You are currently viewing Ανδρέας Φουσκαρίνης: Κώστα Λογαρά: Όταν βγήκε απ’ τη σκιά. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 2021. Σελ. 258.

Ανδρέας Φουσκαρίνης: Κώστα Λογαρά: Όταν βγήκε απ’ τη σκιά. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 2021. Σελ. 258.

 Ο χρόνος ως άρωμα, η οσμή μονάδα μέτρησης του χρόνου

 

   Άκρως ενδιαφέρον και το καινούριο μυθιστόρημα, όπως και όλα τα προηγούμενα άλλωστε του ίδιου συγγραφέα, του Κώστα Λογαρά που μόλις κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία. Ευσύνοπτο, διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα, με μία ανάσα και μόνο, όχι όμως επιπόλαια, αλλά αντίθετα με την πιο μεγάλη προσοχή, όπως όλα τα σοβαρά λογοτεχνήματα άλλωστε.

   Η ευκολία της ανάγνωσης είναι στην πραγματικότητα μία παγίδα που στήνει ο συγγραφέας στον αναγνώστη με ιδιαίτερη επιτυχία για να τον αναγκάσει να σκύψει βαθύτερα στο κείμενο, να αντλήσει πράγματα που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά,, να βυθιστεί, να αισθανθεί και να στοχαστεί για την εποχή που ζούμε, για τη χώρα, για τους ανθρώπους που την κατοικούν και διαφεντεύουν τις τύχες της, για τον κόσμο που μας περιβάλλει, να εντρυφήσει ενγένει στην ανθρώπινη συμπεριφορά, τις ιδιορρυθμίες και τις αδυναμίες της. Ας το πω απ’ την αρχή, ο Κώστας είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που με συναρπάζουν, που μου τραβούν αμέσως την προσοχή και με ωθούν να τελειώσω οπωσδήποτε το γραφτό του. κάτι που δεν μου συμβαίνει πάντοτε και με όλα τα κείμενα.

   Το βιβλίο αρχίζει με μία περιγραφή κάποιων στιγμών της ζωής του κύριου ανδρικού ήρωα, έτσι για να μας μπάσει ομαλά στην υπόθεση του έργου του, για να συνεχίσει στη συνέχεια με κάτι ανάλογο και για τον κύριο γυναικείο ρόλο: «Τα μεσημέρια κοιμάται σ’ αυτήν τη γωνιά, δίπλα στο τζάκι. Χειμώνα καλοκαίρι, του αρέσει. Τον χειμώνα αναμμένο, η φωτιά τον πυρώνει, οι φλόγες χρωματίζουν τα ασπρόμαυρα όνειρά του. Τα κούτσουρα τριζοβολούν και τον αποκοιμίζουν καθισμένο στη μεγάλη πολυθρόνα. Απ’ την άνοιξη και ύστερα λειτουργεί το κλιματιστικό. Κλείνει τα μάτια και αφήνεται στο θρόισμα του μηχανήματος» (σελ. 7).

   Ύπνος, θάνατος, δίδυμα αδέλφια, κατά την αρχαία αντίληψη. Δεν ξέρω αν έχει αυτό στο νου του ο συγγραφέας, όμως ό,τι και να επιδιώκει να κάνει αυτός ο άνθρωπος, τον οδηγεί, αργά ή γρήγορα, στον θάνατο και την αποτυχία. Κάτι που δεν συμβαίνει φυσικά με τη γυναίκα. Το αντίθετο, θα έλεγα. Ο ήρωας είναι ο αρχιτέκτονας-μηχανικός Ερρίκος Μαλτέζος, ένα άτομο αρκετά ξιπασμένο που ζει, φαινομενικά, μια ήσυχη ζωή ανοίγοντας δρόμους στην επαρχία, ενώ παράλληλα φιλοδοξεί να γίνει ένας σπουδαίος και διάσημος συγγραφέας και αργότερα ισχυρός πολιτικός. Θα τα καταφέρει όμως; Δυστυχώς, θα φτάσει μέχρι την πηγή αλλά δεν θα μπορέσει ή  δεν θα προλάβει να πιεί νερό. Οι αδυναμίες του χαρακτήρα του θα τον προδώσουν πανηγυρικά. Ο νους του θα ψηλώσει τόσο που δεν θα δεί τις παγίδες που στήνονται μπροστά του και θα πέσει μέσα στους λάκκους που έσκαβε ο ίδιος για τους αντιπάλους του και θα συντριβεί, χάνοντας στο τέλος τα πάντα, ακόμη και τη ζωή του την ίδια, την αξιοπρέπειά του, την οικογένειά του.

   Εδώ τον λόγο τον έχει η πρώτη αφηγήτρια, η ώριμη γυναίκα που ζει μαζί του, η γυναίκα του, που παρατηρεί κάθε του κίνηση συνεχώς και αδιαλείπτως από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους, για να την περιγράψει στη συνέχεια και να μας αφηγηθεί τα γεγονότα με τον τρόπο που ένας άνθρωπος που ζει απλά, κοντά στη φύση, μπορεί να το κάνει. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο κύριος αφηγητής, ο συγγραφέας, γιατί πρέπει να μάθουμε κάτι και για τη γυναίκα που είναι «ώριμη, γύρω στα πενήντα της» και «μετράει τα χρόνια με τις μυρωδιές, τις εποχές με τα αρώματα» (σελ. 9). Κάθε εποχή και το άρωμα που την χαρακτηρίζει.

   Η ατομική ιστορία, η κοινή πορεία στη ζωή αργότερα των δύο αυτών ανθρώπων που ξετυλίγεται μέσα από την αφήγηση πότε του ενός και πότε της άλλης, αλλά κυρίως του ίδιου του συγγραφέα που αποτελεί, από ένα σημείο και μετά, τον κύριο αφηγητή του έργου που έχει και την τελευταία λέξη σε όλα. Ο λόγος του Κώστα Λογαρά κυλάει ομαλά και αβίαστα, όπως το νερό ενός κατηφορικού ποταμού στην πεδιάδα, και μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια, εσωτερικά και εξωτερικά, τη ζωή των δύο ανθρώπων γύρω από τα οποία περιστρέφεται το μυθιστόρημα. Με λόγια απλά και κάποτε λυρικά. Η μαθητεία του δίπλα σε παλαιότερους σπουδαίους πεζογράφους, όπως π.χ. ο Γιώργος Ιωάννου, έχει κάνει το θαύμα της και, ειρήσθω εν παρόδω, βρίσκεται ήδη από καιρό σε πλήρη ωριμότητα, όχι μόνο ηλικίας, αλλά, πρωτίστως, έργου και αυτό φαίνεται σε κάθε φράση του κειμένου.

   Ας επιστρέψουμε και πάλι για λίγο στα πρόσωπα του μυθιστορήματος και ιδιαίτερα σε εκείνο της γυναίκας με το ασυνήθιστο όνομα, ή, καλύτερα, με τις πολλές παραλλαγές του ίδιου ονόματος, που αποτελεί και το κύριο πρόσωπο του έργου, κατά τη γνώμη μου. Μέσω αυτής, αλλά κυρίως, μέσα από την εξιστόρηση των πράξεών της, μέσα από την έκθεση των σκέψεών της ή την περιγραφή των συναισθημάτων της, εμφανίζεται και το, κατά τα άλλα, κυριαρχικό πρόσωπο του άνδρα της. Η αλαζονεία του, που πηγάζει από την υποτιθέμενη κοινωνική του θέση και τη γνώση της επιστήμης που υπηρετεί συγκρούεται στο τέλος, μετά από πολλές και ανεπιτυχείς προσπάθειες αλληλοκατανόησης, με την ευαισθησία και τον φυσικό, τον γήινο τρόπο σύμφωνα με τον οποίο ζει η γυναίκα, με την απόλυτη ελευθερία που βιώνει αυτή, στα όρια σχεδόν της αναρχίας και της ανυπακοής, και λόγω της κοινωνικής της θέσης. Η ηρωίδα, γήινη εντελώς και πλήρως συναισθηματική, βαδίζει πάντα στη ζωή της υπακούοντας μόνο στις επιταγές του εσωτερικού της κόσμου, ακόμα και όταν αυτές έρχονται σε αντίθεση με τον περίγυρό της, όπως έχει διαμορφωθεί μετά το γάμο της με τον ήρωα του έργου. Αυτή η  σύγκρουση της γυναίκας με τον άνδρα, αλλά και με όλους σχεδόν τους ανθρώπους που την περιβάλλουν και την καταπιέζουν στην καθημερινότητα της ζωής της, την οικογένεια του άνδρα ή τη δική της, δεν είναι πάντοτε εκρηκτική, δεν φτάνει ποτέ στα άκρα, αυτή η εντύπωση μου δίνεται, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της έγγαμης ζωής τους, αλλά κινείται διακριτικά, στην αρχή βέβαια, μέσα στα διακριτά όρια μίας αναμενόμενης κόσμιας ψυχρότητας. Δύο κόσμοι αντίθετοι βρίσκονται αντιμέτωποι εδώ, δύο οικογένειες μη συμβατές μεταξύ τους, δύο τόποι αντίθετοι, βορράς νότος, χωριό πόλη, αστική φυσική ζωή. Όλοι συγκρούονται και συναιρούνται, συγχωνεύονται στην αρχή, στην καινούρια οικογένεια που δημιουργείται και στην οποία η γυναίκα νιώθει όπως το ψάρι στη στεριά, ασφυκτιά και πνίγεται και, στο τέλος, εγκαταλείπει για να ζήσει μόνη της, ελεύθερη και ανεξάρτητη μέσα στη φύση και στον κόσμο που η ίδια γνωρίζει πραγματικά και σε βάθος από τη στιγμή της γέννησής της.

   Η σύγκρουση αυτή έχει εντέλει νικητή; Ποιος ξέρει; Ποιος πόλεμος, άραγε, είχε ποτέ πραγματικό νικητή; Εξάλλου ποιον ενδιαφέρει πραγματικά κάτι τέτοιο. Πάντως αν θέλαμε σώνει και καλά να αναγνωρίσουμε έναν νικητή, αυτός δεν μπορεί να ήταν άλλος από τη γυναίκα, που φτάνει μέχρι το τέλος του βιβλίου, νικήτρια της ζωής, ενώ ο άνδρας έχει χαθεί στο μεταξύ, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αρκετά πριν από το τέλος του μυθιστορήματος.

   Μία ακόμη παρατήρηση, διαπίστωση για την ακρίβεια: η γυναίκα, ως απόλυτα φυσικό ον, έχει μάθει να αναγνωρίζει τις εποχές, τις δεκαετίες, και να μετράει τον χρόνο με τις μυρωδιές των αρωμάτων που επικρατούν σε κάθε χρονική στιγμή και τις οσμές που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη της. Ένα σπουδαίο συγγραφικό εύρημα του Λογαρά, ένα χαρακτηριστικό που είναι ταυτόχρονα κοινό και στους δύο κόσμους που αντιπαραβάλλουν μαχητικά τη δύναμή τους και συγκρούονται ανελέητα, στον αστικό του άνδρα και τον φυσικό, τον γήινο της γυναίκας.

   Και στο βάθος της αφήγησης η ελληνική μεταπολεμική ιστορία, με τις ιδιορρυθμίες και τις αντιφάσεις της, τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές, τη ζωή στη μικρή ή τη μεγάλη πόλη και το χωριό που μέρα με τη μέρα οδηγείται, με μαθηματική νομοτέλεια, στην ερήμωση και τον αφανισμό, ιδιαίτερα εκείνο των ορεινών περιοχών της χώρας. Ένας καθρέφτης είναι το μυθιστόρημα, ένας πίνακας που απεικονίζει με ακρίβεια, σαφήνεια και καθαρότητα ό,τι συνέλαβε η ματιά του συγγραφέα, ο οποίος μας αναγκάζει, με τη συγγραφική του επάρκεια, να το βλέπουμε να ξετυλίγεται ατόφιο μπροστά στα έκπληκτα και ενίοτε αμήχανα μάτια μας.

   Το μυθιστόρημα του Κώστα Λογαρά «Όταν βγήκε απ’ τη σκιά», η γυναίκα προφανώς του άνδρα, είναι ένα έργο που αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί, όπως όλα τα έργα της καλής λογοτεχνίας άλλωστε. Γι’ αυτό και το συνιστώ ανεπιφύλακτα στους αναγνώστες που θα νιώσουν την ανάγκη να σκύψουν και να το μελετήσουν, ο καθένας κατά την ικανότητα που τον διακρίνει.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.