Η καλή μου φίλη και εκλεκτή φιλόλογος, Αντωνία Μπούρα, μου έστειλε πριν από λίγο καιρό το ως άνω βιβλίο και μου εξέφρασε την επιθυμία της να το μελετήσω και να γράψω, αν μου προξενήσει το ενδιαφέρον, δύο λόγια για αυτό. Ομολογώ πως δεν γνώριζα παρά ελάχιστα, μέχρι τότε, το έργο της ποιήτριας, η ανάγνωση των ποιημάτων όμως που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο με εξέπληξε θετικά και αυτήν ακριβώς την έκπληξή που ένιωσα θα προσπαθήσω να σας εκφράσω στη συνέχεια, γιατί έχω μπροστά μου, πράγματι, μία ποίηση που πρέπει να διαβαστεί με προσοχή και από την οποία μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει κάποιος.
Ο τίτλος «Πορείες Κατάδυσης», αν και ελαφρά αντιφατικός, καθ’ ότι άλλο η πορεία σε ένα επίπεδο στερεό, κατά κύριο λόγο, και άλλο η κατάδυση σε αυτό ή σε κάποιο άλλο, υγρό πάντα, δεν γίνεται να συσχετιστούν άμεσα στη γλώσσα αυτά τα δύο, στην ποίηση όμως γίνονται τα πάντα, αφού σε αυτήν δεν υπάρχουν όρια και περιορισμοί, όπως στον πεζό ή τον επικοινωνιακό λόγο. Η ποιήτρια καταφέρνει να τα συσχετίσει αυτά τα δύο με επιτυχία, και να μας δηλώσει έτσι από την αρχή κιόλας αυτό που προτίθεται να μας δώσει με το σύνολο των ποιημάτων που περιλαμβάνονται στο τελευταίο της αυτό βιβλίο, που αποτελεί μία ενότητα με τρεις υποενότητες. Η προσπάθεια που καταβάλλει αποτελεί μία πράξη ποιητικής αυτογνωσίας και κατάδυσης στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, του όποιου ανθρώπου, προφανώς και του ποιητικού υποκειμένου. Αυτό το επιτυγχάνει με απλά μέσα, κατά τη γνώμη μου, με τη λιτότητα των εκφραστικών της μέσων και με έντονη λυρική και στοχαστική διάθεση. Η κατάδυση είναι πολλαπλή, πρώτα στο υγρό στοιχείο, το νερό που, κατά τον Θαλή τον Μιλήσιο, αποτελεί την απαρχή των πάντων, ύστερα στο μέσα μας κόσμο και τέλος, στο επέκεινα, σε μία προσπάθεια να δοθεί, μέσω αυτής της τελευταίας, και μία νότα ελπίδας και αισιοδοξίας στα ποιήματα. Η ποίηση αναγκάζει τον άνθρωπο να αναδιπλωθεί κι έτσι να θυμηθεί και, μέσα από αυτή τη διαδικασία, να μάθει σιγά-σιγά τα πάντα, σύμφωνα άλλωστε και με την πλατωνική αντίληψη για τη γνώση (και όχι για την ποίηση) και, επικοινωνώντας συνεχώς ο ίδιος άμεσα με τον κόσμο που μας περιβάλλει, σταματώντας συχνά, για βαθειά μελέτη των φαινομένων που αναγνωρίζει, συνεχίζει ύστερα για αλλού, για τον τελικό προορισμό του, μέχρι να συμπεριλάβει στη σκέψη του ό,τι έχει αποφασίσει από την αρχή ότι του ανήκει, ότι του είναι χρήσιμο και αναγκαίο για την επιβίωσή του.
Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλία της Χρύσας Ευστ. Αλεξοπούλου είναι γραμμένα όλα σε δεύτερο πρόσωπο, σαν να απευθύνονται στον άλλον ή τον εαυτό, σαν να βρίσκεται η ίδια μπροστά σε έναν καθρέφτη και δοκιμάζει το ρόλο της, μιλάει χωρίς να απαντάει, για μία πιο άμεση και στενή επαφή και επικοινωνία με τον αναγνώστη τους, με τον οποίο συνομιλούν με ίσους όρους και τον αντιμετωπίζουν σαν τον αγαπημένο άλλο που πρέπει να ενωθούν ξανά μαζί του και να γίνουν κοινό πλέον βίωμα. Ποίηση λιτή, σχεδόν καθημερινή, κάποτε ονειρική, το ίδιο και η γλώσσα και ο στίχος ρυθμικός, ρέει αβίαστα και άλλοτε ολοκληρώνεται με την τελευταία του λέξη κι άλλοτε τον ολοκληρώνει ο διασκελισμός, χωρίς να δημιουργείται όμως με αυτό τον τρόπο κάποιο αισθητικό πρόβλημα. Όλα βαίνουν καλώς και η γλώσσα είναι, σε γενικές γραμμές, αυτή που χρησιμοποιεί σήμερα ο καλλιεργημένος και ευαίσθητος φιλόλογος.
«Ένδον σκάπτε», έλεγαν οι Στωικοί, δια στόματος Μάρκου Αυρηλίου, αν δεν με απατά η μνήμη μου, σε δεύτερο ενικό πρόσωπο και αυτοί, όπως ακριβώς και η ποιήτρια, για να κατανοήσει και να βιώσει τον λόγο πρωτίστως το ίδιο το υποκείμενο που μιλάει κι ύστερα όλοι οι άλλοι. Σκάβε, μας λέει και η Χρύσα Αλεξοπούλου, και μέσα και έξω και παντού, γιατί μόνο έτσι θα βρεις και θα γνωρίσεις τον εαυτό σου, τον τόπο σου, την ιστορία σου, τον μετά θάνατον προορισμό σου και ό,τι άλλο ομορφαίνει τη ζωή σου, είτε αυτό είναι μέρος της πραγματικότητας είτε μία αληθοφανής ψευδαίσθηση. Τα όσα έχεις μάθει μέχρι τώρα ξέχασέ τα για να τα ξαναθυμηθείς με την κατάδυση και να μάθεις στο τέλος καλά το μάθημά σου, να πάθεις και να μάθεις, γιατί
«Εδώ μιλάει της σιωπής το κάλλος με εικόνες.
Διαθλασμένο φως σε υπερκόσμια χρωμάτων
αρμονία στέφει τα γύρω σου που μέχρι
τώρα δεν ήξερες και δεν σε ήξεραν» (σελ. 14).
Και λίγο πιο μετά, στη σελίδα 23:
«Πώς αντέχεις με τις ανάγκες σου ακυρωμένες
κι αγνοημένες τις επιθυμίες σου για κείνη τη γεύση
του κόκκινου κρασιού και του ζεστού ψωμιού τη μυρωδιά;»
Αλήθεια, πώς αντέχει κανείς όταν έχει χάσει τα πάντα, τη γήινη υπόστασή του, όταν όλα γύρω του ανατρέπονται, σαν χάρτινος πύργος, όταν όλα, όσα έχει επιθυμήσει, όσα έχει λαχταρήσει, δεν υπάρχουν πια και δεν μπορούν να γίνουν πια δικά του στον αιώνα τον άπαντα, και η ζωή του αποδεικνύεται ένα τεράστιο λάθος; Και τέλος, πώς αντέχει κανείς όταν, ενώ επιθυμεί το πέταγμα στα ψηλά, τα πόδια του τον κρατούν καρφωμένο στο χώμα; Τότε του μένει μόνο η κατάδυση.
Η κατάδυση στο μέσα κόσμο του ανθρώπου γίνεται συνήθως τη νύχτα, όταν τα πάντα ησυχάζουν κι ο άνθρωπος, μόνος, κατάμονος με τον εαυτό του, έχει την πολυτέλεια να βυθιστεί, να δει μέσα του και να μάθει, να σκεφτεί, χωρίς τις ενοχλήσεις και τις ανάγκες του περίγυρου. Η ευτυχία ένα άπιαστο όνειρο, ενίοτε απατηλό, η δυστυχία μία κατάσταση ουδέτερη με τη σφραγίδα της μονιμότητας στην πλάτη.
«Τώρα βλέπεις πως τα ανούσια έδειχναν σπουδαία και
κέρδιζαν ψυχές, βάρη ήταν παράξενα, προβλέψιμες
γραμμές χωρίς την ευθεία της αγάπης. Τώρα ξέρεις
την αγάπη τη φτιάχνεις εσύ, δεν στην παραχωρούν.
Άλλοι σου δίνουν το πρόσωπο, μπορεί αυτό που
λένε μοίρα, αλλά την αγάπη την κατασκευάζεις εσύ,
δική σου είναι» (σελ. 31).
Μία γεύση Σεφέρη, ίσως, αλλά χωρίς τη γκρίνια εκείνου.
Αυτή η κατάδυση νομίζω πως είναι κάτι σαν το ατελείωτο ταξίδι του Οδυσσέα, όπως το είδε κάποτε ο Καβάφης στην «Ιθάκη» του, και είναι ό,τι πραγματικά αξίζει στη ζωή του ανθρώπου, ακόμα κι αν έχει αμφίβολα αποτελέσματα. «Τώρα ξέρεις», λέει με κάποιο στόμφο η ποιήτρια, «πριν όχι». Και είσαι πάντα μόνος, τόσο τη στιγμή της γέννησης όσο και την ώρα του θανάτου, όσο και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής σου. Η μοναξιά, όχι σαν συναίσθημα, αλλά σαν τρόπος ζωής, σαν τρόπος σκέψης και βίωσης των πραγμάτων, οι στιγμές που μένει κάποιος μόνος με τον εαυτό του, με τη σκέψη του, με τα συναισθήματά του, με τους δαίμονες τέλος που τον βασανίζουν καθημερινά, είναι η ύψιστη στιγμή κατά την οποία η αυτογνωσία γίνεται ή, τουλάχιστον επιχειρείται να γίνει, πραγματικότητα. Αλλά τώρα που η γνώση γίνεται κτήμα σου, πρέπει να σκεφτείς πως ήρθε πια η ώρα που πρέπει να φύγεις για πάντα. Η αιωνιότητα, αν υπάρχει πραγματικά κάτι τέτοιο, σε περιμένει στο κατώφλι του χρόνου. Τι πρέπει όμως να πάρεις μαζί σου για το μεγάλο, το τελευταίο ταξίδι;
«Εκείνα τα ανέγγιχτα που τα είχες πάντα εκεί
ψηλά στο προσκυνητάρι της ψυχής σε κοιτάζουν
με προσδοκία, θέλουν να έρθουν μαζί σου
εξαπτέρυγα προστασίας εκεί που στήνονται
τελωνεία και ψάχνουν για τα πολύτιμα με πρώτο
κριτή την αδέκαστη μνήμη σου. Αυτή θα σε
δικάζει συνεχώς με μάρτυρά της το παρελθόν» (σελ. 41).
Η μνήμη λοιπόν, για να τελειώνουμε με τη σημερινή μας περιπλάνηση στην ποίηση της Χρύσας Ευστ. Αλεξοπούλου, είναι αυτή που θα δίνει πάντοτε τον τόνο και τις εντολές, τη γνώση και τη βεβαιότητα για την ύπαρξη των πραγμάτων. Έτσι καταλήγουμε στο σημείο από το οποίο αρχίσαμε, γιατί η μνήμη είναι τελικά, εκτός των άλλων, και ο αψευδής μάρτυρας της ζωής του κάθε ανθρώπου, ο δίκαιος κριτής που τον συντροφεύει και τον καθοδηγεί σε ολόκληρη τη ζωή του και, σύμφωνα με την ποιήτρια, αν το κατάλαβα καλά, και μετά. Μία ποίηση στοχαστική, που δεν σε αφήνει δίχως ερωτήματα και που αξίζει να την γνωρίσει κανείς.