Θανατηφόρος έρωτας
Από καιρό είχε βάλει στο μάτι την Κάμμη, την επιλεγόμενη και Γαλατική, ο Σινόριξ, την όμορφη γυναίκα του τετράρχη, του Σινάτου. Την είχε δει για πρώτη φορά σε μία γιορτή της Τετραρχίας, στο Κυβερνείο της περιοχής, όπου είχαν προσκληθεί όλοι οι άρχοντες του τόπου, για να την παρακολουθήσουν από κοντά, και από εκείνη τη στιγμή την ερωτεύτηκε με πάθος, κεραυνοβόλα και παράφορα. Για την ακρίβεια του έγινε έμμονη ιδέα να αποκτήσει με κάθε μέσο, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, τη γυναίκα. Δεν μπορώ να πω βέβαια πως ένιωσε κάτι ανάλογο και η Κάμμη. Θα έλεγα, χωρίς να έχω κάνει λάθος, πως ούτε που τον πρόσεξε το γοητευτικό και απαιτητικό Γαλάτη, αλλά εκείνος… στο στόχο του.
Ήταν, πράγματι, μία πολύ όμορφη γυναίκα η Κάμμη, μία πολύ όμορφη και, όποιος την έβλεπε από κοντά, έστω και μία φορά στη ζωή του, δεν μπορούσε να την ξεχάσει ποτέ. Κορμί λυγερό, γυμνασμένο, αθλητικό, πρόσωπο όμορφο, κοντυλογραμμένα, μαλλιά μαύρα, αστραφτερά και μακριά που έφταναν μέχρι τη μέση της και, ίσως, λίγο πιο κάτω. Τα έδενε σε κότσο, κατά το ελληνικό πρότυπο, όπως έδειχναν πάντα τα αγάλματα της Αφροδίτης και της Άρτεμης. Στήθος στητό, πλούσιο, υποσχόμενο αμέτρητες στιγμές απέραντης ηδονής στον τυχερό που θα την έκανε δικιά του. Προς το παρόν αυτός ήταν ο Τετράρχης, αξιωματούχος της Ρώμης στην περιοχή της Γαλατίας.
Με αυτά τα προσόντα που είχε η γυναίκα πώς να μην την ποθήσει ο ισχυρός Γαλάτης. Την είδε στη γιορτή, την ξαναείδε κάποιες φορές αργότερα, στις διάφορες δημόσιες εμφανίσεις της στο πλευρό του άντρα της, πρόσεξε πόσο υπερείχε των υπόλοιπων γυναικών που είχε γνωρίσει μέχρι τότε κι ένιωσε, από την πρώτη κιόλας φορά που την αντίκρισαν τα μάτια του, σαν να κεραυνοβολήθηκε από τους κεραυνούς του Δία, σαν να χιλιοτρυπήθηκε από τα βέλη του έρωτα. Αυτή πρέπει να γίνει σύντομα δική μου, σκέφτηκε το ίδιο κιόλας βράδυ που την είδε για πρώτη φορά στη ζωή του κι έτσι δεν πήρε ούτε στιγμή τα μάτια του από πάνω της, σε σημείο παρεξηγήσεως μάλιστα. Του μπήκε αμέσως στο μυαλό η ιδέα να την κλέψει από τον Σινάτο και να την κάνει δική του. «Με οποιοδήποτε τρόπο», σκέφτηκε, «με οποιοδήποτε τίμημα. Ακόμα κι αν χρειαστεί να τον σκοτώσω, θα το κάνω, όσους κινδύνους κι αν υποκρύπτει μία τέτοια πράξη».
Δεν διέφυγε της προσοχής της γυναίκας το ενδιαφέρον που άρχισε να δείχνει προς το άτομό της ο άνθρωπος αυτός. Μαθημένη ήταν, άλλωστε, από τα παιδικά της ακόμα χρόνια να τραβάει επάνω της τα μάτια και το ενδιαφέρον των ανδρών κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικής τάξης. Ήταν από τις γυναίκες που δεν μπορούσαν να περάσουν ποτέ απαρατήρητες. Η ίδια το γνώριζε, όμως η τιμιότητα που την διακατείχε και η μεγάλη αγάπη για τον άνδρα της, μία φυσική συστολή που επίσης τη διέκρινε, δεν της επέτρεπαν να στρέψει το βλέμμα της αλλού και να δώσει με τον τρόπο της το δικαίωμα σε κάποιον να βάλει στο μυαλό του άπρεπες για το άτομό της σκέψεις. Έτσι έμεναν όλοι, όσοι έδειχναν με κάποιο τρόπο το ενδιαφέρον τους γι’ αυτήν, με τον πόθο στο χέρι. Η Κάμμη ήταν τίμια, όσο καμία άλλη, και πιστή, στο μέγιστο βαθμό, στον άνδρα της. Τον αγαπούσε, τον θαύμαζε και τον τιμούσε για την παλικαριά του και για τα υπόλοιπα χαρίσματα που στόλιζαν πλουσιοπάροχα την ύπαρξή του.
Ο Σινόριξ, έχοντας, όπως οι περισσότεροι καλοφτιαγμένοι άνδρες άλλωστε, μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στην ακτινοβολία που εξέπεμπε το όνομά του ανάμεσα στους Γαλάτες και σε κάποιους Ρωμαίους που κατοικούσαν στην περιοχή, προσπάθησε κάμποσες φορές να κάμψει την αντίσταση της Κάμμης και να την φέρει στα νερά του. Η αποτυχία του όμως ήταν προδιαγεγραμμένη όσο ο έρωτας για τον Σινάτο φώλιαζε ακέραιος στο στήθος της γυναίκας. Βράχος απροσπέλαστος και ακλόνητος, κάστρο άπαρτο η Κάμμη, του είχε αποκλείσει από την αρχή και για πάντα, με τρόπο κοφτό, απόλυτο και κατηγορηματικό, κάθε ελπίδα που έτρεφε στο νου του, πως θάρθει τάχα κάποια στιγμή στο μέλλον που θα μπορούσε να κερδίσει δίχως κόπο το κορμί και την καρδιά της Κάμμης.
Όμως ο καιρός περνούσε και όσες προσπάθειες και αν κατέβαλλε το οχυρό δεν έλεγε να πέσει ή να του ρίξει, έστω, και μία ματιά.. Ο ισχυρός πλην δόλιος Γαλάτης είχε αρχίζει να κυριεύεται από μαύρη απελπισία, αυτός ο φύσει και θέσει αισιόδοξος. Τότε το αποφάσισε να βάλει σε ενέργεια το μεγάλο σχέδιο που θα του έλυνε το πρόβλημα στη στιγμή. Έτσι πίστεψε τουλάχιστον. Έστησε καρτέρι στον Σινάτο, μαζί με λίγους ορκισμένους φίλους του, την ώρα που βάδιζε αμέριμνος στη γύρω ερημική περιοχή, μόνος, χωρίς τη συνοδεία της φρουράς του και τον σκότωσε. «Τώρα», σκέφτηκε γεμάτος χαρά, «ο δρόμος είναι ανοιχτός κι εγώ ελεύθερος να πάρω αυτό που μου αξίζει και το ποθούσα τόσο καιρό, την πιο όμορφη γυναίκα δηλαδή της Γαλατίας».
Έτσι εξελίχθηκαν τα γεγονότα τότε και ο Σινόριξ περίμενε με αγωνία πότε θα τελειώσει το πένθος της Κάμμης για να τρέξει αμέσως μετά να την ζητήσει κι εκείνη, πληγωμένη βαθιά από τον χαμό του άνδρα της, σκέφτηκε να βάλει υέρμα στη ζωή της όταν θα ήταν έτοιμη γι’ αυτό. Τι την ήθελε τέτοια ζωή χωρίς αυτόν που ήταν ο θεός της, ο κύριος και αφέντης της. Καταλάβαινε πως άλλος άνδρας σεν επρόκειτο να πάρει ποτέ τη θέση του στην καρδιά της και το κρεβάτι της. Πού να βρεθεί άλλωστε ισάξιός του; Πρώτα όμως θα έπρεπε να βρει το δολοφόνο του και να εκδικηθεί για το χαμό του. Κι ύστερα… ποιος νοιάζεται για ύστερα!
Ξαναγύρισε λοιπόν στην προηγούμενη κατάσταση της ζωής της, που την είχε απαρνηθεί για το χατίρι του Σινάτου και ξανάγινε ιέρεια της παρθένας Θεάς, της Άρτεμης, στο ναό που είχαν ανεγείρει προς τιμήν της οι κάτοικοι της περιοχής. Ο Σινόριξ προσπάθησε και πάλι να την πείσει πως η τύχη της θα ήταν μεγαλύτερη αν γινόταν δική του. Και πάλι όμως ατύχησε, όπως και αρκετοί άλλοι πριν και μετά από αυτό το γεγονός. Η όμορφη γυναίκα εξακολουθούσε να παραμένει πιστή στη μνήμη του δολοφονημένου άνδρα της και να αποκρούει κάθε πρόταση από όπου κι αν προερχόταν. Μέχρι που έμαθε ποιος ήταν ο δολοφόνος.
Ο Σινόριξ δεν το έβαζε κάτω, συνέχισε να την πιέζει κι εκείνη να του αρνείται πεισματικά. Ήταν επίμονος και πιεστικός, αλλά κι εκείνη πεισματάρα και ερωτευμένη πάντα με το νεκρό της άνδρα. Κάποτε όμως έφτασε στ’ αυτιά της μια πληροφορία. Της είπαν πως κάποιος από την παρέα των δολοφόνων καυχήθηκε για τη δολοφονία του Σινάτου και μάλιστα, καθώς ήταν μεθυσμένος και δεν έλεγχε απόλυτα τα λόγια του, περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το καρτέρι στον Σινάτο και το φονικό χτύπημα που του έδωσε ο Σινόριξ. «Για να του πάρει την Κάμμη», είπε. «Ώστε εγώ είμαι η αιτία του θανάτου του», σπάραξε με απόγνωση η Κάμμη, κι αμέσως μετά, «τώρα θα δει πώς θα πληρώσει το κακό κι ο άλλος αίτιος μαζί μου», είπε κι αμέσως έπεσε σε βαθιά περισυλλογή.
Αποφάσισε να εκμεταλλευτεί, για το σκοπό της αυτό, της έδινε άλλωστε την πλέον καλύτερη ευκαιρία, την πρόταση γάμου που της είχε κάνει ο Σινόριξ στην τελευταία τους συνάντηση στο προαύλιο του ναού της Άρτεμης. Τον κάλεσε να την επισκεφτεί, το συντομότερο δυνατόν, για να του ανακοινώσει, με τον πλέον επίσημο τρόπο, την οριστική απάντησή της. «Τα πράγματα άλλαξαν», του είπε, μόλις τον αντίκρισε, καταβάλλοντας συνάμα τεράστια προσπάθεια να μην του δείξει την απέχθεια και το μίσος που ένιωθε βαθιά μέσα της για το άτομό του, «και αποφάσισα να δεχτώ την πρότασή σου και να σε παντρευτώ. Αλλά πρόσεξε, όλα πρέπει να γίνουν σύμφωνα με την παράδοση, εδώ, μπροστά στο ναό και το άγαλμα της θεάς, αφού εγώ είμαι η πρώτη ιέρεια της». «Καμία αντίρρηση σε αυτό», της αποκρίθηκε εκείνος, τρελαμένος από τη χαρά του που το όνειρό του θα γινόταν, επιτέλους, πραγματικότητα και η γυναίκα καταδική του.
Την επομένη έγινε ο γάμος. Η Κάμμη τον οδήγησε με προσποιητή χαρά μπροστά στο βωμό της θεάς, κι εκεί, αφού θυσίασε κάποιο άγριο πουλί, αρσενικό, του έφερε μία φιάλη με νερωμένο μέλι να πιεί και αφού ήπιε η ίδια το μισό, του έδωσε να πιεί το υπόλοιπο. «Πιες το όλο», του είπε, «και από τη στιγμή που θα γίνει αυτό θα είμαι για πάντα δική σου. Κανείς δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει, παρά μόνο ο θάνατος». Ο Σινόριξ έπλεε πλέον σε πελάγη ευτυχίας, με την απρόσμενη αλλά ευτυχή εξέλιξη της τύχης του και της ζωής του.. Άδειασε, δίχως δεύτερη σκέψη, όλο το περιεχόμενο της φιάλης εκείνης στο άδειο, λόγω της νηστείας που του είχε επιβάλλει η Κάμμη, στομάχι του και περίμενε να πέσει αμέσως η νύφη στην αγκαλιά του και να την φιλήσει, κατά τα θέσμια της εποχής και της χώρας. Περιχαρής, όσο ποτέ άλλοτε, έστρεψε το βλέμμα του στην παρέα των προσκεκλημένων του, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στη δολοφονία του Σινάτου και τους χαμογέλασε με νόημα. «Δώστε κρασί στους φίλους μας», πρόσταξε τις υπόλοιπες ιέρειες η Κάμμη, «για να γιορτάσουν το γάμο μας μαζί μας».
Έτσι και έγινε. Όταν ήπιαν όλοι το κρασί που τους προσφέρθηκε και ευχήθηκαν τα καλύτερα στο νέο ζευγάρι, η Κάμμη, βγάζοντας από μέσα της μία άγρια κραυγή χαράς, φώναξε, με φανερή χαρά και σαν να απευθυνόταν, όχι στον τωρινό, αλλά στον πεθαμένο της σύζυγο: «Αγαπημένε μου, μέρες και μήνες περνούσα τόσο ανούσια τη ζωή μου, περιμένοντας με λαχτάρα να έρθει τούτη η ευλογημένη από τους Θεούς στιγμή. Τώρα, δέξου με κοντά σου με ευχαρίστηση, όπως ταιριάζει στην αγάπη μας. Πήρα την εκδίκηση που έπρεπε από τους φονιάδες σου και είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό».
Ο Σινόριξ, ξαφνιασμένος στην αρχή από το γεγονός, όπως και οι φίλοι του, συνήλθε γρήγορα και θέλησε να αντιδράσει, τραβώντας το σπαθί του και να χτυπήσει με αυτό τη φόνισσα και όσες την βοήθησαν. Αδύνατο όμως να το κάνει, το δηλητήριο που ήπιαν όλοι ήταν τόσο ισχυρό που ένοιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν πάραυτα. Το ίδιο και οι φίλοι του. Πέθαναν όλοι ύστερα από λίγο και μέσα σε αφόρητους πόνους, ενώ η Κάμμη, απτόητη από το γεγονός, τους κοιτούσε, αγέρωχη και περιχαρής για το κατόρθωμά της, πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας και προσμένοντας με λαχτάρα τη στιγμή που η ψυχή θα εγκατέλειπε το σώμα της. Μαθημένη, καθώς ήταν, από δηλητήρια, άντεξε λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους και πέθανε μία ημέρα μετά.