Μια φωνή από μακριά
Ίσως, θα έπρεπε να προσδιοριστεί ότι το «μακριά» δεν έχει να κάνει τόσο με τον τόπο ή με τον χρόνο αλλά με το είδος. Και αυτό προκύπτει από την εισαγωγική ενότητα του βιβλίου
«Ο κόσμος της Άι Ογκάουα (μια σκληρή ζωή πίσω από τους μύθους)»
Πατάω δυνατά το γκάζι.
Θα επιστρέψω στο σπίτι, στη βρόμικη αυλή, στον βόθρο,
σ’ εσένα, που σκάβεις εκεί πέρα ένα πηγάδι
θα μπορούσες να το γεμίσεις με τον ιδρώτα σου
αν και δεν υπάρχει κανένας λόγος για να το θέλω
………………………………
Αυτό που θέλω πάνω από όλα είναι σκληρό,
χτυπάει πάνω στα δόντια μου
πάει πάλι πίσω και με δαγκώνει
(Σκληρότητα»)
Η γνωστή λογοτέχνις Διώνη Δημητριάδου μας βάζει στον κόσμο της ποιήτριας την οποία έχει μεταφράσει και ανθολογήσει, μαζί με τον Βαγγέλη Αλεξόπουλο. Στην πολύ καλή εισαγωγή της –μελέτη- μας δίνει λεπτομερώς τον κόσμο της ποιήτριας, τις σκέψεις, τις ιδέες και τον τρόπο.
Μας δίνει και μας δείχνει «το σκληρό σώμα της ποίησης» της Ογκάουα, και μας κάνει συμμέτοχους του πάθους τη ποιήτριας και συνοδοιπόρους στον «ιδιόμορφο και δυστοπικό» κόσμο της.
Η Δημητριάδου χαρακτηρίζει τη φωνή της Ογκάουα δραματικό μονόλογο και όχι εξομολόγση, τη βλέπει σαν ηθοποιό στη σκηνή που «εκτίθεται», τους χαρακτήρες της σαν περσόνες ή πρόσωπα αληθινά που μεταφέρει αλλοιωμένα, και οπωσδήποτε μας ποειδοποιεί να μην ταυτίσουμε την ποιήτρια με το ποιητικό υποκείμενο.
Στα «Είκοσι χρόνια γάμου» η σκηνή στο φορτηγό με τα σπασμένα τζάμια και το κρύο στήνει ένα τελείως αντιερωτικό ντεκόρ, το οποίο όμως υποβάλλει την αίσθηση μιας τελευταίας καταφυγής, σε μια σχέση που δεν υπάρχει πια ή δείχνει ότι οι συμμετέχοντες απλώς δεν έχουν πεθάνει ακόμα:
Μ’ έχεις να περιμένω σ’ ένα φορτηγό…
Βιάσου. Τίποτα δεν φοράω κάτω από τη φούστα μου απόψε.
……………………………..
Έλα μωρό μου ρίξε με ανάσκελα
Κάνε πως τίποτα δεν μου χρωστάς
Κι ίσως να ξεφύγουμε από δω,
ν’αφήσουμε το παρελθόν έναν σωρό πίσω μαςˑ
παλιές εφημερίδες που δεν θα διαβαστούν ξανά.
Θα κατέτασσα στα πιο συνταρακτικά το ποίημα «Έκτρωση», επειδή «οι φτωχοί δεν έχουν παιδιά», το θέμα του οποίου μοιάζει να συνεχίζεται στο επόμενο ποίημα «Κλαίω προσεύχομαι για την ψυχή του, / χύνω γάλα στον τάφο του/ και το κάνω γιατί κάποτε σ’ αγάπησα».
Ισχύει αυτό που υποστηρίζει η Δημητριάδου: «Οι ήρωες εντάσσονται ομαλά στο περιβάλλον που η ποιήτρια φροντίζει να φτιάξει γι’ αυτούς» και ακόμα εντυπωσιακό είναι το ότι «οι προσωπικές σχέσεις κρύβουν … μια βαναυσότητα, έναν διεστραμμένο αυθορμητισμό που ξαφνιάζει».
Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε εδώ να προσθέσουμε την πληροφορία ότι η ποιήτρια προέρχεται από Ιάπωνα πατέρα και Αφρικανίδα μητέρα, έζησε στο Τέξας και αν όλα αυτά, ως διαφορετικές καταβολές μετρούν στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα και κυρίως στον τρόπο που τα εκφράζει. Η Δημητριάδου σχολιάζει τη θεατρικότητα των ποιημάτων, τα οποία βλέπει μικρές πεζές αφηγήσεις, ότι το αισθητικό περιβάλλον δείχνει την ιδεολογία της και το ήθος της.
Στο ποίημα «Πεντηκοστή» με την ένδειξη «για Μένα», σαν να λέμε μου το αφιερώνω, o πρώτoς στίχος είναι «Rosebud Morales, φίλε μου». Η πρώτη λέξη όμως είναι φορτισμένη από την ταινία του Όρσον Ουέλλς Πολίτης Καίην, όταν στο τέλος της ταινίας ο Καίην λέει την τελευταία του λέξη: Rosebud. Το τι εννοούσε με αυτήν έμεινε διαρκής απορία. Ήταν το χαμένο όνειρο, ήταν τόπος, ουτοπία, χρόνος, αθωότητα;;;
Πιστεύω πως η Ογκάουα σκόπιμα έδωσε έμφαση στο όνομα του Morales, φίλου του Emiliano Zapata, και χάρη σ’ αυτή την ευτυχή συγκυρία, της συνάντησης μιας εμβληματικής λέξης με ένα όνομα κι έναν επαναστάτη, εξέφρασε προσωπικές θέσεις πάνω στον άνθρωπο και στην εκμετάλλευση και πάνω στο θέμα της δίκαιης εξέγερσης:
Αγόρια πάρτε τη γη, πάρτε τη, είναι δική σας
Αν υποφέρεις μέσα στον τάφο
και από κεί μπορείς να σκοτώσεις.
Συγκλονιστικά τα ποιήματα «Ο Καλός ποιμήν», «Σαλώμη», «Η ιστορία της μητέρας» για τα τραγικά σημαινόμενά τους, το αγόρι που σπρώχνει με το πόδι στο χαντάκι ο πρώτος, το κομμένο γαρύφαλλο σαν κεφάλι του βαπτιστή η δεύτερη, τη μητέρα που πρέπει να είναι πάντα έγκυος με παιδί ή με γνώση η μητέρα.
Κι η φρίκη/ δεν κουβεντάζεται γιατί είναι ζωντανή/ γιατί είναι αμίλητη και προχωράει, λέει ο Σεφέρης σε άλλα συμφραζόμενα, χρόνο και τόπο, αλλά πάντα και παντού επίκαιρα.
Η Άι Ογκάουα, εκτός από τον Ιάπωνα πατέρα και την Αφρικανίδα μητέρα, έχει ρίζες στους ιθαγενείς Ινδιάνους, στους Ιρλανδούς και στους Ολλανδούς, γράφει ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος στο λεπτομερές βιογραφικό σημείωμ που παραθέτει στο βιβλίο. Η ποιήτρια σπούδασε ιαπωνική γλώσσα και μελέτησε τον Βουδισμό, έκανε πάρα πολλά πράγματα στη ζωή, είδε και γνώρισε. Επέλεξε η ίδια το όνομά της «Ai», επειδή το Α είναι το ένα και το i είναι το δέκα. Και δυο μαζί κάνουν έντεκα που σημαίνει πνευματική δύναμη. Το i είναι το απρόσωπο εγώ του σύμπαντος και το γράφει και ως αιγυπτιακό ιερογλυφικό. Η Άι λοιπόν, όπως επιθυμεί να είναι γνωστή, έχει ένα πλούσιο πολυπολιτισμικό υπέδαφος, εκ γενετής ή επίκτητο, είναι το αποτέλεσμα μιας συγχώνευση ποικίλων καταβολών, σκοτεινών και ανοίκειων στον Ευρωπαίο αναγνώστη διαθέσεων και επιθυμιών, κάτι σαν τα μάγια των μάγων και άλλα των ιθαγενών συνήθεια, τα οποία ταράζουν τον αναγνώστη, εξάπτουν τη φαντασία, διεγείρουν το επιθήλιο της επιθυμίας να δουν και να μάθουν έναν άλλο κόσμο, έξω κόσμο, πίσω από το λούστρο του πολιτισμού, όπως τον ξέρουμε ή όπως εθελοτυφλώντας νομίζουμε ότι τον ξέρουμε. Η Άι μας πρσφέρει με ωμότητα τον ρεαλιμό της, ξεγυμνώνει από κάθε απίφαση την αλήθειά της ή την εμπλουτίζει με το ψέμα της.
Υπερβολή, αποκάλυψη, ηθική και ανηθικότητα, σκληρότητα και ωμότητα, ελεύθερη από φόβο και ντροπή, είναι μία σπουδαία ποιήτρια, προβεβλημένη και βραβευμένη για το έργο της.
Τελευταίο ποίημα του βιβλίου είναι το «Χρονικό του καρκίνου» σε τέσσερα στάδια, όπου καταγράφει την προσωπική της περιπέτεια:
Δεν μπορούσε να είναι βέβαιη…
Μήπως ήταν ένα καρούμπαλο; …
Προσευχές στην Παρθένο Μαρία…
…………………………
Ήξερε ότι έπρεπε να δει γιατρό….
Ο γάτος ο Μπου-μου κάθισε και την κοίταζε…
Ο Μπου-μου αρρώστησε…
πέθανε από λευχαιμία των αιλουροειδών…
ήταν ακόμα ζωντανή,
Αν και είχε αποφασίσει να πέθαινε τον Δεκέμβριο …
Δεν μπορούσε να πιει από το ποτήρι…
Τώρα στη διάπλατα ανοιχτή πόρτα του θανάτου,
Περπάτησε διασχίιζοντας το κατώφλι …
Σε έναν τελευταίο σπασμό
Ο κατακλυσμός της σταμάτησε .
Έτσι προέβλεψε και κατέγραψε την τελευταία της μέρα.
Το βιβλίο με τα σημειώματα και τις διευκρινίσεις των δύο ανθολόγων –μεταφραστών είναι μία περιπέτεια ψυχής και πνεύματος μιας φωνής που έρχεται από μακριά, για να μας γνωστοποιήσει κάτι διαφορετικό, δυνατό αλλιώτικο και αληθινό.