Ανιχνεύοντας το τέλος, αναζητώντας τη ζωή
Ποιήματα πεζόμορφα, που παλιότερα τα έλεγαν πεζοτράγουδα, αποτελούν το σύνολο αυτής της ποιητικής συλλογής. Ο όρος είναι παραγκωνισμένος σήμερα και συναισθηματικά παραπέμπει σε παλιότερους ποιητές του εικοστού αιώνα, όπως π. χ. ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, δηλαδή σε μία ποίηση άλλης μορφής που δεν υφίσταται πλέον, γι’ αυτό και προτιμώ τον όρο «πεζόμορφα», που είναι πιο σύγχρονος και παραπέμπει κατευθείαν στον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο των «Γραπτών», από τον οποίο φαίνεται ότι κατάγεται ο νεότερος ποιητής, με μία δόση Νίκου Εγγονόπουλου και Οδυσσέα Ελύτη των «Προσανατολισμών». Ο ποιητής είναι συνάμα, σύμφωνα με το βιογραφικό του σημείωμα, κλασικός φιλόλογος, καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αυτό φαίνεται πως έχει κάποια σχέση με την ποίηση που γράφει.
Πρόκειται για μία ποίηση ελαφρώς μεταφυσική, στην οποία ο κόσμος και ο ανθρώπινος πόνος έρχονται αντιμέτωποι με το συναίσθημα, μέσω του οποίου προσλαμβάνονται και αποδομούνται, ενώ η μοναξιά βασιλεύει παντού ως ο απόλυτος κυρίαρχος της ψυχικής κατάστασης του ποιητή και του ανθρώπου. Το πάθος πολεμιέται με πάθος. Μία αίσθηση από την ποίηση του Εγγονόπουλου είναι διάχυτη παντού, ο στίχος «να γράφεις ερωτικά σημειώματα όταν εκατομμύρια ψυχές βασανίζονται» (σελ.9), μας φέρνει αμυδρά στο νου τον στίχο εκείνο του παλαιότερου ποιητή που μιλάει για ποιήματα που γράφονται πίσω από αγγελτήρια θανάτου, γιατί ο θάνατος είναι το τέλος που θέλει να ιχνηλατήσει και ο νεότερος ποιητής. Οι εποχές όμως είναι διαφορετικές, σήμερα δεν υπάρχει εμφύλιος πόλεμος παρά μονάχα στη συμπεριφορά και τα λόγια των πολιτικών και ο νεότερος ποιητής προσπερνάει τον πόνο από την αίσθηση του θανάτου ευκολότερα. Ο παλαιότερος συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες του πόνου, του εμφυλίου πολέμου και του άδικου θανάτου που θερίζει τους γύρω του. Γι’ αυτό και η Ποίηση (με κεφαλαίο πάντα) κρίνεται απαραίτητη σήμερα, είναι παρηγορητική και συγχρόνως η μόνη που μπορεί να αντισταθεί με αξιοπρέπεια στη σήψη και τη φθορά της κοινωνίας και των ανθρώπων. Μέσα σε πέντε και μόνο λέξεις μπορεί να χωρέσει τον κόσμο ολόκληρο, γι’ αυτό και κανένας ποιητής δεν περισσεύει πια, όπως λανθασμένα συνηθίζεται να λέγεται στις ημέρες μας.
Ορισμένα από τα πεζόμορφα αυτά ποιήματα, παρόλο που έχουν τη μορφή φυλλαδίων με οδηγίες χρήσης, θα έλεγε κανείς, κάποιου αντικειμένου, κάποιου μηχανισμού, εντούτοις δεν αποβάλλουν ούτε αυτά την ποίηση που κρύβεται πίσω από το απατηλά ψυχρό ντύμα των οδηγιών. Ένας λυγμός ξαφνικός, μία σκέψη που έρχεται από το πουθενά, φαινομενικά πάντα, οι ζωηρές και πολλές φορές, ασύμβατες αντιθέσεις των εικόνων μεταξύ τους, ανατρέπουν κάθε προσπάθεια ώστε να μην παραμείνει το ποίημα ένα χρηστικό αντικείμενο οδηγιών και μόνο. Έτσι, μισοκρυμμένος βρίσκεται και ο κοινωνικός ή πολιτικός, με την ευρεία έννοια της λέξης, χαρακτήρας των ποιημάτων που εκφράζεται κυρίως με μικρές νύξεις και παρατηρήσεις φαινομενικά αδιάφορες.
Η ποίηση λειτουργεί και ως αποδόμηση του περιττού. Αυτός είναι άλλωστε και ο τίτλος της πρώτης ενότητας της συλλογής. Ο ποιητής, ένας άνθρωπος που παίζει σε δύο ταμπλό, «επαίτης του χρόνου με μακροζωία ζηλευτή, καταστροφέας του εαυτού του με δυνατότητες σωτηρίας» (σελ.19), όπως, κατά μία αναλογία βέβαια, και ο γύφτος του Παλαμά, καταστροφέας μαζί και χτίστης. Στο νεότερο ποιητή η σωτηρία φαίνεται αρκετή, αν έλθει ποτέ, και είναι περισσότερο υπόθεση ατομική, προσωπική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αδιαφορεί παντελώς για το συλλογικό. Άλλες οι εποχές, άλλοι οι άνθρωποι, άλλες οι σκέψεις και οι επιθυμίες ή τα οράματα.
Μία παρένθεση που δεν είναι όμως άσχετη με την υπό κρίση ποιητική συλλογή του Γιώργου Γκανέλη: ο υπερρεαλισμός, που κάποιοι βιάστηκαν να μας πουν πως χάθηκε για πάντα εκεί, κάπου στο τέλος του εικοστού αιώνα, τελικά δεν έφυγε ποτέ από τούτο τον τόπο, όπως και η ζωηρή φαντασία που χαρακτήριζε τους ποιητές του κινήματος αυτού. Οι νεότερες γενιές φαίνεται πως τον ξαναγεννούν με τον δικό τους τρόπο. Δεν έχω διαβάσει άλλα έργα του Γιώργου Γκανέλη ώστε να έχω πληρέστερη εικόνα για αυτόν Η ποίησή του εξακολουθεί να είναι και αυτή «ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου», όπως ακριβώς και του γενάρχη του κινήματος.
Εικόνες ζωηρές, υπερρεαλιστικές, με απίστευτες συνδέσεις λέξεων και, ενίοτε, και νοημάτων, με το ντύμα του φαινομενικού ρεαλισμού, ένας κόσμος ανεστραμμένος που φαντάζει όμως φυσικός και όμορφος, γιατί η ομορφιά δεν είναι παρά η ίδια η φύση, όποια θέση κι αν λάβει, και η κοινωνία στα όρια της ανατροπής και της σύγκρουσης, που ισορροπεί επί ξυρού ακμής, αφού το όραμα, ο πόθος της ελευθερίας, εξακολουθεί να παραμένει όραμα, ζητούμενο ακόμη κι έτσι θα είναι πάντα, κατά πώς δείχνει η φύση των πραγμάτων και των γεγονότων που διαδραματίζονται στις κοινωνίες μας, μια και το απόλυτο δεν ήταν, κι ούτε θα είναι, ποτέ του εφικτό, αφού και η ίδια η ομορφιά δεν φτάνει. Ένα παράδειγμα:
«Και δηλώνω απερίφραστα ότι η ομορφιά δεν αρκεί. Θα μπορούσε να ξεσπάσει ιερός πόλεμος στο κρεβάτι, προτού ο οργασμός γαζώσει την ανυπαρξία. Γιατί δύο σώματα ξένα παραπλανούν, είναι αλήθεια, το σκοτάδι. Κι ύστερα η Ποίηση ξαναγράφει την ιστορία του κόσμου με μελανά χρώματα» (σελ.22), ίσως γιατί μονάχα αυτή μπορεί να δει τη μυστική, την κρυφή, την αθέατη πλευρά των πραγμάτων και να την σχολιάσει κατά πώς ξέρει εκείνη μόνο. Ο κόσμος αλλάζει συνεχώς μορφή και ανανεώνεται μέσα από τα μάτια ενός ποιητή. Να γιατί και σήμερα μας είναι χρειαζούμενο το γένος των ποιητών, όπως παλιότερα των μάντεων, γιατί η γνώση του κόσμου, η επιτυχημένη αποκρυπτογράφηση των μυστικών του, η αποκάλυψη της ουσίας της ζωής και των πραγμάτων είναι έργο της γραφής, αφού μόνο μέσω αυτής μαθαίνουμε και γνωρίζουμε τα πάντα στο τέλος.
Η δεύτερη ενότητα, με τον γενικό τίτλο «Δωμάτιο Ξενοδοχείου» και με υπότιτλο «Ενίοτε και Νοσοκομείου» αποτελείται από ποιήματα που φέρουν ως τίτλους αριθμούς δωματίων. Και εδώ ένας κόσμος περίκλειστος, έγκλειστος καλύτερα, μοναχικός, κάποτε ασθενικός, ένας κόσμος που εθίζεται, όπως οι ναρκομανείς, στην ενδοσκόπηση και ζει με μοναδικά τραγικό τρόπο την ψευδαίσθηση της ελευθερίας του. Το δωμάτιο εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε κελί φυλακής ή σε κάποια κρυφή πτυχή του εσωτερικού μας κόσμου που μάταια προσπαθούμε να την φέρουμε στο φως. Και ο ποιητής βρίσκεται πάντοτε εκεί, στη θέση του, σαν νάρκισσος χωρίς καθρέφτη, για να τον εξερευνήσει και να μας ανακοινώσει στο τέλος με κομπασμό τα αποτελέσματα αυτής του της αναζήτησης. Ένας κόσμος, λοιπόν, κλειστός, υπό επιτήρηση, που ζει συνεχώς την ψευδαίσθηση της ελευθερίας του, είτε έγκλειστος των φυλακών, του νοσοκομείου, της κοινωνίας ή του εαυτού του. Το ποίημα «Δωμάτιο 102» είναι χαρακτηριστικό. Ιδού ένα απόσπασμα από αυτό:
«Για να μη λες ότι μπλοφάρω, υπάρχουν τυφλοί ακόμα και την άνοιξη. Παράπονο δεν έχω από τα δέντρα ούτε από τα προαύλια των φυλακών. Μονάχα τη στιγμή που θα καταζητούμαι θα κλειδωθώ στο δωμάτιο, παρέα με τους φθόγγους των χειρογράφων. Σαν ανεκδιήγητος συγγραφέας θα επαναπαύομαι στη δόξα μου κι οι ιδέες θα βγαίνουν περίπατο. Η ελευθερία νοείται τα βράδια και η καταπίεση την αυγή» (σελ. 46). Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι το «Δωμάτιο 105): «Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και φάνηκε όλος ο αποκηρυγμένος βίος μου. Στην αίθουσα αναμονής οι μέρες που δεν έζησα, οι αξημέρωτες νύχτες. Ζητάω λίγο νερό από τον φύλακα, μου δίνει έναν ορμητικό χείμαρρο. Τον πίνω και συνεχίζω την καταβύθιση» (σελ. 49).
Οι πόρτες στα δωμάτια, όπως θα καταλάβατε, είναι διακοσμητικές και ενισχύουν την ψευδαίσθηση. Κανένας δεν διανοείται, δεν παίρνει την απόφαση να τις ανοίξει και να βγει έξω, στην υποτιθέμενη ελευθερία που τον περιμένει. Και κάποτε έρχεται το τέλος, η μόνη βεβαιότητα και τότε αναπολείς, σκέφτεσαι όσα έζησες και όσα δεν:
«Ναι, θα τελειώσει κάποτε η άνοιξη κι όλοι εμείς που τη ζωγραφίσαμε. Δεν θα υπάρξουν προειδοποιητικά μηνύματα, μονάχα ένας πυρωμένος άνεμος θα σταθεί στην πόρτα και θα μας απαγάγει» (σελ.58). Η πόρτα, λοιπόν χρησιμεύει μόνο για την τελευταία, την οριστική έξοδο από τη ζωή.
Τρίτη και τελευταία ενότητα της συλλογής «Τα υπολείμματα του Ουρανού». Ένα μακροσκελές ποίημα που αποτελείται από έναν ικανό αριθμό παραγράφων, χωρίς αρίθμηση ή τίτλο, που έχουν πάρει τη θέση των παραδοσιακών στροφών. Εικόνες του κέντρου της Αθήνας, η μοναξιά, ένα μεγάλο κενό μέσα μας που το γεμίζει μονάχα η ποίηση, απογοήτευση από την καθημερινότητα της ζωής, η σκοτωμένη άνοιξη, οι άστεγοι της πλατείας Ομονοίας, η αγάπη φευγάτη, ο έρωτας περιστασιακός, ο θάνατος του διπλανού που δεν θα λείψει από τη ζωή του γείτονά του, γιατί η ζωή δεν σταματάει ποτέ και συνεχίζει αδιάκοπα τα αδιάφορα και κουρασμένα βήματά της, οι φωνές των χαμένων φίλων, η θάλασσα, η τύρβη της πόλης και του κόσμου τούτου, καθώς και άλλα πολλά, που διασχίζουν ακόμη τον νου και διανθίζουν τη μοναχικότητα του ποιητή και του ανθρώπου, αλλά και του αναγνώστη, και τους επιτρέπουν να συνεχίσουν απρόσκοπτα την, ούτως ή άλλως, μονότονη και βαρετή ζωή τους, ξεπηδούν μέσα από τις φράσεις του ποιήματος και μας συγκινούν. Η ματιά του ποιητή, έντονα κοινωνική και πολιτική, μέσα από τον πλούτο των εικόνων μιας τετριμμένης πραγματικότητας μαζί με τον λυρισμό της υπερρεαλιστικής γραφής, μας συναρπάζουν σε μεγάλο βαθμό. Ένα παράδειγμα:
«Οι δρόμοι τα απογεύματα έμοιαζαν με κλειστές κάμαρες που τις άνοιγαν κάτι γερασμένα παιδιά, ρίχνοντας στην σχισμή της κλειδαριάς κέρματα που μάζεψαν στα φανάρια. Στα μάτια τους, ο ανείπωτος φόβος για τη νύχτα που έρχεται» (σελ.80).
Η ζωή ένα κενό, λοιπόν, που το γεμίζει η ποίηση και ο θάνατος, δύο φανερά αντιμαχόμενες δυνάμεις. Οπότε, ποιος ο λόγος να ζει κανείς; Και η πολιτική; Η εξουσία; Ποια αξία έχουν όλα αυτά μπροστά στην Ποίηση και τον θάνατο ή την ανυπαρξία, τη μόνη πλήρη βεβαιότητα; Ας τελειώσω με το «Δωμάτιο 304», της δεύτερης ενότητας της υπό κρίση ποιητικής συλλογής του Γιώργου Γκανέλη:
«Με τα πιο μέτρια ποιήματα ζωγραφίζεις το σύμπαν. Όπως με την αθωότητα του νηπίου τη μοναξιά. Και μια ανορθόγραφη λέξη αρκεί για να καρποφορήσει το μέλλον. Εκεί που τελειώνουν οι στίχοι φυτρώνουν δάχτυλα που αγγίζουν το πεπρωμένο. Το μεταλλάσσουν σε ένα καταπράσινο λιβάδι πλησίον της φθοράς. Ο άνθρωπος είναι το παυσίλυπο της ανυπαρξίας και η ανεστραμμένη εκδοχή της ζωής. Με την προϋπόθεση βέβαια να υφίσταται η Ιστορία για να καταγράψει τη διαδρομή. Και οπωσδήποτε η Ποίηση που θα την εκλεπτύνει» (σελ.66). Αυτά.