Το ανά χείρας βιβλίο περιλαμβάνει, κατά κύριο λόγο, αυτό που λέει ακριβώς ο υπότιτλός του, διάφορες ιστορίες δηλαδή από πρώτο ή από δεύτερο χέρι, διηγήσεις και διηγήματα που διαδραματίζονται στον Κάμπο της Κορινθίας, τόπο καταγωγής της συγγραφέως, αν δεν κάνω λάθος φυσικά. Ιστορίες που διαδραματίζονται στον εικοστό κυρίως αιώνα, στα δύσκολα και σκληρά χρόνια του πρώτου μισού αυτού του αιώνα, ή και λίγο αργότερα, αλλά, σπανιότερα, και στον δέκατο ένατο, άλλοτε στο τρίτο ρηματικό πρόσωπο, σε μία προσπάθεια αντικειμενικοποίησης του συναισθήματος που εκλύεται και άλλοτε σε πρώτο, όταν η συγγραφέας θέλει να αφήσει τον αφηγητή της να μας διηγηθεί ο ίδιος τα γεγονότα που τον αφορούν προσωπικά, σαν ένα βίωμα που είναι ξένο προς την ίδια.
Είναι φανερό πως το βιβλίο στηρίζεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος του τουλάχιστον, σε πραγματικά γεγονότα που τα αφηγήθηκαν στη συγγραφέα είτε αυτοί που τα έζησαν στο παρελθόν είτε κάποιοι άλλοι που τα είδαν με τα ίδια τους τα μάτια ή τα άκουσαν με τα αυτιά τους από κάποιους τρίτους που ήταν αυτόπτες. Κάποιες φορές είδε ή άκουσε και η ίδια η συγγραφέας τα γενόμενα και, χρησιμοποιώντας τεχνικές της εθνογραφίας και της λαογραφίας ή των κοινωνικών επιστημών, όπως η συνέντευξη, αφήνει άλλους να αφηγηθούν τα γεγονότα, προσωπικές στιγμές του παρελθόντος των ανθρώπων του Κάμπου και η ίδια παρεμβαίνει τόσο όσο χρειάζεται για να γίνει απόλυτα δικό της το κείμενο. Έτσι η συγγραφέας μας, σαν ικανή αφηγήτρια που είναι η ίδια , κατορθώνει να μετατρέψει όλες αυτές τις απλές ιστορίες, που, φαινομενικά, δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλο εκτός από εκείνους που τις έζησαν, σε διηγήσεις, τα μικρότερα σε έκταση, και σε διηγήματα τα μεγαλύτερα έτσι ώστε οι φαινομενικά προσωπικές ή ατομικές ιστορίες ενός μικρού πληθυσμιακού συνόλου, του χωριού της καταγωγής της, να προκαλούν το ζωηρό ενδιαφέρον του αναγνώστη που δεν έχει καμία προσωπική σχέση με ό,τι περιγράφεται ή εξιστορείται σε αυτά τα κείμενα. Η Τέτη Παγκάλου καταφέρνει να κρατήσει ζωντανό, με την αφηγηματική της ικανότητα, με χιούμορ και με αγάπη, τον κόσμο του χωριού της στα χρόνια που αναφέραμε λίγο πιο πάνω, τον κόσμο της ελληνικής επαρχίας εν γένει των δύο προηγούμενων αιώνων, χρησιμοποιώντας με επιτυχία ακόμη και το γλωσσικό του ιδίωμα, όπου είναι αναγκαίο, για να γίνει περισσότερο πειστική κάθε της αφήγηση. Η αγάπη της για τον τόπο της, για τους ανθρώπους που τον κατοικούν, τους συγγενείς, τους γνωστούς και τους φίλους, της δίνουν τη δυνατότητα να μας παρουσιάσει τελικά έναν κόσμο ζωντανό, που, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, έστω και σε κάποια παρακμή λόγω των πληθυσμιακών μετακινήσεων του προηγούμενου αιώνα, έναν κόσμο με τις δικές του χαρές ή λύπες, με τα δικά του ελαττώματα ή προτερήματα και αρετές, με τις αδυναμίες ή τα πάθη του, έναν κόσμο εντέλει αληθινό που σε όλους μας θυμίζει, έστω και αμυδρά, τον δικό μας κόσμο, αν βέβαια έχουμε ζήσει για κάμποσο χρόνο σε κάποια επαρχία. Η συγγραφέας, αδέκαστος και ακούραστος παρατηρητής και αφηγητής, βλέπει και ακούει κάθε μήνυμα που έρχεται από εκεί και μας παρουσιάζει με επιτυχία κάθε τι που υποπίπτει, άμεσα ή έμμεσα, στην αντίληψή της.
Τα κείμενα δεν είναι βέβαια μόνον ηθογραφικά, όπως θα τα ήθελαν κάποιοι, (αν και θα ήθελα να αποφύγω εντελώς τον όρο που είναι τόσο παρεξηγημένος στην Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας), ο ρεαλισμός τους είναι αρκετά εμφανής, παρά τα προσωπικά στοιχεία που υπεισέρχονται στην αφήγηση, η κοινωνική και πολιτική ματιά της συγγραφέως, η πληθώρα των γεγονότων που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθώς και των συναισθημάτων που κατακλύζουν την ψυχή των ηρώων των διηγημάτων και των διηγήσεων, εμπλουτίζουν το είδος αυτό και το μεταφέρουν στα καθ’ ημάς. Την ευχαριστούμε θερμά γιατί δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε έναν κόσμο που δεν πρέπει να ξεχάσουμε, γιατί τότε θα είναι σαν να ξεχνάμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Πολλά από τα κείμενα, ιδιαίτερα εκείνα που διαδραματίζονται στα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, είναι, ή φαίνεται πως είναι, μαρτυρίες σε πρώτο πρόσωπο που αφηγήθηκαν άνθρωποι που έζησαν εκείνα τα χρόνια και εβίωσαν εκείνα τα γεγονότα και η συγγραφέας δείχνει πως μας τα παρουσιάζει έτσι όπως της τα αφηγήθηκαν, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία πέρα από τις απαραίτητες συγγραφικές παρεμβάσεις. Τα μικρά σε έκταση, νανοδιηγήματα στην πραγματικότητα, είναι, τα περισσότερα τουλάχιστον, λαμπρά αφηγηματικά επιτεύγματα που, με ελάχιστες φράσεις, κατορθώνουν να μας αφηγηθούν πολλά και να στήσουν με επιτυχία μπροστά στα μάτια μας έναν κόσμο που νομίζαμε πως είχε πάψει από καιρό να υφίσταται. Οι διηγήσεις όμως αυτές μας διαψεύδουν με τον καλύτερο τρόπο. Ο ρεαλισμός, ίσως επειδή αναφέρονται και εξιστορούν πραγματικά γεγονότα, είναι ο τρόπος που τους ταιριάζει, γιατί έτσι γίνονται τα γεγονότα και τα πρόσωπα περισσότερο αληθοφανή, που είναι και το ζητούμενο της καλής πεζογραφίας. Ακόμα και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία έχει κάποιος κάποιους ενδοιασμούς ή αμφιβολίες για την αλήθεια των πραγμάτων που περιγράφονται ή των γεγονότων που εξιστορούνται, όμως αδυνατεί, κατά τη γνώμη μου, να βρει τρόπο ή επιχειρήματα και να διαψεύσει την αφήγηση που, είτε αληθινή είτε όχι, είναι πάντοτε αληθοφανής και ενδιαφέρουσα και η λογοτεχνία γίνεται στο τέλος πραγματικός βοηθός της Ιστορίας.
Και μία τελευταία παρατήρηση: παρόλο που συμπλέκονται οι εποχές από διήγημα σε διήγημα και από διήγηση σε διήγηση, η ενότητα του έργου παραμένει ισχυρή. Όπως ακριβώς σε έναν πίνακα ρεαλιστικής ζωγραφικής μπροστά τοποθετούνται τα πρόσωπα και ο κόσμος τους, εν προκειμένω πληθώρα απλών, καθημερινών ανθρώπων με τα προβλήματα που τους βασανίζουν, τα μίση τους, τις κακίες και τις αγάπες τους, τα πάθη τους, και στο βάθος βρίσκεται η Ιστορία και η ελληνική επαρχία του 19ου και του 20ου αιώνα, κάτι τέτοιο συμβαίνει και εδώ, όπως ακριβώς και στα προηγούμενα βιβλία της Τέτης Παγκάλου. Ένα ακόμη βιβλίο, λοιπόν, της ικανής πεζογράφου που αξίζει τον κόπο που θα καταβάλλει ώστε να το διαβάσει κάποιος με ευχαρίστηση και ενδιαφέρον.