You are currently viewing ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ: Χαρά Πρεβεδώρου  Παραστάσεις  Εκδ. Γαβριηλίδης, 2018

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ: Χαρά Πρεβεδώρου Παραστάσεις Εκδ. Γαβριηλίδης, 2018

          Εσείς θεράποντες της φαντασίας / είστε η μοίρα των ηρώων σας

 

Και ποιοι είναι οι θεράποντες της φαντασίας; Οι δημιουργοί των παραστάσεων,  οι  εκλεκτοί  που φτιάχνουν κόσμους και ήρωες που τους ανυψώνουν αλλά και τους σκοτώνουν, τους καταδικάζουν, τους δικαιώνουν, τους βασανίζουν, χωρίς έλεος, χωρίς οίκτο.

Κι  ενώ ο τίτλος  Παραστάσεις μας οδηγεί στο θέατρο,  η ποιήτρια μας οδηγεί και πέραν του θεάτρου, στην ίδια τη ζωή. Πατώντας τη μια φορά στο σταθερό έδαφος της πραγματικότητας και την άλλη στης φαντασίας, μας δείχνει τα συγκοινωνούντα δοχεία και την συνακόλουθη τροφοδότηση της μιας από την άλλη. Τις αναλογίες τους, τις ομοιότητες, τις διαφορές τους, τη διαχρονία τους.   

Από την παρακολούθηση θεατρικών αλλά και πραγματικών δραμάτων θα προκύψει ο έλεος και ο φόβος, αλλά δεν είναι σίγουρο πως θα προκύψει και η εκ των τοιούτων παθημάτων κάθαρσις.

Και είναι αλήθεια αυτό που ο Σαίξπηρ ισχυρίζεται, «Η φύση δεν χαρίζει, δανείζει» (σονέτο 4,  μετ. Βασίλη Ρώτα), οπότε ξαναπαίρνει πίσω ό,τι δάνεισε. Νιάτα, ζωή, έρωτες κι ελπίδες. Έτσι μέσα στον παράδεισο θα την βρούμε να σέρνεται την «μαύρη αλήθεια/ το μαύρο φίδι με το μήλο».  

Η ποιήτρια μπαίνει στο χώρο με πλήρη εξάρτυση, τη φιλολογική της σκευή. Η θρησκεία, οι τραγικοί,  ο Σαίξπηρ, η παράδοση, όλη η μυθοπλασία των αιώνων ουσιαστικά μόνο, ή σχεδόν μόνο, μ’ αυτό το θέμα ασχολείται. Άλλοτε δογματικά και άλλοτε πιο ελεύθερα με  τις  «παραστάσεις» που δίνονται  όχι μόνο στη σκηνή ή στο χαρτί, αλλά και στη ζωή. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή από μια «πελώρια σκηνή» όπου «όλα μεγαλώνουν/ Για μια στιγμή είναι τέλεια κι ύστερα παρακμάζουν» (σονέτο 15, μετ. Λένια Ζαφειροπούλου), όπως έχει παρομοιάσει ο Σαίξπηρ τη ζωή· μια σκηνή όπου ο καθένας μας λέει τα λόγια του με δύναμη και φόρτε και έπειτα αποσύρεται (Μάκβεθ). Οι ήρωες σαν ηθοποιοί παίζουν το ρόλο τους, άνθρωποι σπουδαίοι με σπουδαία πάθη  που μέσα από το μέγα κατόρθωμα της τέχνης έμειναν αθάνατοι. 

Και ο Καβάφης το ίδιο· παραστάσεις στήνει. Τι βασιλιάδες και Κυράδες, τι άθλιοι κι άλλοι ωραίοι, ερωτεύσιμοι, απελπισμένοι, διαψευσμένοι,  πρόωρα δοσμένοι στον θάνατο.  Καθένας κι ένας ρόλος· παίζει τον πρωταγωνιστή στο δικό του όνειρο. Γιατί και στα όνειρά μας και στη ζωή παίζονται δράματα και όχι μόνο στις υπέρογκες αρχιτεκτονικές και στα παλάτια των Λουζινιάν, όπως θα έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης. Με μια ψευδαίσθηση ζούμε διακονημένη από τους  «θεράποντες» – ποιητές.  Η φαντασία γεννάει «ήρωες θνησιγενείς» που «πεθαίνουν με το φως του ήλιου/ σαν τα φαντάσματα» ή σαν τα όνειρα. Ο καταληκτικός στίχος του πρώτου ποιήματος «Έτσι δεν ζω ελπίζοντας να ξαναζήσω», με μια θλίψη, επαναλαμβάνει το κοινότοπο -για τους μη πιστεύοντες εις ανάστασιν νεκρών- ότι τα πάντα τελειώνουν εδώ.  Κι ενώ, για τους επιφανείς θνητούς υπάρχει η αθανασία της Τέχνης, μαύρη αθανασία δηλαδή, για τους κοινούς θνητούς δεν υπάρχει τίποτα. Άδικα διαφωνούν ο Κρέων με την Αντιγόνη· να μην θάψει τον νεκρό Πολυνείκη  εκείνος, να τον θάψει εκείνη. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις θα καταλήξει ή των σκουληκιών ή των σκυλιών βορά:  «Απλώς μεροληπτούσαμε,/ αυτή υπέρ των σκουληκιών,/ εγώ υπέρ των σκύλων», απογυμνώνοντας την αλήθεια της τιμής ή της τιμωρίας με έναν θάνατο, παρόμοιο και στις δύο περιπτώσεις.    

Όμως η Πρεβεδώρου δεν στέκεται μόνο στους ήρωες για τους οποίους διάβασε ή τους οποίους είδε στο θέατρο. Μπαινοβγαίνει στην ποιητική ατμόσφαιρα ή την δημιουργεί κι εκεί που δεν υπάρχει.  Παράδειγμα οι παλιές κηδείες.  Παλαιότερα οι άνθρωποι ξενυχτούσαν τον νεκρό στο σπίτι και αυτό το παλιό τελετουργικό είχε το νόημά του. Έδινε χρόνο στους συγγενείς να πουν τα λόγια τα στερνά τους. Να στείλουν στον άλλο κόσμο τα μηνύματά τους. Ήταν κι αυτό μια «παράσταση» που έδιναν οι πενθούντες και που, αυστηροί κριτές οι παρακολουθούντες, έκριναν αν σωστά ειπώθηκαν όσα ειπώθηκαν, αν καλά μοιρολογήθηκε ο προκείμενος νεκρός και αγγελιοφόρος του πάνω κόσμου στον κάτω. Σήμερα τέτοιο άγχος δεν υπάρχει, το τυπικό έχει αλλάξει. Ο νεκρός βγαίνει από το σπίτι ζωντανός και δεν ξαναγυρίζει.

Ήδη το έχουμε καταλάβει πως η ποιήτρια κάνει παιχνίδια με το χώρο, σαν σκηνοθέτης στήνει σκηνικά. Έτσι μέσα στο σπίτι, τη νύχτα της αγρυπνίας, στα προ της «τελετής» η μεγάλη σάλα μπορεί να μεταμορφωθεί σε Globe Theatre, όπου  παίζεται το δράμα.  Από ψηλά, «από τη φατνωτή οροφή με τους πολυελαίους/ πρέπει να στάζουν στα μαλλιά των θεατών / σταλαματιές πηχτές σαν κέρινες… Την οροφή κοιτώντας τη βλέπεις τη βροχή σαν κλάμα τ’ ουρανού» ή  σαν τα άστρα που σχολιάζουν από ψηλά τα δρώμενα  – the stars in secret influence comment, λέει πάλι ο Άγγλος βάρδος.   Η ποιήτρια καθυστερεί με τη λέξη «βρέχει», που κλαίει, και δίνει στο ποίημα δράση, ενώ φαινομενικά όλα είναι ήρεμα.  Ωστόσο, το κοινό «παραφυλάει…/ επευφημεί, γιουχάρει/ … αν το πειράξεις χύμηξε μηκώμενο, / αλλ’ αν το κολακέψεις / ανοίγει φτερωτή ουρά/ με μάτια παγωνιού». Πάντα αρέσει ο καλός ο λόγος και πάντα νικά τον κακό. Γεγονός, πάντως, είναι ότι ο άνθρωπος βγάζει προς τα έξω ό,τι εισπράττει ή ό,τι, από αιώνων βάσανα, έχει αποταμιεύσει. Ευκολότερα γιουχάρει παρά επευφημεί. Πιο πρόχειρους έχει τους διαβόλους παρά τους αγγέλους.

Οι θεατές του εξώστη βλέπουν από ψηλά και θέατρο και θεατές πλατείας σαν του Σικελιανού «οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες» μου φαντάζουν. Βλέπουν τους θεατές που βλέπουν. Βλέπουν δυο έργα, το ένα μέσα στο άλλο. Θέαμα εν θεάματι δηλαδή, γνωστή σαιξπηρική, και όχι μόνο, τεχνική,  μέχρι να έρθει η ώρα να γίνουν  και οι θεώμενοι θεατές.   

Το γέλιο, γράφει η ποιήτρια, είναι «θρασύ», ενώ το «δάκρυ κρύβεται». Με το γέλιο κρύβουμε το δάκρυ και συχνά γελάμε για να μην κλάψουμε.

Ο «Οθέλλος» θέτει «τη μεγαλύτερη αυταπάτη της ζωής επί σκηνής.
«Οι αιώνιοι έρωτες/ είναι της φαντασίας εφευρήματα:/παράφοροι εραστές ορκίζονται αιώνια πίστη·/  απ’ όλα τα αιώνια το πιο σύντομο». Κι εκείνο που πικραίνει πιο πολύ  είναι το σχόλιο, για την αιώνια  πίστη  που δεν σέβεται αυτό που υπόσχεται. Το παράδειγμα του Οθέλλου έρχεται να βεβαιώσει τη συντομία του «αιώνιου» έρωτα και την λήθη που θα έπεφτε στην ιστορία «αν πάνω της δεν έσταζε μελάνι». Ωστόσο, αρκεί ένας μαύρος, ευέξαπτος, άμυαλος, ζηλότυπος αιμοβόρος, ένας σατανικός και φθονερός παραστεκάμενος – άρρωστοι από ζήλια ο ένας και από φθόνο ο άλλος- μια ερωτευμένη και μερικές κακές συγκυρίες, προδότρες όλες, για να ανατραπούν τα πάντα και να συνταχθούν με το μέρος της αδικίας. Γιατί τα νήματα της ζωή κινούν δυνάμεις έξωθεν ορμώμενες.  

Στο ποίημα «Άμλετ», η ποιήτρια συγκρίνει τον ήρωα με τον Ορέστη- ένας νεκρός πατέρας, ένας βέβηλος διεκδικητής του θρόνου, μια βιαστική αρχομανής μάνα. Στην Όπερα (Τραβιάτα, Κάρμεν,  Τόσκα, Μιμή, Μπατερφλάι), όλες οι ηρωίδες πεθαίνουν από αγάπη -ο έρωτας γίνεται θάνατος, «Για μια γλυκιά βραδιά μέρες και μέρες πικρές» – «Το λίγο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ», θα ακούγαμε εδώ τον Οδυσσέα Ελύτη να υπενθυμίζει.  «Κράτος ασυδοσίας ο έρωτας/ και δεν μπορείς να διεκδικήσεις δίκιο». Ο «Επιφανής πατέρας» του επιφανέστατου ομηρικού ήρωα, του Αχιλλέα, είναι μια ωραία ποιητική αφήγηση, μια αποκαθήλωση. Δια στόματος Πρεβεδώρου, «γεννήθηκα κι ήταν απών/ σαν τους νεκρούς ή τους θεούς,/ όταν τους θέλεις» και να τώρα πώς αναδύεται το Θείο Δράμα, παράσταση κι αυτό: “Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες”, πόσο λαμπρά ταιριάζουν όλα. Πιο κάτω, η συγκλονιστική, υπαρξιακή μοναξιά:  «Αν με θυμήθηκε αυτός ποτέ,/ οι ποιητές, κι όχι εγώ, το ξέρουνε».

 

Η ποιήτρια – φιλόλογος αξιοποιεί τον μύθο, την αμφισβητούμενη πληροφορία, έστω λιγάκι παρήγορη, ότι ο κατάδικος, δούλος, σκλάβος, «Ανώνυμος» Αθηναίος στη Σικελία σώθηκε επειδή απάγγελλε, λέει, στίχους του Ευριπίδη. Η Ιφιγένεια, με την ηρωική της στάση, είπε στο θέατρο αυτά που οι Αθηναίοι ήθελαν να ακούσουν. Τι θέατρο, τι Αυλίδα, σημασία έχει «το πρόσχημα να κυριεύουμε τις Τροίες».

Η Χαρά Πρεβεδώρου κινείται από το μύθο στην πραγματικότητα, όπως είπαμε, και τούμπαλιν.  Συγκοινωνούντα δοχεία επανατροφοδοτούμενα η ζωή και η τέχνη. Πάθη επιφανών πλασματικών ηρώων αναπαράγουν σε μεγάλη κλίμακα πάθη κοινών θνητών. Τα δράματα της καθημερινής ζωής περνούν μπροστά από τα μάτια της. Μια Τραβιάτα είναι και η «γιαγιά» που χήρα μεγάλωσε στην κατοχή τέσσερα παιδιά· η  μία έγινε ηρωίδα από τον Δουμά και σταρ από τον Βέρντι. Γλέντησε, χάρηκε, πέθανε. Η άλλη, ένας θεός ξέρει τι έκανε για να ζήσει τα παιδιά της. Ίδιες και οι δύο, αλλά διαφορετικές, σε άλλη κλίμακα, με άλλα κοστούμια, ρομαντική η μία, ρεαλιστική η άλλη.  

Στα νησιά μας – εκείνα που ύμνησε ο Μπάιρον- «τα γαλανά νερά δελφίνια και μικρές φώκιες…  αν γίνεται ιδιότροπο το κύμα / …φέρνει πού και πού νεκρά κορμιά στις δαντελένιες άκρες… μανίκια που σαλεύουν σαν φυτά της θάλασσας,/ πιπίλες μέδουσες,/ μαντίλες σαν χρωματιστά σαλάχια/ κι αθώα ανθρωποφάγα ψάρια/ θαλασσινοί πίνακες/ που διακοσμούν βυθούς»· και να πώς η πραγματικότητα των νεκρών γίνεται τέχνη ζωντανή.

Με μια μικρή στροφή της κλείδας, οι θεράποντες της φαντασίας βρίσκουν  πλούσιο υλικό στην καθημερινή ζωή για να πλουτίσουν την τέχνη τους. Ένα κορίτσι να το κάνουν ηρωίδα, ένα γιο, θύτη και θύμα, έναν ερωτευμένο,  φονιά, έναν πρόσφυγα, τροφή για τα ψάρια.  Παραστάσεις στήνουν οι θεράποντες και ο νοών νοείτω. Ένα είναι το τελικό συμπέρασμα: ο υπομονετικός «πανδαμάτορας», με την  «παράξενη σιωπή του σπιτιού,/ όταν όλοι έχουν φύγει» και που «ό, τι το στέριωσε / λαγοκοιμάται κάτω απ’ τα πλακάκια […] κι εκείνο που λαγοκοιμάται με ανοιχτά μάτια κάτω απ’ τα πλακάκια,/ περιμένει να φύγω κι εγώ,/ να κάνει κατοχή στο σπίτι». Περιμένει άγρυπνο, ξάγρυπνο, απειλητικό.

Και η αυλαία των Παραστάσεων πέφτει με το «Κασκόλ»:

Μ’ ένα μακρύ κασκόλ σαν πετραχήλι / στο Βήμα ο νέος ως λειτουργός της Ποίησης. /Μακρύ το ποίημα, δραματικό/ και κατά την απαγγελία/ μάκραιναν όλα τα φωνήεντα/ και κάποια σύμφωνα λαρύγγιζαν. / Μα δεν επιτελούνταν το μυστήριο / κι οι στίχοι έβγαιναν από μεγάλο στόμα/ σαν νεκρά έμβρυα./ Ασάλευτοι οι ακροατές και οι ψυχές τους, σάλευε μόνο το μακρύ κασκόλ./ Ήρθε στο νου μου η καβάφεια σκάλα· / θέλεις  καθώς ανέβαινε το πρώτο σκαλί,/ να μπουρδουκλώθηκε ο νέος στο κασκόλ του;

Με κασκόλ και Οίηση,  που την πέρασε για Ποίηση, στα παρασκήνια θα πάει κι αυτός, με τη σειρά του, αν δεν παρέμενε σκυλί που αλυχτά στην πόρτα της αφέντρας και Κυράς. «Είμαι η μεγαλύτερη Κερά του κόσμου» και πρέπει «στην πόρτα να με περιμένης… κάθε μέρα».  λέει ο Αλεξανδρινός.  

Η Πρεβεδώρου, με αυτή, την έκτη, ποιητική της συλλογή της, συνεχίζει την ωραία φιλοδοξία, να θεραπεύει τη φαντασία, να αντλεί από την πραγματικότητα. Ξέρει τα σύνεργα,  από μέσα ελέγχει τη θέα έξω, έχει την πείρα της ζωής και της τέχνης που υπηρετεί, δεν έχει αυταπάτες για την υστεροφημία, ούτε  για το πώς τελειώνουν όλα εδώ. Βλέπει το χρόνο που τρέχει με τα μάτια ανοιχτά και, με τα όπλα της δικής της υφαντικής, υφαίνει εμπόδια στον θάνατο, αλλά δεν τον καλοπιάνει. Εκείνος στα δικά του κι εκείνη κι εμείς στα δικά μας. Όλα μια ακόμα καλή παράσταση, πριν τη μεγάλη ΑΥΛΑΙΑ.  

 

Η Χαρά Πρεβεδώρου γεννήθηκε στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, υπηρέτησε στη Μέση Εκαίδευση. Οι Παραστάσεις είναι η έκτη ποιητική συλλογή της. Οι άλλες είναι: Αλμύρα 2014, Χρόνος  ο ακέραιος 2013, Δορυφογραφήματα 2011, Οι περιπατητές 2009, Σήματα 2007
όλα από τις εκδόσεις Γραβριηλίδης.

 

 

                                         

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.