ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Είπε να μην δουλέψει πολύ σήμερα, να κάτσει σπίτι, να ξεκουραστεί λιγάκι. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Είχε μία βαρυθυμιά ανεξήγητη, από το πρωί κιόλας που ξύπνησε η διάθεσή του ήταν χάλια , κι ένιωθε έναν πονοκέφαλο βαρύ, ανυπόφορο, που δεν τον άφηνε να ησυχάσει ούτε λεπτό. Ήπιε δύο ασπιρίνες απανωτά, τη μία μετά την άλλη, μήπως και τον συνεφέρουν κάπως, αλλά τίποτα δεν άλλαξε στην κατάστασή του. Η τυραννία του δεν είχε τέλος.
«Και τι θα γίνει, αν καθίσω μία ολόκληρη μέρα στο σπίτι», σκέφτηκε, προσπαθώντας ενδεχομένως να βρει δικαιολογίες για να το κάνει, «όλη μέρα στο τιμόνι, και πολλές φορές και νύχτα, όταν σφίγγουν οι ανάγκες και η δουλειά περισσεύει. Η ταλαιπωρία είναι αφάνταστη. Νιώθω τόσο εξαντλημένος και σήμερα δεν το παλεύω με τίποτα». Κι ύστερα από λίγο, «όμως η Λουκία θέλει καινούριο παλτό, παπούτσια, φόρεμα, αξεσουάρ και δεν ξέρω τι άλλο από αυτά που λένε πως κάνουν τη γυναίκα όμορφη κι ευτυχισμένη, και που κοστίζουν ένα σωρό λεφτά».
Έριξε μία φευγαλέα ματιά στη γυναίκα του, γεμάτη λατρεία και αφοσίωση. «Είναι όμορφη, πανάθεμά την. Πολύ όμορφη», και χωρίς να διακόψει τις σκέψεις του, «δεν γίνεται», συνέχισε, «πρέπει να βγω να δουλέψω, έστω και για λίγο, έχουμε τόσες ανάγκες σαν οικογένεια». Το τελευταίο το είπε μεγαλόφωνα και τον άκουσε η γυναίκα του.
-Να πας, Θανάση μου, του είπε, νομίζοντας ότι ο λόγος του απευθυνόταν σε εκείνη. Άλλωστε δεν υπήρχε άλλος στο σπίτι. Δούλεψε δύο τρεις ώρες, όσο αντέχεις και γύρνα σπίτι μας όσο πιο γρήγορα μπορείς. Εγώ δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Θα σε περιμένω.
-Αυτό θα κάνω, αγάπη μου, της αποκρίθηκε ο Θανάσης, που το παρατσούκλι του στην πιάτσα των ταξιτζήδων (και όχι μόνο) ήταν Σπίθας. Του είχε μείνει από την εποχή που, μικρό παιδί, διάβαζε μέχρι κεραίας τις περιπέτειες του μικρού ήρωα, του Γιώργου Θαλάσση, που κυκλοφορούσαν σε εβδομαδιαίες αυτοτελείς ιστορίες τη δεκαετία του 1960. Ήταν θαυμαστής του ήρωα, αλλά το παρατσούκλι το πήρε από το δευτεραγωνιστή των περιπετειών αυτών, τον Σπίθα, ίσως γιατί η εξυπνάδα που διέθετε τον έφερνε λίγο προς αυτόν, όπως και η υπερβολική αγάπη του για το φαγητό. Έτσι του το κόλλησαν κάποιοι φιλοπαίγμονες συνάδελφοί του, όταν τους παραζάλιζε με τις ιστορίες του μικρού ήρωα που διαδραματίζονταν όλες στην Ελλάδα, οι περισσότερες τουλάχιστον, κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.
Πήρε λοιπόν το ταξί και ξεκίνησε για την πρώτη βόλτα. Δύσκολη μέρα σήμερα, θαρρούσες και ο κόσμος αρνιόταν πεισματικά να μισθώσει ένα ταξί, για να πάει πιο γρήγορα στη δουλειά του και περπατούσε αδικαιολόγητα στα πεζοδρόμια της Αθήνας ο ένας πάνω στον άλλο. Το πιο πιθανό ήταν να του έλειπαν τα χρήματα βέβαια και το ταξί φάνταζε στα μάτια του σαν μία άχρηστη πολυτέλεια. Βρέθηκε κάποια στιγμή στο κέντρο της Αθήνας χωρίς να έχει βάλει ούτε μία δραχμή στην τσέπη, χωρίς να έχει κάνει ούτε ένα δρομολόγιο.
Τελικά, κάποιος του έκανε νόημα να σταματήσει, στην πλατεία Συντάγματος. Μπήκε κάπως βιαστικά μέσα στο ταξί και κάθισε αμέσως στο πίσω κάθισμα. Από τον καθρέφτη του ο Σπίθας πρόσεξε, δίχως να τον ενδιαφέρει πραγματικάι, πως επρόκειτο για έναν καλοβαλμένο κύριο, καλοντυμένο και, το κυριότερο, με κάποια άνεση στην τσέπη. Έτσι έδειχναν όλα όσα έβλεπε. «Γι’ αυτό και μπορούσε να παίρνει ταξί για να τον πάει στη δουλειά του», σκέφτηκε.
-Στα Άνω Πετράλωνα, Συνταγματάρχη Δαβάκη 32, του είπε ο πελάτης.
Ξαφνιάστηκε στο άκουσμα της διεύθυνσης που του είπε ο πελάτης του. Τον κοίταξε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τώρα, με περισσότερο έκδηλη την περιέργειά του , μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου πάντα, για να μην προκαλέσει ατύχημα. Η διεύθυνση που είχε ακούσει δεν ήταν άλλη από τη δική του, του σπιτιού του δηλαδή που ήταν μία μικρή ισόγεια μονοκατοικία και εκεί δεν έμενε κανένας άλλος από τον ίδιο και τη Λουκία του. Ήταν έτοιμος να τον ρωτήσει, μήπως κάνει κάποιο λάθος, αλλά κάτι τον κράτησε, η περιέργεια, ίσως, το ένστικτο, κάτι άλλο, ποιος ξέρει, και δεν μίλησε.
-Έγινε, είπε, με έναν τόνο αποφασιστικό στη φωνή του και συνάμα αδιάφορο, όσο μπορούσε να είναι αδιάφορος και ξεκίνησε, δίχως χρονοτριβή, για τα Άνω Πετράλωνα, αναπτύσσοντας μία ταχύτητα στα όρια του επιτρεπτού. Παράλληλα, έβλεπε ότι του είχε αλλάξει κάπως η διάθεση και ο ανυπόφορος πρωινός πονοκέφαλος, που τον βασάνισε τόσες ώρες, έδειχνε ότι τον εγκατέλειπε σιγά-σιγά.
Σε λίγο έφτασαν στο σημείο της αποβίβασης του πελάτη. Μόνο που σταμάτησε λίγα μέτρα μετά το σπίτι του και περίμενε, με αναμμένη τη μηχανή, να δει τι θα γίνει και πού θα πάει ο ξένος άνθρωπος. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα ανακάλυπτε γρήγορα το λάθος του και θα τον έπαιρνε και πάλι για να τον πάει στη σωστή διεύθυνση. Μέσα από τον καθρέφτη και πάλι είδε τον άγνωστο να χτυπάει το κουδούνι της πόρτας του, εκείνη να ανοίγει αμέσως, δίχως καθυστέρηση, να εμφανίζεται ένα μέρος της Λουκίας, που δεν μπορούσε να δει τον ίδιο, να τον παίρνει από το χέρι και να τον τραβάει μέσα στο σπίτι. Από τις κινήσεις συμπέρανε ότι θα γνωρίζονταν από καιρό, έτσι έδειχναν όλα, αλλά στον ίδιο δεν του είχε πει τίποτα μέχρι τώρα, η αγαπημένη του συμβία.
Σκεφτόταν με οργή τι να κάνει! Να ορμήσει μέσα με τη βία, να πιάσει τους δύο μοιχούς στα πράσα, πάει να πει θεόγυμνους στο κρεβάτι του που μέχρι εκείνη τη στιγμή θα ορκιζόταν πως ήταν τίμιο και καθαρό και να τους τσακίσει στο ξύλο. Η σκέψη αυτή τον τρέλανε αρχικά, ήταν σχεδόν έτοιμος να εισβάλει μέσα στο σπίτι, αλλά κάτι τον κράτησε και πάλι κι άρχισε να σκέφτεται την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει κάτι.. «Όμως», σκέφτηκε για λίγο, βασανίζοντας αρκετά το μυαλό του, «αν τους βρω, που θα τους βρω, δεν γίνεται αλλιώς, σε ανάρμοστη στάση, τι θα κάνω; Δεν είμαι προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο». Κι ύστερα, περισσότερο ψύχραιμος, απευθύνθηκε στον εαυτό του σαν να ήταν κάποιος άλλος που τον συνόδευε εκείνη τη στιγμή, «ας δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και τότε βλέπουμε τι θα κάνουμε. Δεν θέλω να την χωρίσω άλλωστε, δεν θέλω να την χάσω και δεν θέλω να της κάνω κακό. Την αγαπώ μέχρι θανάτου».
Το σκέφτηκε λοιπόν το πράγμα, το ξανασκέφτηκε, το έφερε από δω, το έφερε από κει, στο τέλος το πήρε απόφαση, δεν θα αντιδρούσε καθόλου προς το παρόν, θα έκανε το κορόιδο, τα στραβά μάτια που λένε, κι ό,τι ήθελε προκύψει. Εξάλλου μπορεί να έφταιγε κι ο ίδιος που η γυναίκα του αναζήτησε τον έρωτα σε κάποιον άλλο άνδρα. Μπορεί να μην την ικανοποιούσε αρκετά ο ίδιος. «Ποιος μπορεί να ξέρει;», συλλογίστηκε με πόνο κι αμέσως μελαγχόλησε. Αλλά δεν σκέφτηκε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή, παρέμεινε ήσυχος και υπομονετικός μέχρι να ξανανοίξει η πόρτα του σπιτιού του.
Παρέμεινε λοιπόν αραγμένος στο ίδιο εκείνο σημείο για κάτι παραπάνω από μία ώρα, με τα μάτια του στραμμένα, μέσω του καθρέφτη πάντα, στην πόρτα του σπιτιού του. Κάποια στιγμή άνοιξε και ο άγνωστος, μέχρι πριν από λίγο, επιβάτης του βγήκε και πάλι έξω στο δρόμο. Τη γυναίκα του δεν μπόρεσε να την δει, δεν βγήκε μέχρι έξω για να τον συνοδέψει. «Θα είναι γυμνή», συλλογίστηκε με πόνο, «κι έμεινε μόνη στο κρεβάτι. Πώς να παρουσιαστεί άλλωστε στο άνοιγμα της πόρτας έτσι;».
Ο πελάτης τον είδε γρήγορα και, σαν να ήταν συνεννοημένοι από πριν, άνοιξε με απόλυτη φυσικότητα την πόρτα του αυτοκινήτου και θρονιάστηκε με άνεση στα πίσω καθίσματα. Έδειχνε λίγο κουρασμένος, αλλά ο Θανάσης δεν είπε τίποτα, κράτησε το θυμό του για άλλη ώρα. «Θα τον βολιδοσκοπήσω στο δρόμο», σκεφτόταν, «να μάθω από πού κρατάει η σκούφια του και τι άνθρωπος είναι. Να νιώθουμε όλοι ασφαλείς και σίγουροι κι εκείνη να μη νιώσει ποτέ πως μπορεί να την πληγώσει με την ανάρμοστη συμπεριφορά του. Και προπάντων, να μη νιώσει ποτέ την ανάγκη να βρει και σε άλλους αυτό που βρίσκει σ’ εκείνον τώρα».