στο κέντρο ελέγχου Τηλεοράσεων, με την χορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού
Αν ο αναγνώστης που πάει στο θέατρο για να δει ένα έργο του Άντον Τσέχωφ (1860-1904), ας πούμε τον Θείο Βάνια, έχει ρίξει μια ματιά στη ζωή και το έργο του μεγάλου δραματουργού του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας, καθόλου δεν θα εκπλαγεί από όσα θα πουν οι ήρωές του επί σκηνής. Θα αναγνωρίσει τον Τσέχωφ μοιρασμένο στους ρόλους του έργου. Γιατί ο Τσέχωφ, εκτός από γιατρός και θεατρικός συγγραφέας, ήταν και άνθρωπός με μεγάλη κοινωνική προσφορά. Στο περιβάλλον του ήταν επιφανείς διανοούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο Μαξίμ Γκόρκι και ο Λέων Τολστόι. Με τις γνωριμίες του και την επιρροή του έκανε περισσότερα για τους φτωχούς και αδύνατους, που είναι στους πολλούς άγνωστα, από όσα έκανε για το θέατρο που είναι γνωστά.
Στο λoιμό τού 1891-1892, όταν ο τύφος την πρώτη χρονιά και η χολέρα τη δεύτερη, θέρισαν τον κόσμο, μπήκε επικεφαλής στην εκστρατεία βοηθείας, ενώ ο Τολστόι με δικά του χρήματα οργάνωσε συσσίτια. Όταν η επιδημία εξαπλώθηκε και στην πόλη Τούλα, ο Τσέχωφ εξόπλισε ιατρικό κέντρο, ενημέρωνε 25 χωριά και το βράδυ έκανε εφημερία. Έφτιαξε σχολείο και κινητοποιήθηκε για την κατασκευή σανατορίου φυματικών της Γιάλτας. Ήταν τριάντα χρονών και άρρωστος από φυματίωση, όταν πήγε στη Σαχαλίνη, τόπο εξορίας, στην ουσία νεκροταφείο ζωντανών, για να τους καταμετρήσει και να θυμίσει στον κόσμο ότι υπάρχουν. Πήγε χωρίς κρατική εντολή, χωρίς χορηγό, χωρίς υπηρέτες, χωρίς σωματοφύλακες, χωρίς να διαμαρτύρεται από τη φυματίωση που τον βασάνιζε· η ζωή στη Σαχαλίνη ήταν «ζωή σε αποθήκη με όλη τη μηδενιστική σημασία της λέξης», έγραφε. Τον αποκάλεσαν «βάρδο της απελπισίας», πράγμα που φάνηκε σε όλο το έργο του και ιδιαίτερα στον Θείο Βάνια, το κύκνειο άσμα της απελπισίας του, δημόσια διαμαρτυρία του για τα δεινά που πλήττουν τη Ρωσία στο τέλος του 19ου αιώνα και σφραγίδα της απαισιόδοξης πίστης του στο ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει στη ζωή. Ο Τολστόι τον αποκάλεσε «ασύγκριτο ζωγράφο της ζωής».
Στη θεατρική παράσταση, στην πρώτη πράξη, ο γιατρός Άστρωφ (Γιωργής Τσαμουράκης) λέει ότι πήγε «στο Μαλίντσο για την επιδημία· εξανθηματικός τύφος. Στα χαμόσπιτα άνθρωποι στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο, βρόμα, δυσωδία, καπνός και τα μοσχάρια καταγής». Ήδη ο συγγραφέας μας έδωσε το προσωπικό του στίγμα. Στο ερώτημά του αν «οι άνθρωποι που θα ζήσουν 100, 200 χρόνια μετά θα μας θυμούνται, εμάς που ανοίξαμε το δρόμο; Δεν θα μας θυμούνται», η Νένα του λέει πως θα τους θυμάται ο Θεός. Τον θυμάται και το παγκόσμιο κοινό.
Ο Τσέχωφ κατάφερε με τον Θείο Βάνια να αναδείξει τις κοινωνικές ποικιλίες, συμπεριφορές και συναισθήματα ενός λαού μέσα από τα μέλη μιας οικογένειας· εκείνον που δουλεύει και θυσιάζεται για τους άλλους –Θείος Βάνιας (Κώστας Κουτσολέλος), που δουλεύει σκληρά και δεν απολαμβάνει τίποτα. Η μικρή έξοδος από την απομόνωσή του, η προσπάθεια να γοητεύσει την Ελένα, η απόπειρα να σκοτώσει τον αδελφό του, θα αποτύχει. Όλος μια καταγγελία εναντίον των ανθρώπων που προσποιούνται ότι είναι κάτι ή κάποιοι που δεν είναι.
Ο γιατρός Άστρωφ (Γιωργής Τσαμουράκης) είναι ο άνθρωπος του καθήκοντος και τρέχει σε όποια δυσκολία. Φέρει βαρέως το ότι ένας ασθενής του πέθανε στην νάρκωση, είναι ερωτευμένος με την Ελένα, αγαπά τη γη και τα δέντρα της, τη γνήσια ζωή στην εξοχή, πονάει για την καταστροφή του περιβάλλοντος και απηχεί με τον καλύτερο τρόπο τις ιδέες του Τσέχωφ.
Ο καθηγητής -συγγραφέας (Παναγιώτης Καλαντζόπουλος), αδελφός του Βάνια, αδιαφορώντας πλήρως για το κτήμα, το σπίτι, τις οικογενειακές ρίζες, καθαρά ορθολογιστικά, θέλει να το πουλήσει και ενδιαφέρεται μόνο για τα αδιάφορα και «άχρηστα» γραπτά του. Για την έμπνευση που δεν έχει. Η νεαρή και πανέμορφη γυναίκα του Ελένα (Ανθή Ευστρατιάδου) μια καλλονή που πλήττει θανάσιμα, ενώ με την παρουσία της έχει δημιουργήσει ψυχική αναστάτωση στους άντρες και στις γυναίκες, ζει έντιμα πλάι στον βαρετό, γέρο άντρα και αρνείται τον έρωτα που της προσφέρει ο γιατρός, ενώ φλέγεται γι’ αυτόν.
Η κόρη του συγγραφέα, από τον πρώτο του γάμο, η Σόνια, (Σύρμω Κεκέ) δουλεύει και αυτή με τον θείο Βάνια σκληρά, είναι απελπισμένα ερωτευμένη με το γιατρό, χωρίς ανταπόκριση και χωρίς ελπίδα ποτέ να τον αποκτήσει. Βιώνει τραυματικά το ότι είναι «άσχημη» και συγκλονιστικά ειλικρινής στο ξέσπασμά της.
Ο βοηθός στο σπίτι Ιλιά Ιλίτς Τελιέγκιν (Δημήτρης Ντάσκας), ευγενικός και αθόρυβος, σχεδόν αόρατος, ζει στη σκιά, διακριτικά, αφιερωμένος στην υπηρεσία των άλλων. Με χριστιανικά αισθήματα αγάπης και αυταπάρνησης. Συγκινητικός στο ρόλο του, αναμφισβήτητη η ειλικρίνειά του. Δεν διεκδικεί, παρά το ελάχιστο της παρουσίας του στο τραπέζι της maman, φροντίζει για όλους είναι το απάνθισμα της αληθινής ανθρωπιάς, φύση ηθική και καλλιτεχνική.
Η μητέρα – maman (Υβόννη Μαλτέζου) ζει κυριολεκτικά στον κόσμο της και ούτε που έχει πάρει είδηση το ηφαίστειο που βράζει. Αγαπάει και ξεχωρίζει τον μεγάλο γιο της, τον καθηγητή. Όλοι οι άλλοι είναι απλώς πρόσωπα αδιάφορα που κινούνται γύρω της. Στα μέτρα του μικρού ρόλου και των ανάλογων απαιτήσεών του η Μαρίνα (Μαρία Μαγκανάρη), η βοηθός στο σπίτι.
Με άλλα λόγια, οι αλλαγές και οι μη αλλαγές στο εσωτερικό της οικογένειας, τα δύσκολα οικονομικά, το κτήμα που κινδυνεύει, αλλά και η φύση που καταστρέφεται εν ονόματι μιας εξέλιξης που έρχεται, προοικονομούν τις μεγάλες αλλαγές. Η εκρηκτική κατάσταση μέσα στις ψυχές των ηρώων βγαίνει μέσα στο σπίτι και είναι το μέρος αντί του όλου στη ρωσική γη.
Ο Τσέχωφ δίνει την ευκαιρία σε κάθε ένα από πρόσωπα να γίνει για λίγο κυρίαρχο στη σκηνή, να αναπτύξει τη θέση του, με έναν δυναμικό μονόλογο και να δείξει το αδιέξοδό του, την παγίδα μέσα στην οποία έχει πέσει, να εκφράσει τα παράπονά του και το υπαρξιακό πρόβλημά του, να δεχτεί την απόρριψη και διάψευση και στο τέλος να αποδεχτεί τη θέση του στη ζωή σαν μοίρα. Ωστόσο, πριν πέσει η αυλαία, όλα τα κρυμμένα πάθη θα βγουν στο φως. Ούτε ο γιατρός ούτε ο Θείος Βάνιας θα σμίξουν με τη Ελένα, ούτε η Σόνια με τον γιατρό, ούτε ο συγγραφέας θα βρει την έμπνευσή του. Η ανιαρή ιστορία του καθρεφτίζει τον ίδιο τον Τσέχωφ, ο οποίος απαισιοδοξώντας βαθιά, πίστευε ότι οι νόμοι της φύσης κυβερνούν, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει και κανένας δεν θα ευτυχήσει.
Το έργο παίχτηκε σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη και σκηνοθεσία της Μαρίας Μαγκανάρη. Όλοι οι ρόλοι αποδόθηκαν με την ένταση και το πάθος που τους αναλογούσε. Αναδείχτηκε η ύποπτη ηρεμία και χαλαρότητα, η υπαινικτικότητα που έδειχνε πως το καζάνι που βράζει θα σκάσει στο τέλος. Αν και ο χώρος, από τη φύση του δομημένος σε δύο επίπεδα, ήταν μια έκπληξη αντιθεατρικότητας, η αξιοποίηση του και το λειτουργικό σκηνικό, κατάφεραν θαυμάσια να δημιουργήσουν την απαιτούμενη illusion και να μεταβάλουν την ψυχρή αίθουσα σε αστικό σπίτι της Ρωσίας του τέλους του 19ου αιώνα. Το τραγούδι, μάλιστα, που όλοι μαζί οι ηθοποιοί, χωρίς λόγια, μουρμούριζαν στην αρχή δημιούργησε μια υποβλητική εισαγωγή στο δράμα που θα ακολουθούσε, ενώ ενδιάμεσα ακούστηκε σαν ανάλαφρο ιαματικό αεράκι η μελόντικα ή το πιάνο, από τον, κοντά στα άλλα, καλλιτέχνη ήσυχο, αθόρυβο και δοτικό Ιλίτς –Ντάσκα. Ο Τσέχωφ κοίταξε συμπαθητικά όλα τα πρόσωπα και έσκυψε με αγάπη στο πρόβλημα του καθενός, διότι όπως διατύπωσε ο γνωστός κριτικός Μιχαϊλόφσκι, ο συγγραφέας γράφει με τον εαυτό του στο κέντρο του έργου του και κάθε έργο του αποτελεί βιογραφική παραλλαγή του.
Το έργο τελειώνει με αναχωρήσεις. Ο καθηγητής με την Ελένα φεύγουν, ο γιατρός φεύγει. Ο θείος Βάνιας και η Σόνια μένουν και πάλι μόνοι όπως πρώτα και κάνουν τους λογαριασμούς τους. Η Σόνια παρηγορεί τον θείο: Τι να κάνουμε όμως, πρέπει να ζήσουμε! Θείε Βάνια, θα ζήσουμε… Φτωχέ, φτωχέ μου θείε Βάνια, κλαις… δε γνώρισες χαρές στη ζωή σου, όμως περίμενε, θείε Βάνια περίμενε … θ’ αναπαυτούμε, θ’ αναπαυτούμε».
Ο Τσέχωφ μοίρασε τον εαυτό του σαν αντίδωρο στους ρόλους των ηθοποιών του, μπήκε στην ψυχή όλων και πόνεσε για λογαριασμό όλων που ήταν τα πολλά δικά του πρόσωπα στον καθρέφτη.
Η παράσταση γέννησε στις ψυχές των θεατών τον έλεο και τον φόβο και δικαίως καταχειροκροτήθηκε.