Κείνος που αδίκησε ας αδικήσει ακόμη…
Κι ο δίκαιος πιο δίκαιος ας είναι
(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη)
Το περί αισθητικής θέμα της ποίησης του Άγγελου Σικελιανού που θέτουν οι δύο ανθολόγοι, πανεπιστημιακοί καθηγητές και ποιητές οι ίδιοι Χάρης Βλαβιανός – Ευριπίδης Γαραντούδης με βάζει στην σκέψη να αναρωτηθώ – επειδή αρκετοί στην Εισαγωγή του βιβλίου εκφράζουν αρνητική άποψη για την αισθητική του Σικελιανού- αν μπορώ συλλήβδην να ακυρώσω και τους Αρχαίους Έλληνες γιατί φορούσαν χλαμύδα και όχι μπλουτζίν, είχαν περιποιημένη κόμη και δεν ξύριζαν το κεφάλι. Δεν λέω πόσο οπισθοδρομικοί ήταν αφού δεν έκαναν ούτε τατουάζ!
Ζητώ συγγνώμη για τον εύκολο παραλληλισμό, αλλά κάθε εποχή έχει την αισθητική της και δεν θα επιβάλει ο κριτικός τη δική του αισθητική στον δημιουργό ούτε ο δημιουργός θα απολογηθεί γι’ αυτήν. Ο Σικελιανός κατέβασε τον πήχη της φωνής του μύστη μέσα του για να ανεβάσει τη χαμηλή φωνή του ψηλά κ. ά. Θα κρατήσω την άποψη του Ζήσιμου Λορεντζάτου ότι ο Σικελιανός είναι «αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα» και θα παρακάμψω όλους όσοι μίζερα καταδίκασαν την αισθητική του ποιητή κ.ά.
Για να θυμηθούμε τον Σεφέρη, που ως φαίνεται ακόμα δεν τον αποκαθηλώσαμε, δεν μπορεί κανείς να διατάξει την ποίηση να μην ξεπεράσει ορισμένα όρια… Εκ των υστέρων, ο κάθε κριτικός κάνει φιγούρα πάνω στο έργο ενός μεγάλου ποιητή, σαν ψαράς που επιδεικνύει τη μαρίδα του και σχολιάζει αρνητικά την τσιπούρα του άλλου. Ούτως ή άλλως ο καθένας για τον εαυτό του γράφει και με τη φωνή της εποχής του. Να «μαλώσουμε» λοιπόν τον ποιητή γιατί δεν γράφει όπως αρέσει σε μας; Μα, ας αναρωτηθούμε ποιοι κρίνουν ποιον;
Ανθολογώ από την Εισαγωγή της Ανθολογίας. Με εξαίρεση τον Σολωμό (ο Κάλβος εξαιρείται;), ο Σικελιανός μαζί με τον Παλαμά είναι οι μεγαλύτεροι ποιητές του 19ου αι. κι ας έζησαν μέχρι τα μισά του εικοστού. Παραλείπουν εδώ οι συντάκτες τις ενδιαφέρουσες απόψεις του Γ. Π. Σαββίδη για τον Σικελιανό, διατυπωμένες σε πολλά κείμενά του, αλλά και το πόσο επαινετικά μιλάει ο Ελύτης για τον Σικελιανό στα Ανοιχτά Χαρτιά, ο οποίος μαζί με τα δημοτικά τραγούδια και τον Παλαμά κρατάει το κέντρο του ποιητικού μας κόσμου και τον Σικελιανό, όπως ο Πάουντ, ο Έλιοτ, ο Ρεμπώ και ο Λωτρεαμόν στον δικό τους!!! (σελ. 74). Ούτε χωρίζει τον Σικελιανό βαθύ χάσμα από εκείνους που ήταν μοντερνιστές δηλαδή τον Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο. Να θυμίσω ακόμα το σχόλιο του Ελύτη ότι ο Σικελιανός, που είχε «ιδιοσυγκρασία ισχυρότατη, ετοίμαζε εκπλήξεις και προεκτάσεις, άξιες να τον φέρουν ως τις δικές μας γραμμές» (σελ. 100). Ακόμα. Ο Σικελιανός είναι εκείνος που θα διαβάσει το Φόνο στη Μητρόπολη του ΄Ελιοτ σε ένα από «Όνειρα» του Ελύτη (σελ. 163)· για τον ποιητή του Άξιον Εστί, ο Σικελιανός ήταν ανοιχτός σε όλα τα ρεύματα, (σελ. 270)· «ήταν ο τελευταίος που σήκωνε στην εποχή μας το βάρος του ρόλου μιας θεότητας (σελ. 271)· ήταν και «το σκαρί του… φτιαγμένο για να σ’ εμπνέει στις τρικυμίες» (285)· «μορφές μεγάλες σαν του Σολωμού, του Κάλβου… του Σικελιανού…» (362). Και είναι πολλές οι αναφορές στο έργο του Σικελιανού, επαινετικές όλες, με όποιες μικροεπιφυλάξεις σε ορισμένα σημεία. Ο Σεφέρης επίσης αναφέρεται πολύ συχνά στις Μέρες του στον Σικελιανό και στο έργο του που φανερώνουν πως υπάρχει μια πολύ βαθιά συγκίνηση και υπόγεια σχέση.
Οι ανθολόγοι επέλεξαν να «εκθέσουν» τον Σινόπουλο που είδε το έργο του Σικελιανού σαν «τούρτα» και φοβάται μήπως και ο ίδιος μαζί με τον Σεφέρη (δεν διστάζει να σταθεί πλάι του!), θεωρηθεί «τούρτα». Όχι, ας μη φοβάται, δεν θα του την κάνουνε τη χάρη. Ας αφήσει τον ποιητή να καίγεται κι αυτός ας μείνει έξω από τη φωτιά να χειροκροτάει.
Τελικά, αυτή η Εισαγωγή των δύο ανθολόγων είναι πολύ ενδιαφέρουσα για την έμφαση που δίνει στους αντιγνωμούντες πάνω στην πλάτη του έργου του Σικελιανού. Δεν υπάρχει δηλαδή ίση αντιπροσώπευση απόψεων, αλλά βαραίνουν πολύ οι αρνητικές. Και φτάνω στο σημείο που είχε φτάσει ο Σκαρίμπας: «ποιοι κρίνουν ποιον;».
Θεωρώ, λοιπόν, το βιβλίο με την εισαγωγή του μεγάλη προσφορά στο είδος, γιατί, πέρα από το αν ο Σικελιανός είναι ή δεν είναι ό,τι είναι, μας έδειξε πόσοι είναι εκείνοι που ψάχνουν να βρουν κάτι για να ξηλώσουν και όχι να ορθώσουν, λες και ο κάθε ποιητής δεν έχει δικαίωμα να πει τα πράγματα, όπως εκείνος τα αισθάνεται, ενώ τα έχει ένας δευτεροτριτοκλασάτος «κομψός» κριτικός και αργόσχολος γραφιάς, για να θυμηθούμε τον Ν. Εγγονόπουλο.
Συγκρατώ από τις κρίσεις των ανθολόγων τα εξής:
Ο Σικελιανός είναι μονιστής. Σταθερό θέμα της ποίησής του είναι ο εαυτός του «που ζει την κατά κανόνα απολαυστική σχέση του με τον κόσμο…». Χαρακτηριστικά της ποίησής του: λυρικός οίστρος, έμμετρη φόρμα, αυτοβιογραφισμός, λατρεία της ελληνικής φύσης, βαθιά αισθητηριακή και αισθησιακή σχέση με τον κόσμο, διαρκής συναισθηματική έξαρση, πίστη στις μυστικιστικές λατρείες της αρχαιότητας και βίωσή της ως ζωντανού παρόντος. Αφήνω ασχολίαστα τα ναι μεν αλλά. Ενδιαφέρον έχει η σύγκριση της Φοινικιάς του Παλαμά με το Μήτηρ Θεού του Σικελιανού, του Μήτηρ Θεού με το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Καβάφη (γιατί όχι και με τη «Φοινικιά»;). Οι προσωπικές περιπέτειες, η ηλικία και υγεία του ποιητή επέδρασαν σε ποιήματα όπως «Ιερά οδός» και «Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι», όπου συμπάσχει με τους άλλους ανθρώπους τους οποίους αντιλαμβάνεται ως οικείους ή ομοίους.
Η ανθολόγηση έγινε με κριτήριο την αισθητική απόλαυση, το ιστορικό και το θεματικό κριτήριο. Είναι ένα ευρύ πανόραμα και ο Σικελιανός κρατάει τη θέση του στη ζωή μας «την έχει και συνεχίζει να την διεκδικεί με μερικά αριστουργηματικά ποιήματα, όπως, «Ορφικά» και «Ίμεροι». Και με πολλά άλλα, θα συμπληρώσω.
Ακολουθεί η Ανθολόγηση, αλλά ενοχλεί ένας αναχρονισμός στις χρονολογίες δημοσίευσης των ποιημάτων. Ξεχνώντας τι έχει ειπωθεί στην Εισαγωγή, οι αναγνώστες απολαμβάνουμε λιονταρίσια ποίηση «στη μεγάλη /της αμμουδιάς απλωσιά».
Και ένα τελευταίο. Το Επίμετρο της διστρισεγγονής του ποιητή από την Αμερική, με ένα τελείως άσχετο θέμα και περιθωριακές πληροφορίες, τι σχέση έχει με την Ανθολογία;
Και μια παρατήρηση: δεν είναι ωραία η φωτογραφία του εξωφύλλου με τον ποιητή σαν να ζητιανεύει στα σκαλάκια – πολλώ μάλλον που ο τίτλος του βιβλίου αφορά τον «άναρχο έρωτα»! Ο Σικελιανός ήταν ΑΡΧΟΝΤΑΣ κατά γενική ομολογία ακόμα και όταν στεκόταν στη σειρά για το συσσίτιο στην Κατοχή…
Χαράζει τάχα, ω σύντροφοι, μπροστά μας, ή βραδιάζει;
Το φως που μπήκαμε έμοιασε βαθύ, παντοτινό,
κι όλη μας νιώθουμε η καρδιά σα μια σπονδή ν’ αδειάζει
από κρατήρα ατίμητο μπροστά στον ουρανό…