Ο εκ Γιαννακοχωρίου της Νάουσας ορμώμενος ποιητής Ηλίας Τσέχος μου απέστειλε πριν από λίγες ημέρες την άρτι εκδοθείσα, δέκατη τέταρτη κατά σειράν, ποιητική του συλλογή, αν δεν κάνω λάθος στο μέτρημα, με τον κάπως περίεργο τίτλο «Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα» και τον ευχαριστώ θερμά. Λέω περίεργο τον τίτλο γιατί αποτελείται από δύο επίθετα χωρίς ένα ουσιαστικό που να το προσδιορίζουν, γιατί τα επίθετα, όπως είναι γνωστό, μόνο επιθετικοί προσδιορισμοί μπορούν να είναι εκτός και αν, με κάποιο τρόπο, έχουν ουσιαστικοποιηθεί. Γεγονός που νομίζω πως δεν συμβαίνει εδώ.
Τι είναι λοιπόν τα ηλικιωμένα ανήλικα; Παιδιά; Όχι βέβαια. Ποιήματα που δεν ενηλικιώθηκαν; Δεν νομίζω, αν και μπορείς να το δεις και έτσι, μεταφορικά βέβαια. Γι’ αυτό ακριβώς λέω, πως είναι λίγο περίεργος ο τίτλος και, ίσως, λόγου αυτού του γεγονότος και μόνο, και κάπως ασαφής. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ίσως, θα απαντούσε κάποιος χωρίς περιστροφές, γιατί τα επίθετα μπορεί να προσδιορίζουν τον ποιητή, και αυτός, με μαεστρία, έχει μετακινήσει το χαρακτηρισμό στα δημιουργήματά του. Ταυτίζεται δηλαδή μαζί τους, γιατί το έργο είναι πράγματι ο δημιουργός του. Εδώ να προσθέσω ακόμη ότι ο ποιητής οφείλει να είναι και να παραμένει πάντα ένα στοχαστικό και έντονα φορτισμένο συναισθηματικά άτομο, αρνούμενο πεισματικά και επίμονα να ενηλικιωθεί, σε αντίθεση με όσα προσπαθεί ή συνηθίζει να κάνει η πλειονότητα των συνομηλίκων του, γιατί τότε θα πάψει να είναι ποιητής και δεν θα βλέπει, με τα μάτια της ψυχής του, όπως θα έλεγε ένας παλιός, αλλά σπουδαίος ομότεχνός του, όσα οι άλλοι αδυνατούν να δουν, να αντιληφθούν, να αισθανθούν και να κατανοήσουν. Και να τα κάνει κτήμα του φυσικά. Έτσι, στα μάτια των άλλων, των συνηθισμένων ανθρώπων, ένας ποιητής θα φαντάζει, το βλέπουμε αυτό συχνά, ως ένα περίεργο και ακατανόητο πλάσμα. Το ίδιο και οι ενέργειές του ή το έργο του. Τα ηλικιωμένα ανήλικα λοιπόν ποιήματα είναι αυτά που γράφει ένας ποιητής στα χρόνια της ωριμότητάς του, που διατηρούν όμως τη δροσιά και τη φρεσκάδα της πρώτης νιότης του, γι’ αυτό και αρνούνται να ενηλικιωθούν, όπως ακριβώς και ο δημιουργός τους.. Άλλωστε, ένας ποιητής, σαν τον Ηλία Τσέχο, που έχει θητεύσει, και πάντα με επιτυχία, και σε άλλες τέχνες, όπως ο χορός, το τραγούδι και ο κινηματογράφος, θα πρέπει να κρατάει μέσα του ενεργή και δραστήρια τη νεανική του φρεσκάδα. Και αυτό το κάνει, αυτό δείχνει άλλωστε η ποίησή του, καινούρια και παλιά.
Πολλές οι εισαγωγικές γραμμές αυτού του κειμένου, αλλά οι λέξεις μου έρχονταν με τέτοιο ρυθμό που δεν μπορούσα να τον ανακόψω, μετά την ανάγνωση των ποιημάτων του Ηλία Τσέχου, από την πρώτη κιόλας στιγμή που πήρα το βιβλίο στα χέρια μου και άρχισα να το ξεφυλλίζω με την προσήκουσα προσοχή. Λέω λοιπόν πως μου ήταν παντελώς αδύνατο να διακόψω απότομα αυτή τη συνεχή ροή . Να υπενθυμίσω εδώ στους επίδοξους αναγνώστες μου πως ο ποιητής γεννήθηκε το 1952 στο Γιαννακοχώρι της Νάουσας όπου επέστρεψε και κατοικεί τα τελευταία χρόνια, μετά από αποδημία αρκετών χρόνων και παραμονή σε άλλες πόλεις, πολιτευόμενος μάλιστα από τότε στα τοπικά πολιτικά πράγματα για το καλό του τόπου του, όπως το εννοεί ο ίδιος βέβαια. Να συμπληρώσω ακόμη πως ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πάμπολλες ευρωπαϊκές και βαλκανικές γλώσσες, προσδίδοντας έτσι στην ποίησή του μία ευρύτερη σχετικά αναγνώριση. Ας δούμε τώρα, επιτέλους, τι αξίζουν αυτά τα ποιήματα και ο ίδιος ως ποιητής ή ως πολίτης, είτε με τη συμμετοχή του στις διεργασίες της τοπικής αυτοδιοίκησης είτε με τη δημοσίευση του έργου του. Κυρίως όμως το έργο του.
Τα προηγούμενα ή μέρος αυτών μπορούν να μας καταδείξουν έγκαιρα και, ίσως, έγκυρα την κατεύθυνση που πήρε η ποίησή του από τη στιγμή που ο Ηλίας Τσέχος άρχισε να καταπιάνεται με αυτήν.. Ποίηση κατεξοχήν πολιτική και λυρική είναι αυτή που αναδύεται μέσα από τους στίχους των τριάντα και ενός ποιημάτων της συλλογής, η οποία αποπνέει ανθρωπιά και πίστη στις αγωνιστικές και ανεξάντλητες δυνάμεις του ανθρώπου και στην τελική του νίκη, αν ο αγώνας είναι συνεχής και ανειρήνευτος. Η θέση του ποιητή βρίσκεται δίπλα στο φτωχό, τον αδύναμο και τον αδικημένο, στον ανήμπορο, τον καταπιεσμένο και καταδυναστευόμενο, στον αγωνιστή που επιλέγει να θυσιάσει και τη ζωή του ακόμη, το υπέρτατο αγαθό που κατέχει ή νομίζει πως κατέχει, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει στη ζωή του, μαχόμενος πάντοτε για το κοινό καλό, την ευτυχία όλων των ανθρώπων, όπου Γης. ¨Είναι φανερό πως ιδεολογικός ένας διεθνισμός χαρακτηρίζει την ποίησή του ή, καλύτερα, ένας διεθνιστικός ανθρωπισμός, που διαπνέει το σύνολο σχεδόν των ποιημάτων της συλλογής «Τα ηλικιωμένα Ανήλικα» και δίνει παράλληλα τον τόνο στο σύνολο της ποίησης που συνηθίζει να γράφει ο Ηλίας Τσέχος.
«Πώς να καθίσω να σου γράψω ένα ποίημα
Αφού εσύ το γράφεις όρθιος
Πώς να σου το αφιερώσω
Αφού θυσία μας αφιερώνεσαι
Κοριτσάρα Φωνάρα Πατρίδα
HelinBolek στοίχειωσέ μας
Συναύλιζε των κολάσεων
Συνδαύλιζε ντροπές τους
Απανταχού μικρή συναύλιζε» (Σελ. 11).
Η ποίηση του Ηλία Τσέχου αγκαλιάζει τον άνθρωπο στο σύνολό του, είναι πολέμια του φασισμού και της ανελευθερίας, με όποια μορφή κι αν παρουσιάζεται στον κόσμο, και μάλιστα μέχρι θανάτου. Πατρίδα της είναι ολόκληρη η Γη και αποτελεί συνάμα το όπλο για τη συντριβή κάθε μορφής καταπίεσης και της στυγνής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, των πολλών από τους λίγους. Μαζί με τη μνήμη βέβαια, που βρίσκεται πάντα δίπλα της, ακοίμητος φρουρός μέσα στον άνθρωπο, που την τροφοδοτεί καθημερινά και τον στηρίζει στις επιλογές του κάθε στιγμή της ώρας. Έτσι, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι εξίσου αναγκαία και σημαντική όσο και η προστασία της ίδιας της ζωής, αφού το ένα συνεπάγεται το άλλο και το ένα χωρίς το άλλο δεν μπορεί να υπάρξει. Έτσι Ιστορία, Φύση, Ελευθερία και ζωή, όλα μαζί αποτελούν ένα αξεδιάλυτο και συμπαγές σύνολο.
Οι άνθρωποι δεν στέκονται όμως πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων. Οι λογαριασμοί της ημέρας, οι υπολογισμοί, η κοπιαστική και πολλές φορές αναποτελεσματική εργασία, η συνεχιζόμενη πτώση των τιμών και η καταστροφή των παραγωγικών διαδικασιών της χώρας τους, τους έχουν μετατρέψει σε καλοκερασάκιδες (κατά το καλοπερασάκηδες), έρμαια δηλαδή και αθύρματα στα χέρια επιτήδειων και χωρίς ανθρώπινα συναισθήματα εκμεταλλευτών κι έτσι αναγκάζονται να ζουν μία ζωή συγχρονισμένη με ακρίβεια ρολογιού, σαν ρομπότ, μέτριοι και θλιβεροί στο κατάντημά τους. Η έξοδος από αυτή τη φυλακή δεν φαίνεται να βρίσκεται πουθενά στο ορατό πεδίο τους κι έτσι ο κόσμος δεν αλλάζει, η πατρίδα ερημώνει όλο και πιο πολύ και κανένας δεν αντιδρά πραγματικά. Και όλα φαίνονται εντελώς φυσικά και αναμενόμενα.
Οι πειραματισμοί, αλλά, πρωτίστως, η αγάπη ή η νοσταλγία, όπως θέλετε πέστε το, για την καταγωγή των προγόνων του, οδηγούν συχνά τον ποιητή στη σύνθεση ποιημάτων στην ποντιακή διάλεκτο με ταυτόχρονη μεταφορά τους όμως στην κοινή νεοελληνική, σε μια προσπάθεια, ίσως, να αναδείξει με ενάργεια και σαφήνεια το πρόσωπο ενός πολιτισμού που τείνει να λησμονηθεί, μαζί με τα ιερά χώματα στα οποία κατοικούσε και που τώρα τα νέμονται κάποιοι άλλοι. Το εγχείρημα δείχνει επιτυχημένο. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Ένα παράδειγμα μόνο σε μορφή γιαπωνέζικου χάϊκου:
«Ποίον φορτίον»
Εν’ ζωή βαρύτερον
Νους ή καρδίαν»
Και η ταυτόχρονη μεταφορά του στην κοινή νεοελληνική:
«Μα ποιο φορτίο
Είναι πιο βαρύ
Νους ή καρδία;» (Σελ. 27).
Το εγχείρημα, νομίζω, δείχνει επιτυχημένο και η ποίηση εξακολουθεί να βγαίνει κερδισμένη. Τα ποιήματα αυτά διαβάζονται, ακούγονται, όπως θέλετε πέστε το, ευχάριστα και στα ποντιακά και στα κοινά νεοελληνικά. Μπορεί να πει κάποιος πως, ίσως, και να περίττευε η μεταφορά τους στα καθ’ ημάς, αφού κάποιες ελάχιστες λέξεις, λησμονημένες σήμερα, δεν νομίζω πως δημιουργούν κάποιο μεγάλο πρόβλημα κατανόησης και αισθητικής απόλαυσης, αφού είναι γνωστό πως στην ποιητική λειτουργία η κατανόηση έρχεται πάντα δεύτερη και προηγείται η απόλαυση. Και εντέλει, όπως και να το κάνουμε, η γλώσσα είναι μία, παρά τις πολλές μορφές που διαθέτει, και τώρα και πριν.
Τελειώνοντας αυτή τη μικρή παρουσίαση θα ήθελα να προσθέσω πως δίπλα στην πολιτική βρίσκει κανείς δυνατό και το συναίσθημα στην ποίηση του Ηλία Τσέχου η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, παρά τη λιτότητα της γραφής και των εκφραστικών της μέσων, επιτυγχάνει ώστε ο λυρισμός που εκλύεται από αυτήν, κατά τη ροή των στίχων, να χρωματίζει, σε μεγάλο, αλήθεια, βαθμό, δίκην ποταμού, και την ποιητική εικόνα και την αίσθηση που θέλει να μας δώσει ο ποιητής. Θέλω να προσθέσω επίσης πως ο Ηλίας Τσέχος, ευρισκόμενος από καιρό στην ωριμότητα της ποιητικής του δημιουργίας κατορθώνει να μας δώσει ό,τι καλύτερο από την ποιητική του ευαισθησία, έχοντας κατακτήσει ήδη μία σημαντική θέση δίπλα στους ποιητές της γενιάς του.