Τρεις είναι οι μεγάλοι Τσέχοι συνθέτες. Ο Leos Janacek (1854-1928), ο Bedrich Smetana (1824-1884) και ο Antonin Dvorak (1841-1901). Και οι τρεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνδέονται με την Ελλάδα. Στην παρούσα περίσταση, είναι το όνομα του ήρωα της συγκεκριμένης όπερας- Ιερώνυμος Μακρόπουλος γιατρός από την Κρήτη, στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ροδόλφου Β΄. Ο Σμέτανα, με το έργο Η πατρίδα μου, που περιλαμβάνει τραγούδια της πατρίδας του, μας θυμίζει τον ανάλογο τίτλο τραγουδιών- ποιημάτων του Κωστή Παλαμά (1859-1943), Τα τραγούδια της πατρίδας μου, συνθεμένα το 1886. Τέλος ο Dvorak είναι εκείνος που όταν διάβασε τα δημοσιευμένα ελληνικά δημοτικά τραγούδια ένιωσε συγκίνηση από τα βάσανα του ελληνικού λαού και μελοποίησε τρία ποιήματα· Three Modern Greek Poems, B84a, B84b, opus 50, «Ο Κόλιας», «Ο βοσκός και η νεράιδα» και το «Μυρολόγι της Πάργας», το καλοκαίρι του 1878.
Ο Γιάνατσεκ, για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα, έχει σλαβικές αλλά και κλασικές επιδράσεις. Μεγάλο ρόλο στην εδραίωση της διεθνούς φήμης του έπαιξε η όπερα Γενούφα, έργο του 1902, που παίχτηκε στο Μπρνό, το 1904 και το οποίο θα έχουμε τη χαρά να δούμε την προσεχή περίοδο στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Άλλα σημαντικά του έργα είναι η Κάτια Καμπάνοβα (1921) και η Πονηρή Αλεπουδίτσα που είδαμε, επίσης, στην ΕΛΣ το 2015.
Το όνομα «Μακρόπουλος» συνδέεται με ένα αιώνιο ζητούμενο, το ελιξίριο της νιότης που μοιάζει με το αθάνατο νερό, το οποίο κατά καιρούς αναζήτησαν Έλληνες και ξένοι, επώνυμοι και ανώνυμοι ποικίλοι εκπρόσωποι της τέχνης, ποιητές -«Να ’χα τ’ αθάνατο νερό», «Αθανασία»- και ζωγράφοι, μεταξύ των οποίων και ο ρομαντικός Ιταλός Ραφαέλο Τσέκολι, οποίος κατέληξε στον Πόρο, και συγκεκριμένα στη νήσο Καλαβρία, στο Μοναστήρι των Ορθοδόξων, για να σώσει την κόρη του από τον θάνατο. Δεν βρήκε το αθάνατο νερό και δεν την έσωσε. Την έσωσε όμως η Τέχνη του, όπως και την κόρη του Μακρόπουλου, η οποία, σύμφωνα με την υπόθεση της όπερας του Γιάνατσεκ, έζησε τριακόσια χρόνια και μόνη της ζήτησε να σπάσει το φράγμα του χρόνου που την είχε εγκλωβισμένη. Το ελιξίριο της νιότης είχε αναζητήσει ο γιατρός από την Κρήτη, πατέρας της κόρης, κατ’ εντολήν του πανίσχυρου Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ροδόλφου Β΄, στου οποίου την υπηρεσία ήταν ταγμένος, και με διαταγή του το είχε δοκιμάσει, πρώτα, στην κόρη του. Εκείνη όμως δεν άντεξε τη σκλαβιά του χρόνου, γιατί και ο χρόνος μια φυλακή είναι, οπότε η «καταδικασμένη» κόρη, αφού βασανίστηκε από την αγωνία της αιώνιας ύπαρξης, προτίμησε το απροσδόκητο· απαρνήθηκε, το άδωρο δώρο της αιώνιας νιότης, συνειδητοποιώντας ότι καμία αξία δεν έχει η ζωή αν δεν την ορίζει το τέλος του θανάτου.
Η ευρηματική σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά μας παρουσιάζει το «Ίδρυμα Χρόνου», σαν μια ζοφερή φυλακή, χωρίς είσοδο και χωρίς έξοδο, χωρίς ουρανό, με ένα ρολόι, που σαν κατάσκοπος, τρέχει και διαγράφει ό,τι προηγήθηκε. Χωρίς παρελθόν και μέλλον, πάντα μέσα σε ένα αιώνιο παρόν, οι άνθρωποι ζουν σαν πεθαμένοι και νοσταλγούν τον «Παράδεισο». Η σκηνοθεσία εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά την αντίστιξη του ενός χώρου στον άλλο- «Ίδρυμα Χρόνου – Παράδεισος»- υπαινισσόμενη πολιτικές καταδυναστεύσεις από την πρόσφατη ιστορία.
Το λιμπρέτο της όπερας ανήκει στον ίδιο τον συνθέτη που το εμπνεύστηκε από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Karel Capek, στο οποίο στηρίχτηκε και ο σκηνοθέτης. Ένα έργο που κινείται ανάμεσα στο θρίλερ και την επιστημονική φαντασία. Αλλά και ο Γιάνατσεκ έγινε, με τη σειρά του, αφορμή για να γράψει ο φιλόσοφος Μπέρναντ Ουίλλιαμς ένα δοκίμιο με τίτλο «The Makropulos Case: Reflections on the Tedium of Immortality» και ο Μάθιου Γκαλαγουέη ένα μυθιστόρημα με τίτλο The Metropolis Case. Η υπόθεση ανάμεσα στη φαντασία και στην υπαρξιακή αγωνία, βρίσκει ακόμα μια αφορμή για δείξει πως τέχνη και πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Η θαυμάσια απόδοση της μουσικής από την ορχήστρα της ΕΛΣ, η εμπνευσμένη διεύθυνση του βραβευμένου Σλοβάκου αρχιμουσικού Ondrej Olos, οι εξαιρετικές ερμηνείες των μονωδών και η κίνηση με την καθοδήγηση του Χουβαρδά και, τέλος, η κινησιολογία της Πατρίτσια Απέργη συνετέλεσαν στο άρτιο αποτέλεσμα. Πολύ σημαντική ήταν, όπως πάντα, η βοήθεια του Λευτέρη Παυλόπουλου, ο οποίος, με τις φωτιστικές επιλογές του, τόνισε το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη και λειτούργησε στην ανάδειξη του μέσα φωτός, που άστραψε και γνώρισε η νια τον εαυτό της (για να θυμηθούμε και τον Διονύσιο Σολωμό) και πήρε τη σωστή απόφαση. Το φως έξω υπαινίχτηκε το μέσα φως της γνώσεως. Κατά «διαβολική» συμπαιγνία της τύχης-ατυχίας, ο τενόρος Ρίτσαρντ Βέρσαλ, στην παράσταση του 1996, στη Μετροπόλιταν Όπερα, έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα που έλεγε: «Κρίμα να ζεις τόσο πολύ».
Τέλος, ο έπαινος ανήκει στο σύνολο των ερμηνευτών, μεταξύ των οποίων η πρωταγωνίστρια Έλενα Κελεσίδου, στο ρόλο της Εμίλια Μάρτυ, καταρρέουσα Μέριλιν Μονρόε, νέα 300 ετών(!), ο τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου στον ρόλο του Άλπερτ Γρέκκορ, ο Γιάννης Γιαννίσης στον ρόλο του Βαρόνου Γιάροσλαφ Πρους, ο Χρήστος Κεχρής στον ρόλο του Γιάνεκ, η Άρτεμις Μπόγρη στον ρόλο της κόρης του Βίτεκ και ο Αρκάδιος Ρακόπουλος στον ρόλο του Τεχνικού Σκηνής.
Η ζωή είναι γλυκιά αλλά στα μέτρα μιας ανθρώπινης ζωής και η τέχνη αθάνατη. Η βίος βραχύς, η τέχνη μακρά, μας παρηγορεί, διδάσκει και σώζει από την διαιώνιση της ανθρώπινης μωροφιλοδοξίας που επιζητεί την αιωνιότητα.