Είναι το έκτο βιβλίο του Γιώργου Βέη στην κατηγορία Μαρτυρίες Μεταβάσεις. Έχουν προηγηθεί το «Ασία, Ασία» (1999 και Κρατικό Βραβείο 2000), «Στην απαγορευμένη πόλη» (2004), «Με τις Μογγόλες» (2005), «Έρωτες τοπίων» (2007), «Από το Τόκιο στο Χαρτούμ» (2009, 2011 και Κρατικό Βραβείο 2010). Και η σειρά συνεχίζεται τώρα με το «Μανχάταν – Μπανγκόκ», το δεύτερο με την αντιθετική γεωγραφική αντίστιξη της οποίας το ένα σκέλος ακουμπά στην μια ήπειρο και το άλλο στην άλλη. Με την τεθλασμένη των μετακινήσεων, από τη μια ήπειρο στην άλλη, καλύπτει, σχεδόν, όλο το πλάτος και το μήκος της γης. Με μια ανάλογη τεθλασμένη μπαινοβγαίνει σε βιβλία Ανατολής και Δύσης για να αντλήσει τα μοτίβα που η ευέλικτη σκέψη του έχει αποθησαυρίσει.
Το βιβλίο συντίθεται από δύο Στάσεις. Η πρώτη, «Ινδοκίνα-Κίνα-Ινδονησία» και η άλλη, «Το Τοπίο ως παιδαγωγός, το ταξίδι ως αισθητική». Μ’ αυτή τη διπλή επίσκεψη στους τόπους και τα σχεδόν επιλογικά «Τηλεφωνήματα από την Ανατολική Ακτή», καθώς και το ακροτελεύτιο «Επιδόρπιο», το βιβλίο συνιστά εξαιρετικό κέντρισμα για το πνεύμα, το οποίο επανατροφοδοτείται από πληροφορίες ουσιαστικές, αναμνήσεις γλυκές, εξακτινώσεις διακειμενικές, πάθος και διαμεσολαβημένη εμπειρία. Οξύς στη ματιά, σύννους αλλά όχι κατηφής, ο συγγραφέας διατυπώνει αντικειμενικά και τρυφερά, κατανοεί βαθιά και πλατιά.
Η ζωή του Βέη, λόγω ιδιότητας – είναι πρέσβης και ταξιδεύει πολύ- είναι φυγόκεντρη. Τι σημαίνει όμως αυτό, εκτός από το ότι με το ένα πόδι είναι στην Αφρική ή στην Ασία και με το άλλο στην Αμερική, στην Ευρώπη, στην Αυστραλία; Ποιο είναι το κέντρο από το οποίο φεύγει και ποια η ακτίνα την οποία διαγράφει; Η παρατήρηση του έργου του διδάσκει πως όλα είναι και κέντρο και ακτίνα και περιφέρεια. Σαν τα μόρια της ύλης στο σχήμα του Δημόκριτου. Κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις και επαναφορά. Άνω και κάτω οδός μία του Ηράκλειτου. Συνεχής ροή και κίνηση. Η φορά της γήινης έλξης, η ανάγκη του ταξιδιού, η προσωπική επιλογή, η οδυσσειακή μοίρα, το φιλοπερίεργον, η πανταχόθεν συλλογή εμπειρίας, μέχρι τα ακρότατα όρια της αναζήτησης, η εμπεδωμένη διδαχή του παραδείγματος της μέλισσας, να παίρνει το μέλι από όλα τα βλαστήματα. Αυτός είναι ο βίος του και το τόξο πάντοτε ηρακλειτικά τεντωμένο.
Πρόκειται για άνθρωπο αδαμάντινο και χαλκέντερο, που ταξιδεύει πολύ, διαβάζει πολλά, γράφει πολλά και μαθαίνει πιο πολλά. Δεν είναι δύσκολη η παραλληλία με τον σοφιστή Πρωταγόρα που κι εκείνος ταξίδευε και μάθαινε και δίδασκε και ο οποίος κατά τον ειρωνικό Σωκράτης εθεωρείτο «πολλών μεν έμπειρον γεγονέναι, πολλά δε μεμαθηκέναι, τα δε αυτόν εξηυρηκέναι» (ξέρει πολλά από την πείρα, από τους δασκάλους και πολλά έμαθε μόνος σου). Ο Βέης ευτύχησε και στα τρία αυτά. Αξιοποίησε τα πάντα κι εκείνα τον ευεργέτησαν.
Στο παρόν βιβλίο, λοιπόν. Σε μια περιήγηση ξενάγηση στην Μπανγκόκ αρχίζει με τις «καταχωρήσεις των παραλλαγών της απόλαυσης του ανοιχτού σώματος» όπου τα «κορίτσια» «κρέμονται προφανώς μεθυσμένα στους ώμους των συνοδών τους» και τα «αγόρια», «στο στήθος στιβαρών μεσόκοπων». Όλοι τους «τσαμπιά απροκάλυπτων υποσχέσεων ενός αλησμόνητου έρωτα». Και παράλληλα με την εμπειρία που τσακίζει την αίσθηση, η διανοητική στροφή στα συγγραφικά πεδία άλλων επισκεπτών, όπως του Μονταλμπάν, από όπου και η αναγκαία διαφοροποίηση.
Στην επόμενη η περιήγηση από τους χώρους των ιεροδούλων στους χώρους των ιερών και στις κηδείες των νεκρών, έρχεται να μας ξαφνιάσει η άποψη ότι η «ακοή είναι η τελευταία από τις αισθήσεις που μας εγκαταλείπει όταν πεθαίνουμε». Παιδοψυχολόγοι και μουσικολόγοι υποστηρίζουν πως η ακοή γεννιέται πριν από τη γέννηση (το έμβρυο, λένε, ακούει τους ήχους της καρδιάς και του σώματος). Οπότε η ακοή είναι η πιο μακρόβια αίσθηση· γεννιέται πριν τη γέννηση και πεθαίνει μετά θάνατον. Ωστόσο ο Προυστ κατέτασσε στις πιο μακρόβιες, επίμονες και πιστές την όσφρηση και τη γεύση. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι κι εμείς συνηθίζουμε να σκύβουμε πάνω από τον νεκρό μας για να του ευχηθούμε το «καλό ταξίδι». Κι εμείς θέλουμε να πιστεύουμε πως ο αγαπημένος νεκρός μας, μας ακούει. Να που οι κόσμοι μας δεν είναι και τόσο ξένοι.
«Οι τυφλές μασέζ» είναι μια άλλη συνταρακτική περίπτωση, όπου ο αφημένος στα έμπειρα χέρια της τυφλής, αισθάνεται ότι τα χέρια έχουν μάτια, σαν να τον διαπερνούν ακτινογραφικά, σαν να τον εξομολογούν, σαν να τον ανακρίνουν. Όπως ο δικός μας τυφλός Τειρεσίας ήξερε πιο πολλά από τον ανοιχτομάτη Οιδίποδα, έτσι κι εδώ η τυφλή μασέζ, αποτελεί παράδειγμα της επαλήθευσης του μύθου με τους δικούς της όρους, στο δικό της χώρο, με τον δικό της πιο χειροπιαστό, στην κυριολεξία, τρόπο. Είναι με το σώμα που πάσχει ο τραγικός ήρωας, ο κάθε άνθρωπος, όπως στην αρχαία ελληνική τραγωδία.
Και φτάνουμε στο Μανχάταν, όπου επαληθεύεται η άποψη πως «η πραγματικότητα είναι προϊόν της πιο μεγαλειώδους φαντασίας». Η πραγματικότητα και όχι η τέχνη, το είπε και ο Κολόμβος και ο Ντοστογέφσκυ σχεδόν παραπλήσια. Ο Βέης εδώ αποκαλύπτει τον ποιητή που προσχηματικά έχει κρύψει μέσα του. Κι εδώ προβαίνει στην καταγραφή των παραδοξοτήτων και των αντιφάσεων, τη σπατάλη και την έλλειψη, τον πλούτο και την ένδεια, τον πληθωρισμό των αγαθών και την πείνα. Τα βάσανα, τα πάθη, τα ναρκωτικά, τη ζωή πλάι στο θάνατο. Και ανάμεσα στις πεζές καταγραφές, τα ποιήματα, εν είδει ιντερμέδιου. Ένα πνεύμα που αίρεται πάνω από τα πράγματα για να συλλάβει την συνολική τους εικόνα, μια ψυχή που χορεύει σε όλους τους ρυθμούς και που αναδύονται από μέσα της όσα γράφονται «στην οθόνη του νου… προτού γίνουν σκόνη».
Η συνάντηση με τον Κάλας… με τον Μπόρχες… με τον Γουόρχολ, με τον Στέλλα, με τον Κόπολα, τα «Τηλεφωνήματα από την Ανατολική Ακτή», καθώς και το ακροτελεύτιο «Επιδόρπιο», είναι κείμενα που μνημειώνουν την ιστορία της γραφής και δίνουν το Μανχάταν καθρεφτισμένο μέσα στα έργα των μεγάλων δημιουργών, με την αλήθεια και τις αντιφάσεις τους, με την αυταπάτη της ανθρώπινης παντοδυναμίας, με την ειρωνεία, το στήσιμο και την αποκαθήλωση του ιδεατού.
Ο λόγος του Βέη είναι μικροπερίοδος και συχνά μονολεκτικός. Ρίχνει το βάρος στη μονάδα, στη λέξη. Είναι γρήγορος και κοφτός, αναγκαίος για την περίσταση, ώστε να προλάβει να ικανοποιήσει τη βουλιμία της ματιάς, την φανέρωση όλων εκείνων που διεκδικούν την συμπερίληψή τους στις σημειώσεις του. Από την άλλη είναι δαιδαλικός, διερευνητικός στην επιφάνεια και διεισδυτικός σε μέγα βάθος, ευέλικτος, ευθύβολος, καίριος, εύστοχος, αντικειμενικός και όχι, οπωσδήποτε συμ-παθητικός, συμπάσχων κατανοητικός, και ελεημονέστατος. Η ματιά του Βέη δεν περιγράφει ούτε κρίνει, αλλά παρατηρεί, κατανοεί, αιτιολογεί, πιάνει το επιφαινόμενο για να διερευνήσει το γεγονός στη ρίζα του, να το διερμηνεύσει. Τα κεφάλαια ευδιάκριτα· άλλα μικρά, ευσύνοπτα και άλλα μεγάλα, διεκδικούν τον αναγνώστη, τον οικειοποιούνται, τον αποσπούν από άλλες σκέψεις, τον κάνουν χώρο μέσα στο χώρο τους. Ο Βέης, διατρέχοντας χιλιόμετρα, και δρόμου και βιβλίων και ψυχής, μας μεταφέρει την μεταμορφωμένη ποίηση των τόπων και των παθών τους σε μια εικαστική πεζογραφία. Ένα χρωματιστό τατουάζ στην επιφάνεια κι από κάτω το καμένο δέρμα, το ανάγλυφο των δυνατών εντυπώσεων, η εγκαυστική των βιωμάτων.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, σ’ ένα κολάζ της Πόπης Αλεξίου, ένα μικρό παιδί της Μπανγκόκ μισοκοιτάζει τον κόσμο, πίσω από ένα τεράστιο κτήριο του Μανχάταν. Παρά την αντίθεση, το μικρό και το μέγιστο ισορροπούν, φανερώνοντας ότι και το μικρό είναι μέγιστο και το μέγιστο πεπερασμένο. Η πραγματικότητα, πράγματι, έχει πιο μεγάλη φαντασία από τη την τέχνη κι ο Βέης, ξεναγώντας μας στα τοπία του και στα βιβλία του, στο θαύμα και στην έκπληξή του, μας ξεναγεί στον κόσμο του και μας βοηθάει να ενταχθούμε κι εμείς σ’ αυτόν.
Πολύ ωραίο κείμενο/παρουσίαση του βιβλίου του βραβευμένου από την Ακαδημία ποιητή-συγγραφέα Γιώργου Βέη από τη γνωστή κριτικό λογοτεχνίας Ανθούλα Δανιήλ. Εύγε και στο Περί ου που έχει εξασφαλίσει άξιους συνεργάτες.
υπέροχο! <>