] Κυπρογένη εν σε κάλωι, Δαμοανακτίδ [
].παρ ελάαις εροέσσα [ις] καταήσατο
ευφροσύναις. ως γαρ οί [γ] οντ’ έαρος πυλ[ αι
αμβ]ροσίας οσδόμενοι [.] αις υπαμε [
] κηλαδε. [ ] ν[
] οιδε…[ ] [
] ουκ ο […] θ. α [..] αυ [..] νεάνι [αι
].ξιακ […] ω στεφανώμενοι1
*
Κάπου εκεί στα 620 π.Χ., λίγο μετά από την Σαπφώ, στα χρόνια τα δικά της, γεννήθηκε, ανδρώθηκε, έζησε, επαναστάτησε κατά των τυράννων, εξορίστηκε και έγραψε ποιήματα ο Αλκαίος. Ήτανε άραγε ερωτευμένος με τους στίχους της μεγάλης ποιήτριας; Ποιος ξέρει. Σημασία έχει πως άφησε παρακαταθήκη στους νεότερους τα όπλα του, τις ευαισθησίες του, τους στίχους του: Ο καθείς και τα όπλα του, λέει ένας σύγχρονός μας, συμπατριώτης του, ο Οδυσσέας Ελύτης και θα συμφωνήσουμε και με τον Γιώργο Σεφέρη επίσης που υποστηρίζει, στο δοκίμιό του «Η Τέχνη και η εποχή» πως «ένα έργο … εκτός από τις ουσιαστικές αρετές του, οδηγεί, ακόμα και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες». Να λοιπόν που στο επίμαχο θέμα «τι πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης απέναντι στους θρησκευτικούς φανατισμούς που είχαν εξαπολύσει οι πολιτικές ορθοδοξίες του καιρού», η απάντηση έχει δοθεί αναδρομικά από την αρχαιότητα και σε πολλές παραλλαγές, που δεν είναι της ώρας.
Ο Αλκαίος έγινε πηγή έμπνευσης για πολλούς νεότερους ποιητές. «Ο Θεόκριτος τον χρησιμοποιεί στα ειδύλλιά του, ο Οράτιος τον μιμείται και τον επαινεί ανεπιφύλακτα, ο Ιμέριος δηλώνει σαφώς ότι «κοσμεί δε και Αλκαίος την Λέσβον και πανταχού των μελών προσάγει Μυτιλήνην», όπως γράφει ο Αριστόξενος Σκιαδάς και «πολλοί δε γραμματικοί και άλλοι κάνουν αναφορές στην ποίησή του»2. Γεγονός είναι ότι τον 5ο αιώνα τα ποιήματά του, στασιωτικά και συμποτικά, τραγουδιούνταν και παίζονταν σε όλους τους γνωστούς ρυθμούς και μέτρα –σαπφικό, ιαμβικό τετράμετρο, ασκληπιάδειο μείζον- και στο, δικής του επινόησης, αλκαϊκό υ-υ-υ/-υυ-/υυ.
Έτσι με φίλους, εταίρους, συμπολεμιστές και συμπότες ψάλλει και στο όμορφο ποίημα που σαν καβαφικό μοιάζει, «διαβάζω» (όπως λέει ο Αλεξανδρινός)3 και από τα συμφραζόμενα προσπαθώ να ανασυνθέσω ένα κλίμα, υποθέτω ευδαιμονικό, στις πύλες της Άνοιξης, με όμορφα και ερωτικά νεανικά άτομα παρ ελάαις εροέσσα [ις], κάτω από τα ερωτικά ελαιόδεντρα.
Αυτή η φράση ήταν το μαγικό κλειδί ελάαις εροέσσαι που κέντρισε τον Γιάννη Αλύτη – Βόμβα, Σαπφικό και Αλκαϊκό απόγονο, να μεταγράψει στο δικό του ποίημα την άκρως ερωτική, αισθησιακή, Λεσβιακή άνοιξη του Αλκαίου. Ο Αλύτης δίνει στο σπάραγμα του Αλκαίου ανάπυξη και όλον τον υποδηλούμενο αισθησιαμό, τον οποίο ο εισέπραξε στον απόλυτο βαθμό και αναπαρέστησε στον ίδιο τόπο, 2.500 χρόνια μετά, με την ερωτική λεσβιακή Άνοιξη εν πλήρει δόξη.
Παραθέτω το ποίημα
Γιάννης Αλύτης – Βόμβας
ελάαι ερόεσσαι
Λεπτές αισθητικές – ψυχικές αποχρώσεις
Όπως έχει η νέφωση το ουράνιο τόξο της.
Ω! εσύ κόρη των πυρωμένων βράχων
και ποιος δεν θα μεθούσε από το νέκταρ των χειλιών σου;
Το φως μένει άναυδο
μπρος στη λάμψη των ματιών σου !
Η Λέσβος που σε γέννησε,
βασίλισσα του φέγγους,
με τη Σαπφώ τη μυθική
στα φλογερά ωραία της τραγούδια.
Ω! σαπφικό παράπονο
Καγώ καθεύδω μόνα !…
*
Θυμάμαι το καλοκαίρι το περσινό το ανεπανάληπτο
τη στιγμιαία γνωριμία μας εκείνη.
Δεν ήταν καλοκαίρι αυτό.
Μέλι ήταν, νέκταρ και αμβροσία
μακαριότης και έξαρση ήταν
και σου έλεγα: Να μην τελείωνε ποτές !
Σ’ άγγιζαν τα λεπτά του ήλιου κρινοδάκτυλα
και γινόσουν φως!
Και σαν το νούφαρο ξεδιπλωνόταν η ψυχή μου
Στο Φως!
Στην αγκαλιά της σ’ έσφιγγεν η θάλασσα
κι ήσουν ξεχωριστή λαχταριστή
αγαπημένης κορασιάς το σφιχταγκάλιασμα.
Εσύ ήσουν ένα λεπτό και φουρφουρένιο κοριτσάκι,
Γερμένο στη ζεστή την αμμουδιά τη χρυσοκόκκινη.
Οι ανυπότακτοι γλάροι της αιολικής θάλασσας
πετούσαν πάνω σου για να σκιάσουνε τον ήλιο
να μη σε κάψουνε οι βάναυσες ακτίνες του
σε κείνη τη μεσοκαλόκαιρη ανελέητη ηλιοκαταιγίδα.
Και το καλοκαίρι εκείνο έφυγε….
αλλά δεν εξατμίστηκε η ανάμνηση του.
*
Και ήρθε τώρα η καινούρια άνοιξη….
Στο βάδισμα σου το αέρινο
μια ανταύγεια ηχεί και μέλπει,
μια σταγόνα νερού πλημμυρίζει
σαν ξαφνικό λουλούδιασμα θαυμάτων
και μια φωνή ανθεί.
Αύρες ημίγυμνες
σε αλαφροκύματο αιγιαλό
με τις αλλεπάλληλες ριπές τους
ανεμίζουν την χυτή σαν χαίτη κόμη σου.
Τα σχεδόν αιμάσσοντα χείλη έτσι
μισάνοιχτα συμπληρώνουν την κατάκτηση
της ανοίξεως και εισπνέουν φως
κι ύστερα εκπνέουν τον παμπάλαιο
αρχικό πόθο
κι έχουν αντίκτυπο ως τη μήτρα
οι απανωτές δονήσεις του…..
*
Κι έχω πάντα στο νου μου το νησί το εράσμιο
με τις φλογάτες πηγές της ομορφιάς του
Και τους υπέροχους γλαυκούς του ελαιώνες
Τις ζωγραφιές που φέρνουνε στο νου του θεατή
τη φράση του Αλκαίου:
ελάαι ερόεσσαι
-ελιές ερατεινές, αγαπημένες
του αιολικού μεστού του λυρισμού.
Το ποίημα δείχνει στην αρχή εγκώμιο ωραίας, νέας και ερωτικής κόρηςˑ το νέκταρ των χειλιών, η λάμψη των ματιών, η ερωτική μοναξιά, το σαπφικό περιβάλλον: Καγώ καθεύδω μόνα.
Στην επόμενη στροφή, ο ποιητής μιλάει για τον εαυτό του. Θυμάται: το περσινό ανεπανάληπτο καλοκαίρι, τη στιγμιαία γνωριμία -μέλι, νέκταρ και αμβροσία- το νεανικό κορμί ξαπλωμένο στην άμμο, αγκαλιασμένο από τη θάλασσαˑ στοιχεία που βρίσκονται και στο ποίημα του Αλκαίου, αλλά και στον Ελύτη και στον Κάλβο και σε άλλους Νεοέλληνες ποιητές. Και το καλοκαίρι εκείνο έφυγε, ωστόσο, η ανάμνηση του δεν εξατμίστηκε. Την ξαναζεί στο τρίτο μέρος του ποιήματος, ζωντανεμένη στη Λέσβο την πάντοτε ανθισμένη. Η ιδέα της κόρης τώρα διακλαδίζεται, γίνεται πληθυντική, πολλαπλασιασμένη, κυκλοφορεί στις ημίγυμνες αύρες, στη γη, στο φως, στις ερωτευμένες ελιές. Σιγά σιγά η επιθυμία του ποιητή, δίνει στην ιδανική μορφή ουσία υλική. Σαν τον αρχαίο Πυγμαλίωνα, την καθιστά χειροπιαστή. Εκστασιασμένος αναπαράγει/ανασυστήνει το παλιό ερωτικό εκστατικό βίωμα:
«Τα αιμάσσοντα χείλη», «μισάνοιχτα» έτοιμα «να καταπιούν το φως» να «συμπληρώνουν την κατάκτηση» και αφού εισπνεύσουν, θα εκπνεύσουν «τον παμπάλαιο αρχικό πόθο», του οποίου ο «αντίκτυπος» θα διεγείρει τη μήτρα με τις «απανωτές δονήσεις του».
Πολύ καλά, εικαστικά, λεκτικά, αισθητικά και αισθησιακά ο ποιητής ντύνει την ερωτική του στιγμή με μια ευδαιμονική ανάλογη της φύσης, όπου δημιουργός και δημιούργημα, φύση και άνθρωπος, ποιητής και ποίημα βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία. Οι στίχοι, βεβαίως, παραπέμπουν και στον ανάλογο στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου, από την Ενδοχώρα, «O πώλος της ημέρας εισελαύνει/ Στο στόμα της ανοίξεως», αλλά και στη «Μαρίνα των βράχων» του Ελύτη και όχι μόνον.
Ωστόσο, νομίζω πως υπάρχει ακόμα κάτι που πρέπει να σχολιαστεί στο θαυμάσιο αυτό ποίημα: ο ποιητής σαν Δίας, θαυματουργικά μεταμορφωμένος σε φως, θα συνευρεθεί με την κόρη, θα ακούσει «τον παμπάλαιο αρχικό πόθο» και θα νιώσει τον αντίκτυπο των απανωτών δονήσεών του «ως τη μήτρα». Ξανασκέφτομαι εδώ τον Οδυσσέα Ελύτη και όχι τυχαία. Ο Αλύτης και ο Ελύτης, παρά ένα αρχικό γράμμα διαφέρουν στο ψευδώνυμό τους, είναι συμπατριώτες και σχεδόν συνομήλικοι, έχουν γνωρίσει ο ένας τον άλλο, έχουν μιλήσει, έχουν ακούσει την υπερρεαλιστική φωνή. Ο Αλύτης διαβάζει Ελύτη. Επομένως δεν είναι καθόλου δύσκολο να διακρίνουμε την εκλεκτική τους συγγένεια, η οποία γίνεται όλο και πιο στενή αν παραβάλλουμε απόψεις και στίχους. «Ο κόσμος των φυτών με γοήτευσε. Αείποτε με εξέπληξε. Περισσότερο και από τον κόσμο των άστρων κατάφερε να μου υποβάλλει το μυστήριο της ζωής» (Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, σελ.31).
Αυτό το μυστήριο της ζωής μας δίνει με τον δέοντα αισθησιασμό της φύσης, ο Αλύτης, ο οποίος, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον αρχαίο Αλκαίο, γίνεται φως και ιδέα, μπαίνει στον μηχανισμό του ονείρου, σαν να μπαίνει στο αρχαίο παραμύθι, με γέφυρα εισόδου εκείνη τη φράση «ελάαι ερόεσσαι» και διαπλέκει με απόλυτη αρμονία τον μύθο, το όνειρο και την πραγματικότητα. Με τη μαγική ποιητική μπαγκέτα του, σε μια διαφάνεια, βλέπει τη αέρινη και ιδανική κόρη να γίνεται νησί, η Λέσβος, ξαπλωμένη κάτω από τις ερατεινές ελιές, σαν ωραία, επιθυμητή και ερωτική γυναίκα.
«Η ακαριαία μετατροπή της σκέψης σε εικόνα, η τόλμη η συνδυαστική της φαντασίας και η ατελεύτητη συνειρμική της αλληλουχία δεν αποτελούν παρά την αναλυτική φάση του ίδιου φαινομένου που, ύστερα από μια νοερή διαδραμάτιση, μας παρουσιάζεται κλειδωμένο σ’ ένα τελικό συντομογράφημα»4, γράφει ο Ελύτης.Το ποίημα είναι το συντομογράφημα, που κρατά μέσα του κωδικοποιημένο τον ερωτικό πόθο για τη γυναίκα, αλλά και για την πατρίδα και γη που τον γέννησε. Επίσης, «έβρισκα στους θαλασσινούς ορίζοντες … μια φυσική καθαρότητα ικανή να δίνει σώμα στην ψυχική που ποθούσα ν’ απλωθεί μέσα μου» και «ακολουθώντας τον αντίστροφο δρόμο, να γίνεται ικανή … να δίνει σώμα στις ανάλογες αισθήσεις που με γοήτευαν, στο “αστραφτοβόλο”, στο “διάφανο”, στο “νερένιο”, στο “δροσερό”, στο “χλοερό”, στο “αμόλυντο”»5. Όλα υλικά των Ιώνων φιλοσόφων που έσμιξαν στη μορφή μιας κόρης, που έγινε όνειρο και μετά μετατοπίστηκαν «στο λεκτικό ιδίωμα»6..που έγινε ποίημα. «Ο αέρας της ζωής σε χτυπά πριν από το υλικό της σώμα», λέει πάλι ο Ελύτης, «όπως το άρωμα γυναίκας πριν από την πραγματική παρουσία της. Απομένει η αγκαλιά, ο έρωτας»7. Ο Αλύτης έχει διαβάσει σωστά και γνωρίζει καλά και τη θεωρία και την πράξη. Ο Ελύτης κρυπτικότερος, ο Αλύτης αποκαλυπτικότερος έκανε τη δρασκελιά προς την αγκαλιά και τον έρωτα πιο οφθαλμοφανή, για να μπορεί να την κάνει αισθητή και στους άλλους. Ένα νήμα αρωματικό ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι του από τον αρχαίο Αλκαίο, διέσχισε τους αιώνες, πήρε σώμα και μορφή ιδανική και ηδονική , έγινε αμβροσίοδμη μουσική που αναδίδουν «ελάαι ερόεσσαι» της λεσβιακής γης.
- Ευχαριστώ τον Βάσο Βόμβα που μου εμπιστεύτηκε το ποίημα με την παραπομπή στον Αλκαίο, όπως το βρήκε στα αρχεία του πατέρα του, Γιάννη Αλύτη –Βόμβα.
Σημειώσεις
-
(Ρ2 (b) Page (= Denys Page, Sappho and Alkaeus. An introduction to the study of Ancient Lesbian Poetry, Oxford 1975 [ 1955 ] 297-299).
-
Α.Δ. Σκιαδάς, Αρχαϊκός Λυρισμός, 2, Αθήνα 1999, σελ. 227-230.
-
Παράβαλε, «Εν τω μηνί Αθύρ»:
Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία
….. …………. …. Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω
«Εν τω μη[νί] Αθύρ» «Ο Λεύκιος εκοιμήθη»
……………………………………………..
Μες στα φθαρμένα βλέπω «Αυτόν Αλεξανδρέα».
Μετά τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένεςˑ
Κατόπιν πάλι «δάκρυα»…
Ο Καβάφης συνθέτει το ποίημα στην βάση μιας υποτιθέμενης φθαρμένης επιγραφής, ανακατεμένης με τα σχόλια του.
-
Βλ. Ανοιχτά Χαρτιά, «Πρώτα –Πρώτα», σελ. 30.
-
Βλ. Ανοιστά Χαρτά, «Το χρονικό μιας δεκαετίας», σελ 243.
-
Βλ. Ανοιχτά Χαρτιά, «Πρώτα –Πρώτα», σελ. 31.
-
Βλ. Ανοιστά Χαρτά, «Το χρονικό μιας δεκαετίας», σελ 235.