You are currently viewing Ανδρέας Φουσκαρίνης: Δημήτρη Σπ. Τσερέ: «Το γλαυκό της αμφιλύκης». Διηγήματα. Εκδόσεις Σμίλη. Αθήνα. Ιούνιος 2021. Σελ. 200.

Ανδρέας Φουσκαρίνης: Δημήτρη Σπ. Τσερέ: «Το γλαυκό της αμφιλύκης». Διηγήματα. Εκδόσεις Σμίλη. Αθήνα. Ιούνιος 2021. Σελ. 200.

Στο γλυκοχάραμα της ζωής: Μερικές σκέψεις για το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

 

   Το ιδιωτικό ταχυδρομείο, με μία σχετική και σχεδόν αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μου παρέδωσε το τελευταίο πεζογραφικό έργο του Δημήτρη Τσερέ, φίλου παλιού και συμφοιτητή στα δύσκολα χρόνια της επάρατης δικτατορίας του 1967. Το βιβλίο το αποτελούν τέσσερα εκτενέστατα διηγήματα, στα όρια της νουβέλας.

   Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει, κατά πάσα πιθανότητα, στο έργο του μεγάλου διηγηματογράφου του 19ου αιώνα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από το οποίο μάλιστα δείχνει ιδιαίτερα αλλά γόνιμα και δημιουργικά επηρεασμένος ο συγγραφέας. Οι λέξεις του τίτλου εμφανίζονται στο διήγημα του μεγάλου Σκιαθίτη «Αμαρτίας φάντασμα», όπως δείχνει άλλωστε και το απόσπασμα που παραθέτω: «Ο ήλιος είχε δύσει και ήτο αμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική». Είναι λοιπόν, για όσους έχουν ξεχάσει τη λέξη, η αμφιλύκη το λυκαυγές, το γλυκοχάραμα, το θαμπό , το αγνό, το ανοιχτό γαλάζιο φως του πρωινού, όταν ο ήλιος κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του και προσπαθεί να διαλύσει τα σκοτάδια της νύχτας, δείχνοντας στους ανθρώπους το δρόμο που πρόκειται να ακολουθήσουν. Αυτό ακριβώς βλέπουμε να γίνεται και στα τέσσερα διηγήματα της συλλογής, στο πώς βιώνουν, κατά κάποιο τρόπο, οι νέοι της επαρχίας του εικοστού αιώνα το γλυκοχάραμα της ζωής τους μέσα από τις αντιξοότητες της εποχής και τις αφηγήσεις του συγγραφέα.

   Η μνήμη ξετυλίγει αβίαστα σκηνές και περιστατικά μιας άλλης εποχής, με κάθε λεπτομέρεια, ο αφηγητής, μεθυσμένος από τον ίδιο του το λόγο, μιλάει σχεδόν ασταμάτητα, περνώντας από τη μία ιστορία στην άλλη, από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα, οι περιγραφές του χωριού του, της φύσης που το περιβάλλει, της εκκλησίας του, απόλυτα ρεαλιστικές και λεπτομερειακές, αν και η νοσταλγία, η αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους, απογειώνει το λόγο κι έτσι παίρνει θέση δίπλα στην αφήγηση και η ποίηση. Είναι τέτοια η ποιητικότητα του λόγου μάλιστα που ορισμένες στιγμές έχεις την εντύπωση ότι διαβάζεις ατόφια κάποια κομμάτια του Παπαδιαμάντη σε μία πιο σύγχρονη γλώσσα, ιδιαίτερα όταν η ανάμνηση ανασύρει στίχους από εκκλησιαστικούς ύμνους που ακούγονται στις κατανυκτικές λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας και τους βλέπουμε να εναλλάσσονται με στίχους δημοτικών ή λαϊκών τραγουδιών. Όλα αυτά δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, τον αγώνα και την αγωνία μίας συνείδησης που δεν έφυγε ποτέ πραγματικά από τον τόπο του, η σκέψη του οποίου τον κρατούσε πάντα καρφωμένο εκεί, όπως ακριβώς τον μεγάλο Σκιαθίτη η ανάμνηση του πανέμορφου νησιού του.

   Η αφήγηση ξεκινάει πάντα από κάποιο σημείο του παρόντος ή του παρελθόντος και, προτού προλάβει να αναπτυχθεί πλήρως, ξεστρατίζει προς άλλα περιστατικά, σκέψεις ή περιγραφές που έρχονται συνειρμικά στη μνήμη του αφηγητή, για να επιστρέψει μετά από λίγο στη βάση της, μέχρι να ξαναφύγει, επαναλαμβάνοντας το δρομολόγιο αμέτρητες φορές, χωρίς αυτό όμως να φαίνεται ότι κουράζει πραγματικά τον αναγνώστη. Το αντίθετο, θα έλεγα. Το διήγημα αποχτά έτσι μεγαλύτερη έκταση και θα έλεγα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όσο κι αν αυτό που λέω τώρα εδώ ηχεί κάπως παράδοξο. Η ιστορία ολοκληρώνεται τελικά, έχοντας συνάμα εμπλουτιστεί με μία πληθώρα άλλων αφηγηματικών και μη στοιχείων. Τούτο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την ιδιαιτερότητα και το στυλ της αφηγηματικής λειτουργίας της πεζογραφίας του Δημήτρη Τσερέ.

   Αυτές οι παρεκβάσεις, διήγημα μέσα στο διήγημα κάποιες φορές, οι λεπτομερείς περιγραφές του φυσικού, του κοινωνικού και του ιστορικού περιβάλλοντος όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, δίνουν στο καθένα από τα τέσσερα διηγήματα που αποτελούν τη συλλογή, μία έκταση στα όρια της νουβέλας σχεδόν. Το πρώτο, «Ο Αμερικάνος», έχει ως θέμα του την επιστροφή ενός μετανάστη στο χωριό του και βλέπουμε τον αφηγητή, με τα μάτια ενός μικρού παιδιού, να παρακολουθεί βήμα το βήμα τη ζωή του στο χωριό ως την ημέρα που θα πεθάνει. Η σύγκριση με τον Αμερικάνο του ομώνυμου διηγήματος του Παπαδιαμάντη έρχεται αυτόματα στο νου και όταν ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρεται κάποια στιγμή σε αυτόν καθίσταται σχεδόν υποχρεωτική.

   Τα σκληρά ήθη της ελληνικής επαρχίας του εικοστού αιώνα, οι μικροψυχίες και οι ιδιοτέλειες των κατοίκων, τα μίση και τα πάθη, οι καθημερινές συναλλαγές με γνώμονα πάντοτε το προσωπικό τους συμφέρον και μόνο, η πλήρης αδιαφορία του ενός για τη ζωή του άλλου, συγγενούς ή φίλου και συγχωριανού, βρίσκουν τη θέση που τους αρμόζει στη γραφίδα του Δημήτρη Τσερέ, καθώς και η γενικότερη ιστορία αυτού του αιώνα που αποτελεί το βάθος της αφήγησης, όπως ακριβώς σε κάποιους πίνακες ρεαλιστικής ζωγραφικής. Ένας ρεαλισμός όμως που υπονομεύεται αρκετά από την αφαίρεση, αλλά και από το χιούμορ ή την ευαισθησία του συγγραφέα.

   Η βαριά σκιά του Παπαδιαμάντη πέφτει και στο δεύτερο διήγημα της συλλογής, στο οποίο ο αφηγητής βρίσκεται σε κάποια πόλη της Βόρειας Ευρώπης, μετανάστης, κάποια Μεγάλη Εβδομάδα και οι μνήμες από την πατρίδα και από αντίστοιχες στιγμές του παρελθόντος σε αυτήν κατακλύζουν πιεστικά τη σκέψη του και την ψυχή του και δεν του αφήνουν κανένα περιθώριο για να ηρεμήσει. Η νοσταλγία του κατατρώει, κυριολεκτικά, την ψυχή, η ανοιξιάτικη φύση, οι τελετές της ορθόδοξης λατρείας, ο έρωτας και ο θάνατος, οι εκκλησιαστικές υμνωδίες που ακούγονται στις ακολουθίες αυτής της εβδομάδας τον τσακίζουν. Αυτή η κατάδυση στο παρελθόν τον οδηγεί από το ένα στο άλλο, το διήγημα αποτελείται αναγκαστικά από μία σειρά συνεχών παρεκβάσεων που όμως συνδέονται στενά μεταξύ τους και όλες έχουν τη θέση τους εκεί, καμία δεν φαίνεται να περισσεύει, αφού αυτός είναι στην πραγματικότητα ο κόσμος του συγγραφέα, τον οποίο ανακαλεί η λειτουργία της μνήμης. Έτσι ξετυλίγονται και πιο προσωπικές ιστορίες από τον αφηγητή, όπως η στάση του όταν συνάντησε για πρώτη φορά στη ζωή του τον θάνατο ή όταν έζησε για μία και μοναδική νύχτα ολοκληρωτικά τον έρωτα. Γεγονότα που δεν μπορεί να τα ξεχάσει ποτέ και που τον συντροφεύουν στην ξενιτιά. Ένα εξαιρετικό διήγημα που διαβάζεται ευχάριστα και συγκινεί ιδιαίτερα παρά το γεγονός ότι απουσιάζει από αυτό η υπόθεση, το στόρι, αφού αυτό το αποτελούν οι διάφορες στιγμές μιας ζωής που χαραμίστηκε άδικα και ο συγγραφέας το μόνο που έχει να κάνει είναι να συγκολλήσει, όσο γίνεται πιο καλά, τα κομμάτια της και να εξακολουθήσει να ζει με τις αναμνήσεις και τη νοσταλγία.

   Η Μεγάλη Εβδομάδα στην αλλοδαπή φέρνει στο νου του άλλες, παλιές Μεγάλες Εβδομάδες στην πατρίδα και κυρίως εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας έζησε τον πιο μεγάλο έρωτά του, αυτόν που δεν μπορεί να ξεχάσει ποτέ όπου κι αν βρίσκεται. Η φυσικότητα με την οποία γίνεται η ενσωμάτωση στην αφήγηση στίχων εκκλησιαστικών ποιητών και υμνογράφων από τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας δείχνει πλήρη γνώση του είδους αυτού της ποίησης και με υποψιάζει πως ο συγγραφέας ασκεί συνάμα και του λειτούργημα του ψάλτη, παράλληλα με το κύριο έργο του, όπως ακριβώς και ο Παπαδιαμάντης. Τόσο φυσικά ακούγονται όλες αυτές οι ψαλμωδίες και οι προσθήκες, τόσο αναγκαίες στην ίδια την αφήγηση ώστε να μην δημιουργούν καμία παραφωνία με τις ερωτικές στιγμές που περιγράφονται, ρεαλιστικά ή μη, στο ίδιο κείμενο.

   Ο τόνος αλλάζει κάπως στο επόμενο διήγημα, το «Φείδου Χρόνου». Η μακρόχρονη εμπειρία του συγγραφέα από τη θητεία του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τον ωθεί να μιλήσει για πολλά στραβά και ανάποδα της εκπαίδευσης και να αφηγηθεί, με το γνωστό του χιούμορ, περιστατικά καθημερινής τρέλας από τη σχολική πραγματικότητα. Ο λόγος μετατρέπεται αναγκαστικά, ευτυχώς λίγες στιγμές μόνο, σε καταγγελία, σε κήρυγμα, αλλά η πορεία του μικρού ήρωα του έργου μέσα στη ζωή ξετυλίγεται αβίαστα και ακέραια και, ασφαλώς, με μεγάλη επιτυχία.

   Ολόκληρος ο μεταπολεμικός κόσμος των παιδιών παρουσιάζεται μπροστά μας στο τελευταίο διήγημα της συλλογής μέσα από τη ματιά ενός παιδιού πάλι, του ίδιου προφανώς του συγγραφέα, καθώς, μέρα με τη μέρα, ενηλικιώνεται. Πρόκειται, ίσως, για ένα από τα καλύτερα διηγήματα αυτού του είδους που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Τους ζωηρούς διαλόγους του κειμένου τους διαδέχονται εξίσου ζωηρές, σχεδόν ποιητικές περιγραφές ενός κόσμου που έχει πάψει πια από καιρό να υπάρχει και με τον οποίο ο Δημήτρης Τσερές εξακολουθεί να συνδιαλέγεται καθημερινά, αφού αυτός είναι ο κόσμος του, πασχίζοντας να τον κρατήσει με κάθε μέσο στη ζωή.

   Ο Δημήτρης Σπ. Τσερές, εκλεκτός φιλόλογος της γενιάς μας, λάτρης της τοπικής Ιστορίας και της Λογοτεχνίας, είναι, ίσως, ένας από τους τελευταίους θιασώτες της ελληνικής ηθογραφίας. Μιας ηθογραφίας όμως με σαφές κοινωνικό και πολιτικό, με την ευρεία έννοια του όρου, πρόσωπο, που σε κάνει, με τις αναλύσεις της, να σκύψεις με σεβασμό στον μέσα σου κόσμο και να ξαναζήσεις τα παιδικά σου βιώματα, ιδιαίτερα εάν σε συνδέει η καταγωγή σου με κάποιο μικρό χωριό της επικράτειας. Τον ευχαριστούμε γιατί με αυτό του το βιβλίο μας αναγκάζει να θυμηθούμε κάτι από τα παλιά, να νιώσουμε λίγο καλύτερα μέσα στο σημερινό κόσμο της πλήρους αποξένωσης που ζούμε και που τα πράγματα έχουν γίνει κάπως διαφορετικά.

                                            

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.