Ο Θωμάς Συμεωνίδης στο βιβλίο του με τον τίτλο Μυθιστόρημα χρησιμοποιεί σαν μότο δύο αποσπάσματα. Το ένα είναι η σημείωση του Γιώργου Σεφέρη, για το πώς επέλεξε τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Μυθιστόρημα. ΜΥΘΟΣ, γιατί χρησιμοποίησε μια ορισμένη μυθολογία και ΙΣΤΟΡΙΑ γιατί προσπάθησε να δει μια κατάσταση ανεξάρτητη από τον εαυτό του σαν τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος.
Το δεύτερο είναι από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Χειμωνά, όπου σαν σημαδούρες ενός κειμενικού χάους αναδύονται φράσεις, όπως «στενές ανηφοριές», «σκοτεινά παιδιά», «θα κοιμηθώ», «να μη με ξυπνήσουν», «ο Στέφανος και η Ανθή», «Με πήραν και φύγαμε» ικανές να συμβάλουν στη μεταμυθοπλασία του Συμεωνίδη.
Ο Συμεωνίδης δεν επιθυμεί να μας διευκολύνει στις διαδρομές που επιχειρεί, στου «μυαλού του τ’ αυλάκια», για να κάνουμε κι εμείς χρήση του σεφερικού διακειμένου. Δεν διατίθεται να μας δώσει κανένα νήμα, αντίθετα όσο αφηγείται τόσο μας βυθίζει στο λαβύρινθό του. Μάλλον, αποφεύγοντας την κυριολεξία, επιλέγει «παραμύθια και παραβολές» όπως και οι δύο λογοτέχνες που είναι φανερό ότι τον γοητεύουν, πράγμα που εν μέρει μπορεί να σημαίνει ότι είναι ο τρόπος να κρυφτεί ή να φανερωθεί σ’ ένα κόσμο που μοιάζει παράλογος. Κατά τον κόσμο και η γλώσσα του.
Τρία, λοιπόν, Μυθιστορήματα, γίνονται το ένα αντανακλαστής του άλλου, υποστηρίζει ο Τσβετάν Τοντόροφ και έτσι «ένα έργο τέχνης γίνεται αντιληπτό σε σχέση με τα άλλα έργα τέχνης και με τη βοήθεια συσχετίσεων που κάνουμε με αυτά». Και συνεχίζει λέγοντας ότι «όχι μόνον η μίμηση [pastiche], αλλά κάθε έργο τέχνης είναι φτιαγμένο σε παραλληλία και σε αντίθεση προς ένα κάποιο πρότυπο» (Ποιητική, μετ. Αγγέλα Καστρινάκη, εκδ. Γνώση, 1989, σ. 58.). Στο νέο έργο «οι φωνές των άλλων κατοικούν το λόγο του (συγγραφέα) που γίνεται αυτόματα ‘πολυφωνικός’» και τα πρόσωπα τα οποία παραπέμπουν σε άλλα πρόσωπα λέγονται ‘‘αντακλαστές’’… Ο Χένρυ Τζέημς αποκαλεί «Reflector τον ήρωα που στη συνείδησή του αντανακλώνται (και από την αντανάκλαση μαθαίνει κι ο αναγνώστης) τα άλλα πρόσωπα και τα γεγονότα» (στο ίδιο, σελ. 155). Όλα αυτά είναι ανιχνεύσιμα στο έργο του Συμεωνίδη. Τρία έργα, τουλάχιστον, αντανακλώνται στο Μυθιστόρημα του Συμεωνίδη, τα δύο μάλιστα με γραφή πυθική και τα τρία με υπόγειες διαδρομές, συμπλεκόμενες, για να προωθήσουν μια Οδύσσεια- μυθιστόρημα το οποίο, εν πρώτοις έχει αφετηρία τον Όμηρο και στη συνέχεια τον Σεφέρη, τον Χειμωνά, αλλά και πολλούς άλλους που από την εποχή τους και με τον τρόπο τους αναζήτησαν τη ιδέα επί γης.
Ενδιαφέρουσα είναι η δομή του βιβλίου. Το σύνολο των εκατόν τριάντα δύο σελίδων χωρίζεται σε 24 ενότητες, όσες και οι ραψωδίες του κάθε ομηρικού έπους ή τα ΚΔ΄ ποιήματα του Μυθιστορήματος του Σεφέρη. Συνεπές με το διπλό μότο, το μυθιστόρημα ακροβατεί ανάμεσα στο ΜΥΘΟ και την ΙΣΤΟΡΙΑ, με ασαφή τα χωροχρονικά όρια, αντιθέτως μάλιστα, σκοπίμως, τα αφήνει να εισδύουν το ένα στο άλλο, με μια βαθιά ,αδιόρατη σχέση, παραμόρφωση, στρέβλωση.
Ήρωας του έργου είναι μία ανδρική φιγούρα που προσδιορίζεται με την αντωνυμία ΑΥΤΟΣ, χωρίς όνομα, χωρίς μορφή, ένα άυλο και εύπλαστο υποκείμενο που εξελίσσεται και μεταλλάσσεται μέσα από τις εκδοχές της γραφής, υπαρκτός και ανύπαρκτος, πλάσμα πραγματικό και ήρωας ενός έργου θεατρικού που παίζεται σαν άλλη διάσταση της πραγματικής. Μπορεί όμως να είναι και ανάποδα. Το θέατρο να είναι η μόνη αλήθεια που μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος, η αντανάκλαση μιας ψευδεπίγραφης πραγματικότητας. Σαν τους ήρωες από χαρτί ή από σκιά, από κάρβουνο ή κιμωλία τείνει να κρυσταλλώσει τη μορφή του, σαν αυτή στο εξώφυλλο του βιβλίου. Σαν άλλο «Άγνωστο αριστούργημα» (βλέπε Μπαλζάκ), όπου η μανία του καλλιτέχνη κατέστρεψε ή έκρυψε από βέβηλα μάτια τη μορφή κάτω από τις απανωτές επιστρώσεις χρώματος ή διαγραφές.
Ωστόσο, ο ΑΥΤΟΣ και η Ελένη μας οδηγούν σε μια Ιλιάδα, ο γέρος που ψιθυρίζει με μια κίνηση στα χείλη, παραπέμπει στον Όμηρο, η Ωγυγία στην Καλυψώ, τα σκοτάδια στον Άδη, σε μια Νέκυια. Το ταξίδι συνεχίζεται, σαν σε αφήγηση του Τζόις, σαν στο χάος του Μπόρχες, σαν στην σεφερική ανεξάντλητη θάλασσα. Οι ταξιδιώτες όμως κουράζονται: «Τα κουπιά· δεν αντέχουν. Κουπιά και χέρια μαζί», όπως οι ψυχές των Αργοναυτών «έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς» στο Δ΄ ποίημα του σεφερικού Μυθιστορήματος. Και «το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει», σύμφωνα πάλι με το Β΄ ποίημα από την ίδια συλλογή. Σημαίνει μήπως την περιπέτεια της ζωής πάνω στο ίδιο τοπίο αντιγραμμένο που ξαναρχίζει, (στίχος του Σεφέρη που επανέρχεται), με τα πρόσωπα κρίκους σε μια αλυσίδα που επαναλαμβάνει το πανάρχαιο δράμα; Ίσως.
Η Οδύσσεια του ΑΥΤΟΥ περιλαμβάνει σύγχρονους τουριστικούς τόπους, κτήρια χωρίς πόρτες, θεές αυστηρές πίσω από τα γραφεία, μια γραφειοκρατική κοινωνία (που συναγωνίζεται το κυριολεκτικό πέλαγος και τα άστεα των ανθρώπων που είδε ο πρώτος Οδυσσέας), εκμοντερνίζοντας τον μύθο του δωδεκαθέου και της εμπλοκής του στην τύχη του Οδυσσέα. Και σ’ αυτόν τον μοντέρνο μύθο, ο άντρας που ταξιδεύει αποτελεί το πρότυπο του άντρα που γράφει κείμενο και σαν «μποτίλια στο πέλαγο» το στέλνει στο χάος της κειμενικής θάλασσας, που δεν μπορεί να την εξαντλήσει, με την ελπίδα να βρεθεί κάποιος να το παραλάβει. Θα το παραλάβει; Ελάχιστες οι πιθανότητες.
Είναι λοιπόν ο ΑΥΤΟΣ ένας ΟΥΤΙΣ με καθαρή την ομηρική καταγωγή που προσπαθεί να φτιάξει τα ταξιδιωτικά του έγγραφα για να ταξιδέψει. Πού όμως; Στη δική του Τροία ή στην Ιθάκη. Το Quo vadis, πάντως, που μπαίνει κάτω από το βλέμμα του αναγνώστη, δεν έχει άλλο λόγο παρά να θέσει ένα ερώτημα, που ζητάει τη ρότα αλλά δεν περιμένει απάντηση. Είναι ταξίδι περιπλάνησης στον κόσμο, στο χρόνο, στα πρόσωπα, στις ιδέες, στο ίδιο το εγώ, στη ζωή και στον θάνατο· «παράξενη χώρα η ζωή, σκέφτεστε, και κλείνετε την πόρτα πίσω σας». Στο ταξίδι είναι τη ζωής οι θάλασσες είναι ανοιχτές, γεμάτες φουρτούνες, τέρατα, περιπέτειες και σηματοδότες αμφίσημους και παραπλανητικούς: πράσινο/ κόκκινο, επιτρέπεται/ απαγορεύεται.
Η γλώσσα δεν ολοκληρώνει το νόημά της, το υπονοεί όμως. Ο κόσμος ως χώρος και ο κόσμος ως γλώσσα είναι μισό-γνωστός και μισό-άγνωστος, ένα ίχνος μιας υπαρκτής αλλά αόρατης ή δυσκολοπροσδιορίσιμης πραγματικότητας.
Εν τέλει, το Μυθιστόρημα του Συμεωνίδη είναι μια αλληγορία της συγγραφικής περιπέτειας ενός ανθρώπου που βρίσκει καταφύγιο σε μυθικά προσωπεία, που σε ένα χαοτικό κόσμο, έχει γίνει ένα πρόσωπο α-πρόσωπο, που «η τέχνη της απομάκρυνσης από την εξωτερική μορφή των αντικειμένων και την εστίαση στην κοινή τους ουσία», όπως λέει, τους έχει προσδώσει την ομοιομορφία σε σκέψη και πράξη. Από την άλλη, ό,τι έχει σχήμα και μορφή είναι εγκλωβισμένο μέσα στο πεπερασμένο και δεν έχει συναίσθημα. Μέσα σε αυτόν τον πεπερασμένο κόσμο, από τη μια, και τον χαοτικό από την άλλη, όλα καταγράφονται αλλά και εξαφανίζονται· «Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μες στα σκοτεινά κι ύστερα σβήνει και χάνεται», λέει ο Ελύτης (Οδυσσέας, επίσης) στο Ημερολόγιο, «Τετάρτη, 15». Ονόματα επιφανών που φέγγουν και στο βιβλίο του Συμεωνίδη -Σωκράτης, Αριστοτέλης, Κάντ, Σπινόζα, Ιούλιος Βερν, Γκαίτε, Σίλερ, Νίτσε, Ρουσσώ, Ριανκούρ και άλλοι- όλοι, φωτεινές φωνές από το παρελθόν που έρχονται στο προσκήνιο μέσα από τη συγκεκριμένη αφήγηση για να μας θυμίσουν πως ο κόσμος πάντα ίδιος ήταν και πάντα στον ίδιο «σκοτεινό διάδρομο» οδηγεί με ή χωρίς σιωπή, με ή χωρίς γαλήνη, ξέρω, δεν ξέρω «ως εδώ, φτάνει, αρκετά».
Έτσι όλα τα στοιχεία του μυθιστορήματος του Συμεωνίδη μοιάζουν με στοιχεία ενός μοντέρνου ζωντανού πίνακα, απλωμένου στο χαρτί με το καλοξυσμένο μολύβι του ΑΥΤΟΥ, σαν ταμπλώ βιβάν, που υπακούει στη συνεχή ρευστότητα, αλλάζοντας και ενσωματώνοντας συνέχεια νέα στοιχεία και πρόσωπα, ένα ποικιλόχρωμο μωσαϊκό που αν το δεις σε πολύ γρήγορη κίνηση, από κάποια απόσταση, δεν ξεχωρίζεις τίποτα. Γιατί εν τέλει δεν έχει σημασία η μονάδα μέσα στο σύνολο, όπου, όπως ήδη είπαμε, το σχήμα περιορίζει. Οπότε, είμαστε στο χάος, παιδιά του χάους, «μεγεθυμένοι μόνο από τη φαντασία μας», όπως λέει ο Ελύτης και κάνουμε πολύ θόρυβο πριν αποσυρθούμε από τη σκηνή όπως λέει ο Σαίξπηρ. Μία Οδύσσεια της γλώσσας, τυπολογίας Βαβέλ, με φιλοσοφικά ψήγματα που επικεντρώνεται στα απλά υπαρξιακά ερωτήματα, δοσμένη με χιούμορ ή σαρκασμό (δεν ξέρει πως λένε τη μητέρα του, τέταρτη σύζυγο του πατέρα του… Εντουάρ, Λουίζ Ριανκούρ, με την Ιστορία και το παρασημαινόμενο της γνωστής οδού).
Η κεκτημένη αναγνωστική εμπειρία είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτήν που μας προσφέρει ο Συμεωνίδης· μια εμπειρία απλωμένη πέρα από την αντικειμενική· για απαιτητικούς αναγνώστες, που βρίσκονται συνέχεια μπροστά σε υπαρξιακά παράδοξα, που γλιστρούν συνέχεια από το ένα στο αντίθετό τους. Θα τελειώσω με μια φράση του Κένεθ Μπράνα για τον Άμλετ: Ένα από τα πράγματα που κάνει τον Hamlet μοναδικό ανάμεσα στους χαρακτήρες του Σαίξπηρ είναι το θάρρος του να αντιμετωπίσει τα σκοτεινότερα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Νομίζω πως αυτό ακριβώς κάνει ο Συμεωνίδης.