζι πίστα» ο ήρωας μας δούλευε σκληρά όλη τη βδομάδα αλλά το Σαββατόβραδο ήταν ο πιο τακτικός θαμώνας στα μπουζουξίδικα της περιοχής του όπου απολάμβανε μόνος τη περιποίηση των ανθρώπων του μαγαζιού και το πρόγραμμα, πάντα στο πρώτο τραπέζι πίστα. Κι αυτός βέβαια απολάμβανε και καμάρωνε γι’ αυτή τη ξεχωριστή περιποίηση ώσπου ένα θλιβερό γεγονός έδειξε την αληθινή πραγματικότητα.
Στο επόμενο αφήγημα «Η ζωή χωρίς» βλέπουμε έναν άλλο τακτικό θαμώνα στα μπουζούκια. Εδώ ο ήρωας μας είναι θαυμαστής μιας συγκεκριμένης τραγουδίστριας και έχει μάτια μονάχα γι’ αυτή αν και ποτέ δεν είχε το θάρρος να τη πλησιάσει και να της μιλήσει πράγμα που κάνανε πολλοί άλλοι θαμώνες.
Θα τα καταφέρει άραγε;
Μια άλλη νυχτερινή διασκέδαση εκτός από τα μπουζούκια είναι τα μπαράκια
που στην ενότητα NIGHT LIFE έχουμε δυο αφηγήματα. Στο πρώτο με το τίτλο «Οι ραγδαίες επιπτώσεις της κοινωνικής καταξίωσης ενός μπάρμαν» βλέπουμε το όνειρο ενός μπάρμαν. Ποιο ήταν αυτό; Μπάρμαν στο καλύτερο ξενυχτάδικο της πόλης. Ήταν γι’ αυτόν όνειρο ζωής, ήταν η κορυφή της κοινωνικής ανόδου. Όλοι οι πελάτες θα ήθελαν να τους σερβίρει, αυτός θα ξεχώριζε τους καλύτερους και θα τους χάριζε την εύνοια του. Όσο για τα κορίτσια θα λιώνανε γι’ αυτόν. Και πιο πολύ θα χαιρόταν που ο πατέρας του θα αναγνώριζε το λάθος του που τον ήθελε να σπουδάσει.
Στο επόμενο αφήγημα «Sweet Sixteen» βλέπουμε το δεκαεξάχρονο κοριτσάκι που προσπαθεί να πείσει τους γονείς να της επιτρέψουν να ξενυχτά στα μπαράκια με τη παρέα της ως το πρωί κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Τα καταφέρνει και χαίρεται την απόλυτη ελευθερία της στα μπαράκια της πόλης της ικανοποιώντας τη κάθε της επιθυμία χωρίς όρια.
Στην έκτη ενότητα Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΕΥΔΟΚΙΜΕΙ
η συγγραφέας μας γράφει για τους λογοτέχνες και το βιβλίο.
Στο πρώτο αφήγημα «Η ποίηση είναι ένα τόσο μα τόσο παρεξηγημένο είδος»
η Πολύνα μας μιλά για ένα ποιητή που ξεκίνησε από μικρό παιδάκι να διαβάζει ποίηση και στη συνέχεια μεγαλώνοντας άρχισε να γράφει κι ο ίδιος ποίηση και μάλιστα με ομοιοκαταληξία με θέματα από την αρχαία και τη νεότερη Ελληνική ιστορία και κυρίως για τους ήρωες το 21. Ετοίμαζε συνεχώς βιβλία αλλά κανένας εκδοτικός οίκος δεν ανέλαβε την έκδοση. Έτσι άρχισε να τα εκδίδει ο ίδιος αλλά στο μοναδικό βιβλιοπωλείο της πόλης του που τα έδινε κανένας δεν αγόραζε. Έτσι τα χάριζε, όσα μπορούσε και τα υπόλοιπα στα στοίβαζε στο σπίτι του. Κι όταν ετοίμασε το δέκατο έκτο βιβλίο του για έκδοση τότε ήρθε η αντίδραση από το σπίτι για τα χρήματα που ξόδευε. Ποιο θα είναι άραγε το επόμενο του βήμα;
Στο επόμενο αφήγημα «Βαριά κουλτούρα» βλέπουμε το νεαρό μαθητή να διαβάζει ξένους συγγραφείς, όπως Ντοστογιέφσκι Κάφκα, Έλιοτ, να βλέπει ταινίες στη τηλεόραση και να ακούει κλασσική μουσική. Είχε τη δικιά του κουλτούρα, ξένη για όλους τους άλλους τους οποίους θεωρούσε υποανάπτυκτους. Έτσι περίμενε να φύγει μακριά από τη πόλη και να πάει για σπουδές. Δυστυχώς όμως απέτυχε τρεις φορές στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο και μάλιστα στην έκθεση και έτσι παρέμεινε στη πόλη του. Πως θα τα κατάφερνε να συμβιώσει με τους υποανάπτυκτους συμπατριώτες του;
Και κλείνοντας το βιβλίο η Πολύνα, ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ μας μιλά στο τελευταίο αφήγημα της για ένα λαχειοπώλη ο οποίος γυρνώντας στους δρόμους της μικρής του πόλης για να πουλήσει τα λαχεία γινόταν αντικείμενο πειραγμάτων και κοροϊδίας από τους συμπολίτες του. Στην αρχή θύμωνε με την αγένεια και τη κοροϊδία που δεχόταν. Όμως με το πέρασμα του χρόνου είδε και τα θετικά των συμπεριφορών που τον έκανα ανεκτικό.
Έδωσα μια εικόνα για όλα τα αφηγήματα της συλλογής όπως μας τα παρουσιάζει η Πολύνα. Την εικόνα μιας επαρχιακής πόλης με τις συμπεριφορές των ανθρώπων, τις αντιθέσεις τους, τις επιδιώξεις και τις επιθυμίες τους. Όχι πως δεν υπάρχει η ίδια εικόνα και στις μεγάλες πόλεις. Απλά μέσα στις μεγαλουπόλεις οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και έτσι δεν γίνονται γνωστά όμοια συμβάντα ή όταν κάποια γίνονται γνωστά είναι ανώνυμα. Αντίθετα στη περιφέρεια που οι άνθρωποι γνωρίζονται, πολύ εύκολα γίνονται τα πάντα γνωστά. Η γλώσσα της Πολύνας είναι απλή, καθημερινή και γεμάτη ζωντάνια που κάνει τον αναγνώστη να συμμετέχει στο κάθε αφήγημα και να κρίνει τα δρώμενα και τις συμπεριφορές
κι’ ακόμα, όπως προανέφερα, να αισθάνεται ότι απολαμβάνει για το κάθε αφήγημα και μια μικρή ταινία. Και αυτό είναι μια επιτυχία στη γραφή της Πολύνας Όσο για τους ήρωες, στη σκέψη του αναγνώστη σίγουρα έρχονται κάποια παρεμφερή γεγονότα που ο ίδιος άκουσε να συμβαίνουν.