Με αρέσουν τα χωρατά, η αστειότης, η ειρωνεία η με ευφυή
λόγια, το χαμπαγκάρισμα (Κ. Π. Καβάφης)
Διάβασα πριν από χρόνια το βιβλίο του Τάκη Θεοδωρόπουλου με τον τίτλο «Οι εφτάψυχες των Αθηνών» και είδα τόσες αναφορές μαζεμένες για τις γάτες και θαύμασα. Από τις αναφορές του επέλεξα τις εξής:
- Τι θα ήταν το Παρίσι του Μπαλζάκ χωρίς κεραμιδόγατους;
- Τι θα ήταν το Λονδίνο του Ντίκενς χωρίς περιφερόμενες Εφτάψυχες;
- Ποιος θα διάβαζε σήμερα τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, αν στα σκαλιά της Ναστάζια Φιλίποβνα ο πρίγκιπας Μίσκιν, αντί για δυο μάτια που έλαμπαν μες στο σκοτάδι, είχε βρεθεί αντιμέτωπος με το αποβλακωμένο βλέμμα μιας χνουδωτής και επιπλέον στειρωμένης Περσίδας;
- Γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναγράψει ο Τ.Σ. Έλιοτ ποιήματα σαν τον «Γέρο-Πόσσουμ»;
- Πώς είναι δυνατόν κοτζάμ Ηρόδοτος να τοποθετεί τη γάτα σε τόσο περίοπτη θέση, ανάμεσα στις αξιομνημόνευτες πράξεις των Ελλήνων και των Βαρβάρων, και οι σημερινοί ιστορικοί να μην καταδέχονται καν να αναφερθούν στην ύπαρξή της;
- Η γάτα της σύγχρονης εποχής δεν λειτουργεί σαν την εξ Αιγύπτου πρόγονό της, που, μόλις κάποιο σπίτι έπιανε φωτιά, ορμούσε να ριχτεί στις φλόγες, με αποτέλεσμα να βυθίζονται στο πένθος οι οικείοι της, επειδή τη θεωρούσαν ιερή κι έτσι καρβουνιασμένη δεν μπορούσαν να τη βαλσαμώσουν, ως όφειλαν.
- Η Σφίγγα ήταν γάτα, και δη τεράστια, «απ’ αυτές που τις βλέπεις και τρομάζεις», κι όταν ο πατροκτόνος έλυσε, υποτίθεται, το αίνιγμά της, εκείνη του απέδειξε ότι δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα. Ο αφελής Λαβδακίδης γνώριζε τι είναι ο άνθρωπος, δεν είχε όμως ιδέα από γάτες.
- Οι κεραμιδόγατοι ήταν οι ευγενείς μετεμψυχώσεις των αρχαίων φιλοσόφων. Ανεξαρτήτως σχολής και πεποιθήσεων …
- Ενδιαφέρον είναι το επεισόδιο με τον μαύρο γάτο που εμφανίστηκε επί σκηνής του Ηρωδείου, όσο η Συμφωνική της Δρέσδης εκτελούσε το Κοντσέρτο για βιολί του Μπραμς…. Ο γάτος ήταν σίγουρα ο κυνικός Αντισθένης, που περιφερόταν χρόνια στην περιοχή παραπλανώντας τις ταξιθέτριες και σκανδαλίζοντας τους αρμόδιους του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο Έλληνας σολίστ, αλλεργικός στις γάτες, άρχισε να φταρνίζεται. Οι ταξιθέτριες και μέλη της ορχήστρας να κυνηγούν τον κυνικό γάτο, και να γίνεται ένα κομφούζιο από γκρεμισμένα αναλόγια, φωνές και σπασμωδικές κινήσεις. Η συναυλία τελείωσε άδοξα. … Τη νύχτα εκείνη ο Παρθενώνας είχε ένα «απειλητικό» πορτοκαλί χρώμα, σαν να είχαν πάρει φωτιά τα μάρμαρα.
- Περνούσε από μπροστά του εν είδει μαύρου γάτου ο Ασμοδαίος ο Εξαποδώ (ο Ασμοδαίος ήταν ένας από τους τέσσερις πρίγκιπες της Κόλασης, δαίμονας της λαγνείας και υπεύθυνος για τη διαστροφή των σεξουαλικών επιθυμιών των ανθρώπων. Ασμοδαίος ήταν και το περιοδικό που εξέδιδε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, και εκ του τίτλου συμπεραίνουμε και το περιεχόμενο).
- Η γάτα ήταν πλάσμα του Θεού. Όμως …και το Κακό είναι πλάσμα του Θεού. .. συζήτηση περί γενέσεων του Κακού… Δεν ήθελαν να δώσουν την ευκαιρία στους αγνωστικιστές να βγουν και να πουν ότι, αφού ο Δημιουργός έπλασε το Σύμπαν, υποχρεωτικά θα έπλασε και το Κακό που βρίσκεται μέσα στο Σύμπαν…
- Σχέση κεραμιδόγατου και αρχαίου ερειπιώνα … Οι Εφτάψυχες ήταν το περίσσευμα των ψυχών στον Κάτω Κόσμο που είχε ξαναβρεί το δρόμο του για την επιφάνεια της γης.
- Το ευλύγιστο κορμί του αιλουροειδούς είναι η ενσάρκωση της σκιάς που αφήνει το πέρασμα του χρόνου πάνω στον κόσμο του ορατού, όπως οι ακρωτηριασμοί των αγαλμάτων, οι μισοπεσμένες κολόνες ή οι ναοί, που, ακόμη κι αν έχουν μείνει μισοί, χαράζουν με το τέλειο ολοκληρωμένο σχήμα τους την άκρη του ορίζοντα.
- Μπορεί να μην κουνήσεις από κει που γεννήθηκες και να γίνεις εφτάψυχος.
- Ο Παρθενώνας ήταν κάποτε ναός της Αθηνάς, έγινε εκκλησία της Παναγίας, ορθόδοξη στην αρχή, καθολική επί Φραγκοκρατίας, τέμενος μουσουλμανικό επί Οθωμανών, πριν καταλήξει σήμερα, χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του, τραυματισμένος, ακρωτηριασμένος απ’ τον χρόνο, περίοπτο έκθεμα στο Μουσείο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολιτισμού της Ιστορίας.
- Οι λέξεις είναι φτιαγμένες για ν’ αλλάζουν, η σημασία τους είναι ρευστή, κι ο ήχος τους μεταμορφώνεται από το ένα στόμα στο άλλο, από τη μια μέρα στην άλλη. Αρκεί ν’ ακούσεις μια γάτα να νιαουρίζει, για να αισθανθείς τι σημαίνει προσωδιακή εκφορά της ελληνικής γλώσσας.
- Ο άνθρωπος μπορεί να μην έχει εφτά ψυχές σαν τις γάτες, όμως τη μία και μοναδική του ψυχή τη σπαράσσουν περισσότερες από εφτά αντιθέσεις. Ανά πάσα στιγμή αντίρροπες δυνάμεις παλεύουν να εξουδετερώσουν η μία την άλλη… ο τρόμος της ανυπαρξίας παραμονεύει στο κάθε σου βήμα.
Από τα παραπάνω αποσπάσματα, που όλα είναι εξαιρετικά για τον τρόπο που σε βάζουν να σκέφτεσαι ταράτσες ευρωπαϊκές, σκαλοπάτια ρωσικά, γέρους Εγγλέζους, αρχαίους ιστορικούς, γάτες αιγυπτιακές, επιβιώσεις βασιλικές, Σφίγγες φιλοπερίεργες και φονικές, εμένα με συγκινεί η ιδέα των φιλοσόφων ως κεραμιδόγατων και του περισσεύματος των ψυχών στον Άδη που βρήκαν τον δρόμο για τον πάνω κόσμο, που στην αρχή βρήκαν στέγη στα κεραμίδια της Παλιάς Αθήνας, που μετά έχασαν τα στέκια τους, όταν έγιναν οι πολυκατοικίες, που τώρα τριγυρίζουν άστεγοι.
Πραγματικά τους συμπονώ και καθόλου δεν με κάνει να θυμώνω εκείνος ο γάτος που μπήκε στο Ηρώδειο την ώρα που εκτελούσε η Συμφωνική της Δρέσδης το κοντσέρτο για βιολί του Μπραμς. Εκτέλεσε κι αυτός με τη σειρά του τους εκτελεστές. Σαν μια μεταφυσική παρουσία που επέβαλε στο κοινό την ιδέα κάποιων ψυχών που γυροφέρνουν με καημό εκεί που πολλοί προσέρχονται από ματαιοδοξία. Ο κυνικός Αντισθένης. Ποιος άλλος θα έκανε μια τέτοια αποκοτιά; Αυτός, που αν και κυνικός, αντί ως σκύλος, εισέβαλε ως γάτος εναντίον του νιαουρίσματος (;) είχε το δικαίωμα μιας τέτοιας ανατροπής.
Οι λέξεις αλλάζουν σημασία, λέει ο συγγραφέας, και ο ήχος τους μεταμορφώνεται από στόμα σε στόμα· της γάτας όμως ο ήχος παραμένει αιώνες τώρα ίδιος και απαράλλαχτος: «προσωδιακή εκφορά της ελληνικής γλώσσας». Να είναι αυτή άραγε η προφορά των αρχαίων μας; Το νιαούρισμα;
Τότε
Η Αλίκη της νιότης μας που νιαούριζε μπροστά στον φακό και χόρευε τσα-τσα ήταν λουκούμι. Από Το Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο κι έπειτα, όλες οι γενιές γαλουχήθηκαν με νιάου –νιάου, βρε γατούλα με τη ροζ μυτούλα, γατούλα μου μικρή. Και καμιά σημασία δεν έχει το νόημα του στίχου, που ούτως ή άλλως δεν έχει νόημα, έχει όμως λίκνισμα από το ωραίο και φρέσκο, γεμάτο ομορφιά, αφέλεια, αθωότητα, κορίτσι, σαν ανάλαφρο αεράκι που έδιωχνε μακριά τις σκέψεις τις βαριές. Όσο για τα σχόλια της εποχής, ε, εδώ θα προσθέσω εκείνο το «Ζηλιάρηδες γέροι, που όλα σας τα ’χετε προβλέψει. Δε θα ’ρθει ποτέ το αηδόνι να λαλήσει πάνω στη σωφροσύνη σας. Μωρέ, δε θα ’ρθει, δε θα ’ρθει» του Οδυσσέα Ελύτη από τα Ανοιχτά Χαρτιά που θεωρούσε την αίγλη της νιότης αίγλη του σφάλματος. Η Αλίκη ήταν το αηδόνι που λαλούσε, κελαηδούσε, η γατούλα η χαδιάρα, η αίγλη, η νιότη, που χόρευε και ξύπναγε με την κοριτσίστικη ομορφιά της την ομορφιά του κόσμου, σε μια εποχή που όλα ήταν σκούρα, γκρίζα και καταπλακωμένη. Μια κλοτσιά στη σοβαροφάνεια ήταν η εθνική μας γατούλα.
Νιάου νιάου βρε γατούλα! Μήπως κι εσύ έχεις βρει καμιά χαραμάδα στον Άδη και γυροφέρνεις κάθε Κυριακή στις τηλεοπτικές μας οθόνες, γατούλα μου μικρή, και μας ξεκουράζεις από τους σκυλοκαβγάδες στα τηλεοπτικά παράθυρα; Χόρευε και τραγούδα, γατούλα, να πεθάνει ο Χάρος! Αμάν πια!