Ο Ζέριν, ανύπαντρος, οικονομικά άνετος, ελεύθερος και ωραίος, φανατικός εραστής της Ρουμανίας και των κατοίκων της, σπεύδει να επισκεφθεί μια οικογένεια Ρουμάνων που κατέφθασε στην πόλη του. Είναι ο Φλάβιου, η Ιονέλα και τα δυο παιδιά τους που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Ο Ζέριν, όμως, που αγαπά τους Ρουμάνους αναλαμβάνει να τα επιλύσει. Καταρχήν βρίσκει δουλειά στον Φλάβιου. Όμως παραβιάζοντας την εντολή «ουκ επιθυμήσεις όσα εν τω πλησίον σου εστίν», συνάπτει ερωτικό δεσμό με την Ιονέλα και εκμαυλίζει τα παιδιά της με λιχουδιές, εκδρομές και ταξίδια. Τέλος, ξεχρεώνει το σπίτι τους, στη Ρουμανία, που κινδυνεύει από την εφορία. Το πράγμα δεν σταματά εκεί. Αποκαλύπτει στον σύζυγο το τι συμβαίνει. Μετά από έναν άγριο καβγά ανάμεσά τους καταλήγουν σε μια μακάβρια συμφωνία. Ο Ζέριν που έχει κλέψει, στην κυριολεξία, την οικογένεια, ζητά από τον Φλάβιου να διαλέξει. Ή θα ζήσει σαν επαίτης μόνος, χωρίς σπίτι, οικογένεια, δουλειά ή θα δεχτεί να κάνει μια μεγάλη θυσία. Ο Φλάβιου δέχεται να θυσιαστεί, με αντάλλαγμα ένα σπίτι για κάθε παιδί. Και η θυσία του συνίσταται στο να μαγειρευτεί και να φαγωθεί από την οικογένειά του. Κι έτσι η οικογένεια κάθεται στο τραπέζι και κανιβαλίζει τον άνθρωπό της. Απολαμβάνει το γεύμα, ενσωματώνει τον πατέρα που με αυτόν τον τρόπο θα τον έχει πάντα κοντά της. Το έγκλημα μένει ατιμώρητο, διότι το πτώμα εκεί που βρίσκεται δεν θα το ανακαλύψει κανείς και, αφού δεν υπάρχει πτώμα, δεν στοιχειοθετείται φόνος. Η ζωή συνεχίζεται σαν όνειρο, με μια αμυδρή ανάμνηση ενός πατέρα που θυσιάστηκε κάποτε για να έχουν τα παιδιά του μια καλύτερη ζωή, την οποία δεν θα μπορούσε ο ίδιος να τους προσφέρει.
Στο εύλογο ερώτημα, γιατί ο Σωτάκης επέλεξε την Ρουμανία και τους Ρουμάνους για δυστυχείς μετανάστες που δίνουν τα πάντα για να εξασφαλίσουν μια άνετη ζωή, η απάντηση προκύπτει από ένα άλλο ερώτημα· τι πραγματικά έχουν φάει οι ήρωες αυτού του έργου και ποιας καταγωγής είναι ο Βρικόλακας; Και μια σκέψη παραπέρα: βρίσκει, άραγε, εδώ θέση η άποψη του Χάρολντ Μπλουμ ότι ο γιος πρέπει να σκοτώσει τον πατέρα για να επιβιώσει; Αυτό ισχύει βέβαια στη λογοτεχνία, αλλά ο Φρόιντ χρησιμοποίησε το λογοτεχνία για τις δικές του προεκτάσεις.
Ή ανθρωποφαγία, ως γνωστόν, έχει βαθιές ρίζες που φτάνουν έως τον μύθο. Μας είναι γνωστά τα Θυέστια δείπνα, στα οποία τα κρέατα που προσέφερε ο Ατρέας στον αδελφό του Θυέστη ήταν οι σάρκες των γιών του και δικών του ανιψιών. Και αιτία γι’ αυτό ήταν η διαφωνία των δύο επί του θρόνου. Η πολιτική εξουσία λοιπόν. Στην ταινία του Πήτερ Γκρηναγουέη (1989), Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστή της, ο κλέφτης μαγειρεύει τον εραστή και υποχρεώνει τη γυναίκα του να τον φάει, ενώ τον τοίχο της μεγάλης τραπεζαρίας κοσμεί ένα τεράστιο ταμπλώ, σαν πίνακας του Ρέμπραντ, όπου οι επιφανείς της συντεχνίας ή της ανατομίας παρατηρούν το εκτεταμένο στο τραπέζι πτώμα. Και είναι εμφανής η καταδυνάστευση της γυναίκας από τον «κλέφτη» σύζυγο που λειτουργεί σαν απόλυτος κυρίαρχος, τύραννος και μαφιόζος.
Ο Σωτάκης με μια παραλλαγή στα καθ’ ημάς ανανεώνει τον όποιο προγενέστερο μύθο, φανερώνοντας την κρυμμένη αλήθειά του. Ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής του δυτικού κόσμου είναι ανθρωποφαγικός και όλα θυσιάζονται στο βωμό της καλοπέρασης. Ο έχων τα μέσα έχει τα πάντα: και τη γυναίκα και τα παιδιά και τα σπίτια και ό,τι μπορεί να υπαινίσσεται αυτή η κτήση.
Όταν ο Σεφέρης, παρατηρώντας τους έγχρωμους αξιωματικούς της Αγγλικής Αυτοκρατορίας, με τις στρατιωτικές στολές τους και τα αστραφτερά σπαθιά τους, έλεγε «νοσταλγείς τον καιρό που ήταν ανθρωποφάγοι» εκδήλωνε μια νοσταλγία της αληθινής φύσης των ανθρώπων και όλων των φυσικών όντων. Ο ανθρωποφάγος της ζούγκλας έτρωγε για να χορτάσει· ο ανθρωποφάγος του σύγχρονου καταναλωτικού τρόπου ζωής, όμως, δεν χορταίνει με τίποτα. Τα σύγχρονα μέσα εξόντωσης των ανθρώπων, πέρα από τα όπλα που αποβλέπουν στο σώμα, είναι η αλλοτρίωσή τους, η απώλεια της μνήμης τους και η όποια συναίσθηση του χρέους προς την ιστορία τους. Η απώλεια όλων αυτών είναι ο απανθρωπισμός τους, η ντροπή και η κατάντια του πολιτισμού μας.
Ο Σωτάκης, φυσικά, γνωρίζει καλά το μυθολογικό μπακγκράουντ της ανθρωποφαγίας, και με πολύ τόλμη αναλαμβάνει να επικαιροποιήσει την αρχέγονη απληστία για πλούτο, εξουσία, δύναμη και ό,τι άλλο. «Του πλούτου αχορταγιά/ τση δόξας πείνα / του χρυσαφιού ακριβειά καταραμένη,/ πόσα για σας κορμιά νεκρά απομείνα,/ πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι», τραγουδά ο Χορός στην Ερωφύλη του Γεωργίου Χορτάτση, δίνοντας ένα παλιότερο δείγμα της απληστίας.
Ο Φερνάντο Πεσσόα, τέλος, δηλαδή το ετερώνυμό του, ο Αλεξάντερ Σερτς, στο έργο του Ένα πολύ πρωτότυπο δείπνο, έχει κατά νου τις γνωστές θεωρίες του Φρόιντ από το Τοτέμ και Ταμπού και από τον Πολιτισμό ως πηγή δυστυχία. Σ’ αυτό το έργο πέντε γαστρονόμοι τελειώνουν την αντιδικία τους με τον «πατέρα», βάζοντας τέρμα στα πρωτεία του με έναν όχι και τόσο πρωτότυπο τρόπο, μετά από τόσες μυθολογικές, επιστημονικές και λογοτεχνικές παραλλαγές. Θα τολμήσω και άλλη μία, που από την αρχή μου τριβελίζει το μυαλό. Ο Ιησούς δεν είναι ένα ακόμα θύμα ανθρωποφαγίας, του οποίου το σώμα και το αίμα κοινωνούμε για να αγιάσουμε; Εκείνος δεν είναι που έδωσε τη ζωή του για να σωθεί η ανθρωπότητα, όπως ο Φλάβιου για να σωθεί η οικογένειά του; Και στο όνομα εκείνου οι καλοί χριστιανοί δεν έσφαξαν τόσους και τόσους κακούς ειδωλολάτρες;
Για όποιον μπορεί στα γρήγορα να κάνει τις αναγωγές από τον μύθο στην Ιστορία, από την πραγματικότητα στη λογοτεχνία, από την κυριολεξία στη μεταφορά, για να μην βαρυστομαχιάσει η ψυχή και το πνεύμα του, για να μην φρικάρει, αλλιώς και απλώς, το έργο του Σωτάκη είναι μια ωραιότατη αλληγορία που δείχνει τι βρίσκεται στη ρίζα εκείνου που λάμπει υπεροπτικά στην επιφάνεια. Εννοείται ότι διαβάζεται μονορούφι και τρώγεται, καταπίνεται και χωνεύεται εύκολα, όπως όλα όσα μας σερβίρει η σύγχρονη ζωή και καθόλου δεν βαρυστομαχιάζουμε. Ο Ζέριν έχει πολλές ακόμα λιχουδιές για όλους μας.