Ο ΓΕΡΟ ΚΩΣΤΑΣ
Τον σταμάτησαν ξαφνικά τρεις άγριοι και ατημέλητοι γενειοφόροι άνδρες, οπλισμένοι με αυτόματα και τουφέκια, που πετάχτηκαν απότομα μπροστά του, από το πουθενά, εκεί που περπατούσε αμέριμνος, σαν πραγματικά φαντάσματα μέσα στο πηχτό σκοτάδι της άγριας νύχτας. Αυτή την εντύπωση του φαντάσματος του έδωσαν εκείνη τη στιγμή και τρομοκρατήθηκε. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του, όσο του ήταν δυνατόν και μέχρι να καταλάβει τι ήταν, αντάρτες ή χίτες. Όποιοι κι αν είναι, του διαόλου είναι, σκέφτηκε και παρέμεινε αμίλητος.
-Για πού, μπάρμπα, τον ρώτησε ο πιο γεροδεμένος, ένας χοντρομπαλάς του κερατά.
-Για πού, για πού, παιδιά μου, αποκρίθηκε ο γέρο-Κώστας. Για το σπίτι μου, για πού αλλού; Μήπως έχω και άλλες δουλειές να κάνω; Το τελευταίο φάνηκε σαν αιχμή προς την κατάσταση, αλλά, ευτυχώς, κανείς τους δεν κατάλαβε τίποτα.
-Και τι έχεις μέσα στο καλάθι; Τον ρώτησε ο δεύτερος. Τούτον τον γνώρισε αμέσως από ένα τρέμουλο που είχε πάντα η φωνή του όταν ζοριζόταν κάπως. Ήταν ένα παλιόπαιδο από την πέρα γειτονιά που το έπαιρναν παλιά για τσοπάνη στα πρόβατα που είχαν τότε. Ήξερε ότι είχε ακολουθήσει τους χίτες και έπαιζε ανοιχτά το παιχνίδι των κατακτητών με την ομάδα ενός τραμπούκου που τον εφώναζαν αετό. Ήταν χίτες, λοιπόν. Τώρα φοβήθηκε λίγο. Αν συνδύαζαν μαζί του το γεγονός πως ο γιος του αδελφού του ήταν αντάρτης που πρόσφατα είχε ανέβει στο βουνό, τότε καταλάβαινε πως την είχε άσχημα.
-Τι νάχω! Τους αποκρίθηκε. Μερικές κούτες τσιγάρα που πουλάω για να ζήσω τα παιδιά μου, μέρες που είναι, και τίποτ’ άλλο.
-Άφησε το καλάθι κάτω, μπάρμπα, τον πρόσταξε ο τρίτος και φύγε. Δεν πρόκειται να σε πειράξουμε.
-Να φύγω; Και πού να πάω; Τα τσιγάρα έχουν λεφτά. Και ποιος θα μου τα πληρώσει;
-Να φύγεις να πας στο σπίτι σου και για τα τσιγάρα έλα αύριο στο γραφείο, στη Μυρσίνη για να πληρωθείς, του είπε ο πρώτος.
-Στο γραφείο, να πληρωθώ; Έχετε και γραφείο;
-Ναι, πήγαινε τώρα γιατί είναι νύχτα κι έλα αύριο, μέρα που θα είναι, να πάρεις τα λεφτά σου. Δεν πρόκειται να στα καταχραστεί κανείς.
Τους παρέδωσε αμέσως το καλάθι ο γέρος, τι μπορούσε να κάνει άλλωστε έτσι ανήμπορος που ήταν και τράβηξε αμέσως για το σπίτι του. Θα έκανε ό,τι του είπαν ακριβώς, αλλά αύριο , που θα ήταν μέρα, θα πήγαινε να πάρει τα λεφτά του, καθώς του είπαν, γιατί δεν είχε και άλλα για να αγοράσει καινούργιο εμπόρευμα και χρειαζόταν βέβαια και το καλάθι.
—————————————-
Ο Γέρο-Κώστας ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, τόσο ήσυχος μάλιστα που δεν θα βρισκόταν ποτέ κανένας που να πει πως τον είχε κάποτε ενοχλήσει, με μία πράξη ή ένα λόγο του. Από τότε που πέθανε η γυναίκα του ζούσε μόνος με τα ανήλικα παιδιά του και στον καιρό της μεγάλης πείνας πουλούσε τσιγάρα στο δρόμο, για να μπορέσει να τα μεγαλώσει και παράλληλα ψευτοκαλλιεργούσε ένα μικρό χωράφι που είχε κληρονομήσει από το μακαρίτη τον πατέρα του. Όταν οι αντίθετες παρατάξεις άρχισαν να πολεμούν ανελέητα η μία την άλλη δεν πήρε το μέρος καμιάς ενώ πιο πριν, στον πόλεμο της Αλβανίας δεν πήρε μέρος λόγω ηλικίας.
Μετά την κηδεία της γυναίκας του κάθισε, όπως ήταν η συνήθεια, στον καθιερωμένο νεκρόδειπνο και ήπιε τρία ποτηράκια κρασί παραπάνω, έτσι για να συγχωρεθεί η ψυχούλα της και μέθυσε, έτσι άμαθος που ήταν από το αλκοόλ. Το πρωί όμως που συνήλθε πήρε την αξίνα του και πήγε να σκάψει το χωράφι του, μισό στρέμμα και κάτι όλο κι όλο και να το σπείρει ξερικό αραποσίτι, γιατί τα παιδιά έπρεπε να έχουν κάτι για να φάνε. Έτσι, τη χρονιά της μεγάλης πείνας, τότε που οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους με τουμπανιασμένες κοιλιές από την πείνα και την αφαγία, το σπίτι του είχε την κίτρινη μπομπότα για να κορέσει κάπως την πείνα των μελών του και, με τη βοήθεια του υποτυπώδους εμπόριου των τσιγάρων που είχε αρχίσει τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα. Όχι ότι δεν πείνασαν και αυτοί, πείνασαν βέβαια, όπως όλος ο κόσμος άλλωστε, αλλά τουλάχιστον δεν πέθαναν. Έδωσε μάλιστα και τρεις οκάδες καλαμπόκι χάρισμα στο γείτονά του, το Μανόλη, που δύο μήνες πριν οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει το μοναχογιό του γιατί ήταν μπλεγμένος στα αντάρτικα, όπως είπαν οι καλοθελητές που είχαν τρέξει αμέσως για να τους το προλάβουν. Για την πράξη του αυτή κανείς δεν τον επαίνεσε, αλλά, ευτυχώς, και κανείς δεν τον μαρτύρησε στους κατακτητές, γιατί τότε ποιος ξέρει τι είδους ξεμπερδέματα θα είχε.
Το βράδυ εκείνο λοιπόν που ο Γέρο-Κώστας συνάντησε τους οπλοφόρους βάδιζε με μεγάλη δυσκολία γιατί ήταν κουρασμένος από τον ατελείωτο ποδαρόδρομο και το τσουχτερό κρύο της εποχής έκανε ένα παλιό του τραύμα από την εκστρατεία του ελληνικού στρατού, στον οποίο υπηρετούσε, στη Μικρά Ασία, κατά την υποχώρηση της μονάδας του από το Αφιόν Καραχισάρ, γεγονός για το οποίο βέβαια και είχε παρασημοφορηθεί τότε για την ανδραγαθία που επέδειξε από τον ίδιο το βασιλιά Κωνσταντίνο. Αυτό ήταν εξάλλου το γεγονός που τον έκανε από τότε οπαδό της βασιλείας, το τραύμα όμως δεν θεραπεύτηκε ποτέ πραγματικά αλλά τον ακολουθούσε πάντα στην υπόλοιπη ζωή του, και τον δυσκόλευε στις κινήσεις του, ιδιαίτερα όταν έπιαναν τα μεγάλα κρύα. Έτσι και σήμερα, υπόφερε από αβάσταχτους πόνους, αλλά καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια κατόρθωσε να φτάσει κάποια στιγμή στο σπίτι του, στα παιδιά του. Με κάποια καθυστέρηση, φυσικά.
——————————————-
Την άλλη μέρα, πρωί- πρωί, με τη δροσούλα, κίνησε για το γραφείο, όπως του είχαν πει το προηγούμενο βράδυ, για να πάρει τα λεφτά που του χρωστούσαν και το καλάθι του. Εκεί βρήκε τον ένα από τους τρεις που τον γνώρισε αμέσως, γιατί, παρά το πηχτό σκοτάδι, είχε κατορθώσει να συγκρατήσει το σουλούπι του. Εξάλλου, έβλεπε ακόμη πολύ καλά, αφού δεν του είχαν δημιουργηθεί μέχρι τότε σοβαρά προβλήματα στην όρασή του. Εκείνος δεν τον γνώρισε αμέσως, ή προσποιήθηκε πως δεν τον θυμόταν, δεν καταλάβαινε τι ήθελε ο γέρος πρωινιάτικα, όταν του υπενθύμισε όμως εκείνος τη νυχτερινή τους συνάντηση, αναγκάστηκε να το παραδεχτεί πως έτσι είχαν εξελιχτεί τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα εξιστορούσε.
-Έλα αύριο το απόγευμα, του είπε, γιατί τώρα λείπει ο υπεύθυνος των αγορών και της επιμελητείας και δεν μπορεί να σε πληρώσει κάποιος άλλος. Αύριο το απόγευμα, λοιπόν.
Ξαναγύρισε ο γέρος το επόμενο απόγευμα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, δεν υπάρχουν λεφτά, του είπαν, τους λήστεψαν κάποιοι αλήτες στο δρόμο, κομουνιστές, κατά τα φαινόμενα, κι έτσι τους ήταν εντελώς αδύνατο να τον πληρώσουν εκείνη τη στιγμή, έλα πάλι την Πέμπτη, του είπαν, και θα πληρωθείς αμέσως. Έτσι πιστεύουμε πως θα γίνει. Η Πέμπτη έγινε Παρασκευή, η Παρασκευή Σάββατο, πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν από τη μέρα που του πήραν με τη βία τα τσιγάρα και τώρα τον κορόιδευαν φανερά και μπροστά στα μάτια του, είχε πεισμώσει όμως και δεν έκανε πίσω, τουλάχιστον να του έδιναν το καλάθι του, να κάνει τη δουλειά του. Δεν το έχουμε, του είπαν, δεν ξέρουμε τι έγινε, ποιος νοιάζεται για κάτι τέτοιο τώρα! Εγώ, τους αποκρίθηκε ο γέρος και το θέλω. Όπως και τα λεφτά. Τι θα γίνει με τα λεφτά; Ύψωσε τη φωνή του ο γέρος, αλλά απάντηση δεν πήρε. Είπε να τους βρίσει, αλλά συγκρατήθηκε με μεγάλη προσπάθεια, για να μη βρει και το μπελά του. Τους είπε μόνο ότι θα ξαναγυρίσει.
———————————–
Δεν ξαναγύρισε όμως. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, οργισμένος με όλη αυτή την κοροϊδία που αντιμετώπιζε, τον επισκέφτηκε μετά από λίγο μία μακρινή του συγγένισσα, η Τασία, η οποία καθάριζε καθημερινά εκείνο το γραφείο κι εκεί έβλεπε και άκουγε πολλά και, όταν μπορούσε, γλύτωνε κόσμο, ιδιαίτερα αν ήταν κάποιοι που τους γνώριζε και τους συμπαθούσε, αλλά πολλές φορές και άλλους που δεν τους ήξερε από πριν. Έτσι και τώρα, τους άκουσε που έλεγαν μεταξύ τους ότι αν ξανάρθει ο Γέρο-Κώστας, θα τον σκοτώσουν και θα πετάξουν το πτώμα του στα χωράφια.
-Εγώ, Ντίνο μου, τους άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά να το λένε και σου λέω πως θα το κάνουν, τέτοια καθάρματα που είναι. Γι’ αυτό μην ξανάρθεις στο γραφείο, σε παρακαλώ, αν αγαπάς τη ζωή σου και τη ζωή των παιδιών σου.
Πραγματικά, έτσι και έγινε, ο Γέρο-Κώστας, την άκουσε προσεκτικά και δεν ξαναπλησίασε ποτέ σε εκείνο το καταραμένο μέρος κι έτσι γλύτωσε τότε τη ζωή του και μας τα διηγήθηκε αργότερα όλα αυτά, όταν είχαμε μεγαλώσει πια και είχαν φύγει για πάντα οι Γερμανοί, οι αντάρτες και οι χίτες και δεν διατρέχαμε πια κι εμείς κάποιο σοβαρό κίνδυνο, παρά μόνο από το γεγονός πως το καθεστώς είχε αγκαλιάσει και πάλι αυτό το σκυλολόι και κυνηγούσε τους αριστερούς, όπως και οι Γερμανοί. Όπως θα καταλάβατε όμως, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο πατέρας μας, που τον χάσαμε πριν από λίγο καιρό από βαθιά γεράματα, ενώ τα κτήνη που του έκλεψαν τα τσιγάρα τα έφαγε λίγο καιρό μετά από την κλοπή η μαύρη γης. Ίσως και γι’ αυτό αισθανόμαστε κάπως ασφαλείς, αφού δεν ζούσαν πια όσοι ήξεραν κάτι για το γεγονός.