Η Έρη Σταυροπούλου είναι Ομότιμη καθηγήτρια Nεοελληνικής Φιλολογίας, του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το βιβλίο της Η Νεοελληνική Ποίηση και το Εικοσιένα με υπότιτλο «Διάλογος με την Ιστορία» πρώτα πρώτα είναι ένα πραγματικά ωραίο βιβλίο. Στο εξώφυλλο το έργο του Θεόφιλου : «Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συναθροίζει εις την Λίμνην Λέρνην τους νικητάς του Δράμαλη το 1822», 19ος αιώνας, που βρίσκεται στο Μουσείο Θεόφιλου – Αρχοντικό Κοντού, στην Ανακασιά Βόλου. Εσώφυλλο σε γαλάζιο σημαίνον χρώμα και έπειτα 361 ολόλευκες σελίδες. Προλογίζει συνοπτικά η Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, τονίζοντας τη σημασία των τραγουδιών από τα οποία αναδύθηκαν και μυθοποιήθηκαν τα σύμβολα του Αγώνα για την ανεξαρτησία, και ακολουθεί η εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη Εισαγωγή της Καθηγήτριας Έρης Σταυροπούλου, όπου διεξοδικά μας ενημερώνει για την έρευνα και μελέτη πάνω στο πώς «η νεοελληνική ποίηση συνομίλησε με το μείζον ιστορικό γεγονός της Επανάστασης του Εικοσιένα στα διακόσια χρόνια από την έναρξη του Αγώνα ως τις μέρες μας», αλλά στην πορεία μελετά πώς η νεότερη ποίηση, που αντλεί από νεότερα ιστορικά γεγονότα, αναστοχάζεται το Εικοσιένα, επανεκτιμά το μεγάλο γεγονός και ανοίγει διάλογο το νεότερο με το παλαιότερο έργο.
Είναι δηλαδή ένα βιβλίο ιστορικό και ας ασχολείται με την ποίηση. Για πρώτο παράδειγμα η συγγραφέας μας δίνει το «Το Σούλι» του Γιάννη Βλαχογιάννη, γραμμένο το 1908, το οποίο όμως φανερώνει τον διάλογο για τον οποίο έγινε λόγος διότι, όσο παραμένοντας το τραγούδι ζωντανό, παραμένει και η ιστορική μνήμη.
Γενικώς η συγγραφέας θα παραμείνει στην Ποίηση, θα κάνει τις αναγκαίες επιλογές για να μπορέσει να περιγράψει και να οριοθετήσει το υλικό της. Η μελέτη παρακολουθεί ποιητές με κεντρική θέση σε κάθε περίοδο, με πληθώρα ποιημάτων, διαφορετικές προσεγγίσεις, πότε άρχισε η παραγωγή, ποια γεγονότα τους εμπνέουν, με ποια διαλέγεται το Εικοσιένα, πόσες άλλες δράσεις προκαλεί, χωρίς να εστιάζει στην καλλιτεχνική αξία. Η μελέτη δεν αφορά μόνο ολόκληρα ποιήματα αλλά και μικρά αποσπάσματα και στίχους.
Η συγγραφέας ολοκλήρωσε αυτή τη μελέτη μέσα στο 2020 και 2021, δηλαδή στην περίοδο των αποκλεισμών, γι’ αυτό και δεν είχε πρόσβαση σε βιβλιοθήκες, επικοινωνία με φίλους, σαν να θέλει να δικαιολογηθεί για ανεπάρκειες, ανύπαρκτες ωστόσο.
Η μελέτη αποτελείται από πέντε κεφάλαια επιμεριζόμενα σε πολλές υποενότητες. Κάθε κεφάλαιο και μια εποχή, το ποιητικό όραμα της Ελευθερίας, ο επαναστατικός ρομαντισμός, «Των ονείρων που είναι τ’ άνθισμα», «Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα», «Η πολύπαθη Ρωμιοσύνη και η βασίλισσα Ελλάδα», τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής, τόποι, οράματα, Έρωτας και Επανάσταση, η Επανάσταση στα τραγούδια και πάρα πολλά άλλα τα οποία δείχνουν τη συστηματικότητα και το εύρος της μελέτης.
Κεφάλαιο πρώτο, φυσικά, «Σε γνωρίζω από την κόψη» και παρατήρηση πρώτη ότι στο ποίημα «Κανάρης» του Αλέξανδρου Πάλλη υπάρχει ένας ιστορικός αναχρονισμός που κανείς δεν τον επεσήμανε, όπως διαπίστωσε ο ίδιος ο ποιητής. Φαίνεται, δηλαδή, ότι προηγείται η καταστροφή των Ψαρών (1824) της καταστροφής της Χίου (1822). Ερώτημα: οι Έλληνες δεν ξέρουν ιστορία; Διαβάζουν ποίηση για να μάθουν ιστορία; Αν και δεν είναι έτσι το πράγμα, ωστόσο η Ποίηση έχει «έναν δικό της τρόπο να λειτουργεί διδακτικά» και αυτή είναι η παράμετρος που μας ενδιαφέρει και αναπτύσσεται στο βιβλίο αναλυτικά, διεξοδικά, λεπτομερειακά. «Των ποιητών η φωνή ως υπέρ παν άλλο ενθυμίζει εις αυτούς την πατρίδα» έλεγε ο Ανδρέας Κορομηλάς και τους παρομοίαζε με τις Εστιάδες που κρατούν τη δάδα αναμμένη.
Η προσφυγή στα μεγάλα ονόματα -Σολωμός, Παλαμάς-, στους μύθους, στους επιφανείς ξένους μελετητές, είναι φυσικά συχνή και παντοιοτρόπως παραδειγματική.
Ο μύθος και η ποίηση στηρίζονται στα σύμβολα και τόποι όπως το Μεσολόγγι, το Σούλι, το Χάνι της Γραβιάς γίνονται σύμβολα. Το δημοτικό τραγούδι, από την πλευρά του, επηρεάζει την ποιητική παραγωγή, αποτυπώνει την ελπίδα της ελευθερίας και αναδεικνύει τον ήρωα που δεν δέχεται εντολές παρά μόνο από τη συνείδησή του. Τέτοιο παράδειγμα μάς δίνει ο Ρήγας με τον δραστικό ποιητικό του λόγο.
Το παράδειγμα του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» και τα γεγονότα της Επανάστασης των δύο πρώτων χρόνων, η Ωδή για τον Μπάιρον και τον Μπότσαρη, είναι το παράδειγμα του Διονυσίου Σολωμού, ο οποίος «δημιουργεί ένα παγκόσμιο πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρώπου για σωματική, ηθική και ψυχική ελευθερία». Ο Κάλβος, παράλληλα, με το έργο του ήθελε να ενημερώσει τους Ευρωπαίους. Γίνονται συγκρίσεις και συσχετίσεις. Οι δύο μεγάλοι Επτανήσιοι «κατόρθωσαν να υπερβούν την επικαιρότητα… να μετουσιώσουν [τη ποίησή τους] σε υψηλή ποίηση … άφθαρτα σύμβολα». Συγγενές, άλλα όχι της ίδια ποιητικής αξίας, είναι το παράδειγμα των αδελφών Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου, με την πολιτική σάτιρα.
Στα χρόνια 1830-1880, η Έρη Σταυροπούλου θα μελετήσει τον ρομαντισμό που επιζητούσε ατομικές, καλλιτεχνικές και κοινωνικοπολιτικές ελευθερίες. Η ενσωμάτωση τα Επτανήσου στην Ελλάδα, η πρόσκληση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στα Αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ και η εθνικής σημασίας απαγγελία του, δείχνει τη «σύγκλιση δύο διαφορετικών, τοπικών, ιδεολογικών και καλλιτεχνικών κέντρων» με την Αθήνα πλέον πρωτεύουσα. Η μορφή και η παρουσία του Βαλαωρίτη εξαίρεται, ο οποίος σε άλλα ποιήματα εκθειάζει τους ήρωες και σε άλλα στηλιτεύει τους προδότες.
Η έρευνα αποδεικνύει πως όλοι οι ποιητές συμμετείχαν στη διαμόρφωση του μύθου του Εικοσιένα, ενώ άλλοι επιθυμούσαν τη συνέχισή του, άλλοι εξέφραζαν, όπως ο Ζαλοκώστας, την ανησυχία τους από τον γρήγορο και ασυλλόγιστο εξευρωπαϊσμό της χώρας. Ο Γ. Τερτσέτης, ποιητής, αγωνιστής, δικαστής και πολιτικός, με την τεχνική του ονείρου συμφιλιώνει εχθρούς και δίνει συμβουλές στον Όθωνα. Η 25η Μαρτίου επιλέγεται με διάταγμα της 15-3-1938 ως εθνική εορτή για τον διπλό θρησκευτικό και εθνικό της συμβολισμό της. Και αυτό το γεγονός γίνεται πηγή έμπνευσης για πολλά ποιήματα και μάλιστα με κριτικό και σατιρικό περιεχόμενο. Οι φονείς του Καποδίστρια, ο Ρήγας, ο Διάκος, ο Μπότσαρης, ο Καραϊσκάκης ηρωοποιούνται. Στο μνημείο του Καραϊσκάκη στο Φάληρο, στην επέτειο του θανάτου του, ν στις 20 Μαΐου 1935, παρίσταται ο Όθων, αλλά και η τοπική εξουσία, οικειοποιούμενοι την κληρονομιά της Επανάστασης.
Ο Αχιλλέας Παράσχος γράφει το 1874 ποίημα στο οποίο ασκεί κριτική στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας με παρόντα πρόσωπα, τον Όθωνα, τον Καραϊσκάκη, τον Καποδίστρια, τον Μπάιρον, τον Ρήγα, ενώ αντηχεί «στα δέντρα στα λιθάρια /ένα τραγούδι μια φωνή/ Ως πότε παλικάρια». Ο Θάνατος του Σολωμού, όπως και του Μπάιρον έγινε αφορμή για τη σύνθεση πολλών ποιημάτων. Επίσης, πολλά είναι τα ποιήματα που περιγράφουν τη δεινή θέση των αγωνιστών, τη φτώχια, τη δυστυχία και την απογοήτευσή τους.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, θα αναδυθεί το άστρο του Παλαμά και της γενιάς του. Στα ποιήματα θα κυριαρχεί η Μεγάλη Ιδέα, η Επανάσταση θα εμφανιστεί ως ανάμνηση μέσα σε αφηγήσεις με αφορμές νέων αγώνων, ενώ εξακολουθεί να συγκινεί η φιγούρα του Καραϊσκάκη και επανέρχεται η μορφή του Μπάιρον σε πολλούς ποιητές. Γενικώς, ο Παλαμάς καθρεφτίζει στις μεγάλες του συνθέσεις την πορεία του γένους από την αρχαιότητα ώς την Επανάσταση, την πτώση του παρόντος, αλλά και την ελπίδα μιας ανασύνταξης στο μέλλον.
Ακολουθεί η ήττα του 1897, οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι, η 100ετία της Επανάστασης και αμέσως μετά η Μικρασιατική καταστροφή. Ο Παλαμάς οργίζεται, γίνεται σατιρικός, προκλητικός, στηλιτεύει τα λάθη, τις ελλείψεις, την προγονοπληξία, τους θεσμούς, τη δημόσια ζωή, τη ρουσφετολογία, βουλευτοκρατία, κολακεία και αναβλητικότητα, θλιβερά κατάλοιπα της τουρκοκρατίας.
Ο Κ. Καρυωτάκης θα προσθέσει τη δική του πικρή σάτιρα στην προηγούμενη, ο Βάρναλης επίσης. Ο Σικελιανός θα κρατήσει ψηλά το ηθικό αλλά και θα απογοητευθεί. Τελικά η Μεγάλη Ιδέα θα βουλιάξει στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922, όπως έγραψε ο Γ. Θεοτοκάς. Το 1930, ορόσημο πολιτικό –100 χρόνια που η Ελλάδα γίνεται κράτος- και ορόσημο πνευματικό με την εμφάνιση της γενιάς του τριάντα και την Επανάσταση να μπαίνει στη θεματική της το 1940. Στο ποίημα «Μνήμη Μακρυγιάννη» (Μέρες Γ΄) του Σεφέρη, με τις περιπέτειες και τη φυλάκιση του ήρωα το 1852, ο ποιητής προβλέπει την τραγική εξέλιξη που θα ακολουθήσει. Το ποίημα δημοσιευμένο εκ νέου στο περιοδικό Η Συνέχεια το 1973 παραπέμπει στις διώξεις πολιτών κατά την περίοδο της χούντας.
Ο πόλεμος του 1940 και η Αντίσταση φέρνει την Επανάσταση στο προσκήνιο, όπως οι επαναστάτες του 1821 ανακαλούσαν τους αρχαίους. Το ’40 είναι μια συνέχεια του ’21. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, επηρεάζονται σοβαρά και γράφουν σημαντικά έργα.
Ο Οδυσσέας Ελύτης εμπνέεται το «μείζον έργο του, Το Άξιον Εστί … Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύνδεση γίνεται κυρίως μέσω του εμβληματικού “Ύμνου εις την Ελευθερίαν” του Σολωμού», όπως αποδεικνύουν τα αποσπάσματα και οι συχνές αναφορές σε λέξεις και φράσεις του εθνικού μας ποιητή. Θα αναφερθεί επίσης σε ονόματα και γεγονότα βίαια και οδυνηρά της Επανάστασης στη σύνθεση Ο μικρός ναυτίλος, ενώ στη «μεγάλη έξοδο» (Το Άξιον Εστί), στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1942, «μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο σηκωμό», όταν φοιτητές, μαθητές και πλήθος κόσμου βγήκαν να στεφανώσουν τις προτομές των ηρώων της Επανάστασης μέσα στην Κατοχή, δείχνει την αντίσταση του λαού στους εχθρούς: «Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα».
Ο Κατάλογος είναι πλούσιος και πολλά τα παραδείγματα των ποιητών που έχουν επηρεαστεί από την Επανάσταση και την μεταφέρουν στην εποχή μας, δείχνοντας τα ιστορικά ανάλογα, επισημαίνοντας γεγονότα που αμαύρωσαν τον Αγώνα και τα λάθη που στιγμάτισαν διαχρονικά τον Ελληνισμό. Ο Γιώργος Χρονάς βλέπει έναν Ιωάννη Πρόδρομο που φωνάζει σαν τον σύγχρονο εκφωνητή του ραδιοφώνου:
«Θα τον αφήσεις μόνο μπροστά στο μικρόφωνο/ του ραδιοφωνικού σταθμού Μεσολογγίου να στέλνει ωδές/ πάνω από τις αλμυρές πέτρες, τις λιμνοθάλασσες/ τους δρόμους που έσπειρε στάρι και δεν φύτρωσε ποτέ». Ο Τάσος Γαλάτης, μεταξύ άλλων, ακούει τα λόγια του πατέρα του «από κρότον οργάνων βοΐζει//και το χαμόσπιτό μας μεταμορφωνόταν ξάφνου //στ’ αθάνατο εκείνο χάνι». Μεταφέρει επίσης τον Αγώνα του Εικοσιένα, αλλά και του Εμφυλίου, στα παιχνίδια των παιδιών:
«Στα χρόνια του εμφύλιου /είχα για ήρωες τον Ανδρούτσο και τον Κατσαντώνη/ κι ήμουν ερωτευμένος έως θανάτου/ με τον Αθανάσιο Διάκο στη γέφυρα της Αλαμάνας».
Ακολουθεί η Χούντα και οι ποιητές με τις δικές τους αναφορές στην Επανάσταση και τα δικά τους καλλιτεχνικά φανερώματα∙ όχι μόνο ποιήματα αλλά και τραγούδια, όπως π.χ. του Γκάτσου ο «Μπάρμπα Γιάννης Μακρυγιάννης» ή του Σαββόπουλου η «Ωδή στον Μακρυγιάννη» κ.ά.
Για την Ποίηση του Εικοσιένα γράφτηκαν πολλά βιβλία. Το βιβλίο της Έρης Σταυροπούλου όμως, με την ποίηση ενσωματωμένη στον δοκιμιακό της λόγο, μας δίνει την ιστορία των ποιημάτων παράλληλα με την ιστορία της Ελλάδας, την πηγή της έμπνευσής τους, το κλίμα που τα εξέθρεψε, τον Αγώνα που επί πολλά χρόνια μετά εξακολουθούσε να επηρεάζει τον δημόσιο λόγο, τις ποικίλες φωνές, ιδιοσυγκρασίες και ψυχικές καταστάσεις που τον εξέφρασαν, τη γοητεία και τη λάμψη μιας άλλης ανήσυχης εποχής που δεν άφησε ανεπηρέαστη και τη δική μας. Όσα και να λένε μερικοί, ό,τι και να λένε κάποιοι, οι έχοντες νουν νοούν και αισθάνονται. Όπως λέγει καταλήγοντας η Έρη Σταυροπούλου, «το Εικοσιένα εκτός από το εγκωμιάζει και να θυμίζει το μεγάλο αυτό γεγονός, χρησιμοποιήθηκε για να εμπνεύσει, να καθοδηγήσει, να συσπειρώσει, να διδάξει, να προβληματίσει και να διαφωτίσει. Επιπλέον υπήρξε και παραμένει λόγος βαθύτατα πολιτικός».
Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε, πολύ εκτενέστερη της ήδη καταγεγραμμένης στο βιβλίο, δείχνει πόσο βαθιά, πλατιά, εξονυχιστική, συστηματική είναι η μελέτη, και συγκινητική, μια και το Εικοσιένα δεν έπαψε ποτέ να συγκινεί…