Ο εκ Λεχαινών ποιητής Χρήστος Ντάντος δεν παραλείπει ποτέ να μας υπενθυμίζει, με το έργο του ή και με σημείωμα στο εξώφυλλο των βιβλίων του την ιδιότητά του ως εσωτερικού μετανάστη στην πρωτεύουσα της χώρας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, όταν ήταν ακόμη μαθητής γυμνασίου. Μία ιδιότητα που διατείνεται πως τον ακολουθεί μέχρι σήμερα, όπως τον Οδυσσέα η Ιθάκη, και που εκφράζεται πάντα μέσω της βαθιάς νοσταλγίας που νιώθει για το γενέθλιο τόπο, σε κάθε ευκαιρία που του παρουσιάζεται, για αυτό και ως ποιητής εξακολουθεί να μας εκπλήσσει πάντα ευχάριστα, αφού το πρόσωπο μόνο, η μορφή δηλαδή φαίνεται ότι αλλάζει σε κάθε καινούρια ποιητική του συλλογή, αλλά, ό,τι και να γίνει, η νοσταλγία και ο τόπος βρίσκονται πάντα εκεί.
Ο τίτλος του βιβλίου παίζει, εκ πρώτης όψεως, με τη λέξη «άνθρωπος», από την οποία αποσπά το «αν», αυτά τα δύο γράμματα που αποτελούν συνάμα και τον γνωστό υποθετικό σύνδεσμο «αν». Εδώ ένας παλαιότερος σχολιαστής, άξιος του ονόματός του, επίμονος και σχολαστικός, θα αναρωτιόταν: «και τώρα τι θέλει να μας πει ο ποιητής» και θα έψαχνε αμέσως να βρει, μόνος ή και με τη βοήθεια άλλων, την απάντηση στο ερώτημά του που, σίγουρα, δεν θα ήταν μία. Και βέβαια δεν θα μιλούσε μόνο για την υποθετικότητα των ανθρώπινων πράξεων, λόγων, σκέψεων, επιθυμιών, αλλά και για αυτή την ίδια την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανθρώπινης ζωής την οποία επιστέφει το «αν». Όπως και την κοινωνία άλλωστε. Θα μπορούσε επίσης να μας πει πως τα πράγματα, τα λόγια, οι πράξεις, το νόημά τους, μπορεί να είναι έτσι και (ή) αλλιώς και πως ποτέ δεν έχουν μία πλευρά μονάχα αλλά περισσότερες, όπως και οι άνθρωποι άλλωστε ως φυσικά, κοινωνικά και πολιτικά όντα.
Ο ποιητής εξετάζει καθημερινά, ως κοινωνικό, ευαίσθητο και σκεπτόμενο ον, τον άνθρωπο, που ζει και περιφέρεται, τις περισσότερες φορές, χωρίς προορισμό, χωρίς σκοπό, εική και ως έτυχε, ένα άθυρμα μονάχα, πραγματικό παίγνιο της μοίρας του, που όμως αναζητάει από μόνος του το νόημά του, μα δεν το βρίσκει ποτέ, γιατί, ίσως, δεν ξέρει πού να ψάξει ακριβώς αλλά ίσως και να μην υπάρχει, η μνήμη του πασχίζει μάταια και, πιθανόν, απεγνωσμένα να ανασύρει από τα βάθη της ύπαρξης και ενίοτε της Ιστορίας ή της κοινωνίας ό,τι μπορεί να τον παρηγορήσει ή να τον οδηγήσει σε νέα πιθανά αδιέξοδα. Και εδώ τον πρώτο λόγο, όπως είναι φυσικό, πρέπει να τον έχει η ποίηση και ο ποιητής:
«Έλα μωρή εσύ ξεφτιλισμένη του ενθύμηση
και τύλιξέ τον ως φρεσκοπλυμένο πουκάμισο Δηιάνειρας
απότιστο απ’ της εκδίκησης το πικρόχολο αίμα» (σελ. 13).
Η διάψευση κάθε προσδοκίας είναι καταλυτική, το ανθρωπάκι που βρίσκεται πάντοτε μέσα στον καθένα μας εξοβελίζει και εξορίζει τον άνθρωπο από μπροστά μας, όπως ακριβώς ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή, μόνο που δεν χρειάζεται να ξεκινήσουμε τα μεγάλα ανδραγαθήματα, όπως εκείνος,, αφού οι δρόμοι της αρετής ή της κακίας που ξετυλίγονται αμέσως μπροστά στα μάτια μας ακυρώνονται την ίδια κιόλας στιγμή, μια και είναι γεμάτοι από φανταστικούς εχθρούς και πλάσματα της φαντασίας μας.
Ποίηση σε δεύτερο πρόσωπο εκ πρώτης όψεως, στην πραγματικότητα όμως αυτοαναφορική, αφού ο άλλος προς τον οποίο απευθύνεται ο ποιητής μπορεί να είναι την ίδια στιγμή ο ίδιος του ο εαυτός, ο πληγωμένος εσωτερικός του κόσμος. Είναι ηλίου φαεινότερον πως ο ποιητής συνομιλεί συνεχώς με τον εαυτό του πασχίζοντας να τον γνωρίσει σε βάθος, όσο του είναι δυνατόν. Μέγιστο επίτευγμα, βέβαια, αν επιτευχθεί. Γι’ αυτό και η ποίηση του Χρήστου Ντάντου είναι ιδιαίτερα φιλοσοφημένη, ακροβατεί ανάμεσα στον λυρισμό και την περίσκεψη, όπως το απαιτούν η μονοτονία της ζωής και τα άλλα της προβλήματα, η αισιοδοξία για το αύριο που σύντομα αναιρείται και η έκπληξη που πάντα περιμένει κανείς μα που όμως δεν έρχεται ποτέ:
«Κινδυνεύεις να έρθει μια νύχτα –μια πρώτη νύχτα
όπου η απόλυτη γνώση της επομένης
δεν θα σου δίνει την προσδοκία μιας έκπληξης
έστω μιας τοσοδούλας ανώδυνης έκπληξης
ώστε να κινητοποιήσει η ζωή τους μηχανισμούς της» (σελ. 17).
Μία ποίηση θυμόσοφη, λοιπόν, γνωμική, γεμάτη συμβουλές για την επιτυχημένη, κατά το δυνατόν, αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής και του ανθρώπου. Ο ποιητής είναι ένας ώριμος άνδρας, φορτωμένος με γνώση και εμπειρία και δεν του είναι εύκολο να μιλήσει ή να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Έτσι, με ακυρωμένη τη ζωή του, με τσακισμένα τα όνειρά του, με αμβλυμμένες τις επιθυμίες του, ο ποιητής εξακολουθεί να έχει ακόμη την ευχέρεια ή τη διάθεση να γίνεται θυμόσοφος, να φιλοσοφεί, να συμβουλεύει και να ψυχολογεί τον εαυτό του και τους άλλους και αυτό να το εκφράζει με λέξεις βαριές, σαν πέτρες ασήκωτες των ψηλωμάτων της πατρίδας του που πάντα νοσταλγεί και συνεχώς επιστρέφει για να αντλήσει δυνάμεις και ζωή.
Ποίηση πολιτική, με την ευρύτερη έννοια του όρου, στοχαστική, λυρική, κριτική και, σε σύγκριση με προηγούμενες ποιητικές του συλλογές, περισσότερο αντικειμενική, με την έννοια ότι χρησιμοποιείται κατά κόρον το τρίτο ενικό πρόσωπο των ρημάτων για να περιγραφούν, ίσως, από κάποια σχετική απόσταση τα πράγματα, τα πρόσωπα, οι καταστάσεις, τα συναισθήματα, για να αφηγηθεί ο ποιητής, όπου του είναι δυνατόν και αναγκαίο, τις ιστορίες που τον συγκινούν ή τον συγκίνησαν στο παρελθόν. Εδώ να συμπληρώσω πως όταν ο ποιητής βρεθεί σε κάποιο αδιέξοδο, φαινομενικά τουλάχιστον, ή το συναίσθημα περισσεύει, τότε επιστρατεύει αυτομάτως και τα δύο άλλα πρόσωπα, κατά προτίμηση το δεύτερο. Ας δούμε λίγους στίχους από το ποίημα που έχει αφιερώσει στην αφεντιά μου:
«Ας δούμε λοιπόν
(με τούτο το θορυβώδες φτύσιμο τ’ ουρανού)
πεθαίνει κι αυτό το καλοκαίρι
που μας έταξε χίλια και μας έδωσε ψίχουλα
που δεν μας περιέλαβε καν στους εκλεκτούς
-φωτογευμάτων πλούσιων- καλεσμένους του
σε ανάκλιντρα παραλιών ξαπλωμένοι, γυμνόψυχοι
από κλεισούρες κι εμείς λίγο να ξεθολώσουμε» (σελ. 101).
Διακρίνω μία απογοήτευση, μία στοχαστική εγκαρτέρηση, μία διάθεση ότι τα χάσαμε όλα ή, τουλάχιστον, τα περισσότερα, με μία σύνταξη που έχει γίνει ήδη από προηγούμενες συλλογές του αρκετά πολύπλοκη. Πάντως, μπορώ να πω πως, ζώντας κανείς στα χρόνια της παρατεταμένης και πολύμορφης κρίσης που εξακολουθεί να μας ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα, τα ερωτήματα του ποιητή δεν θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά:
«Και πώς με άδεια χέρια πλέον πίσω
με κατεβασμένο το κεφάλι θα γυρίσουμε
να διαχειριστούμε φθινόπωρα…» (σελ 101).
Και ρωτάω κι εγώ, με τη σειρά μου, «πώς», με ποιον μαγικό τρόπο θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε, άραγε, τις ήττες μας, μικρές ή μεγάλες, όσες μας έλαχαν στα χρόνια που ζούμε; Η γενιά του 1970, στην οποία ανήκει ηλικιακά και ο Χρήστος Ντάντος, οδηγείται από άλλους δρόμους και άλλα ερεθίσματα στην προσέγγιση της μεγάλης γενιάς της ήττας, όπως ονομάστηκε κάποτε η Πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Να προσθέσω μόνο κλείνοντας πως κάποια ποιήματα της συλλογής πεζόμορφα δεν χάνουν ούτε αυτά τον λυρισμό τους εξαιτίας αυτού του λόγου αφού και τα υπόλοιπα που είναι σε στίχους εμπεριέχουν στην πραγματικότητα αρκετή πεζολογία. Η τεχνική τους διαφέρει και τίποτε άλλο.
Ο Χρήστος Ντάντος, εξελισσόμενος συνεχώς από συλλογή σε συλλογή αναδεικνύεται στο τέλος σε έναν αξιόλογο ποιητή που έχει βρει τη θέση του πια στο ποιητικό στερέωμα της χώρας. Αξίζει ο κόπος που θα καταβάλλει κάποιος προκειμένου να διαβάσει τα ποιήματά του. Είναι σίγουρο πως δεν θα πάει χαμένος.