Το εκκλησιαστικό φρόνημα στον Κωνσταντίνο Καβάφη
Μεταξύ άλλων εξαιρετικών, τα οποία διαβάζουμε στην εμπεριστατωμένη Εισαγωγή, την οποία υπογράφει ο π. Αθανάσιος Πολύζος, ποιητής, εκτός από λειτουργός του Θεού, και η οποία θα μπορούσε να σταθεί ως αυτοτελής μελέτη, είναι και τα εξής:
«είναι χρέος να διατηρήσουμε το μυστήριο, τη γοητεία και το αίνιγμα, ακόμα και αν αφήσουμε αναπάντητα τα μεγαλύτερα ερωτήματα». Και εδώ μίλησε ως ποιητής που έχει κάνει τον δικό του προσωπικό διάλογο με τη Σφίγγα και το αίνιγμά της. Ξέρει ότι είναι καλύτερα να μην επιχειρήσει την απομάγευση. Ακόμα μας λέει, πως, «πέρα από ό,τι λένε οι κριτικοί, ο Καβάφης ήταν ένας άνθρωπος που πάλεψε με τα στοιχεία σαν Οδυσσέας» και μας παραθέτει απόσπασμα από το ποίημα του Σεφέρη «Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο». Ο π. Πολύζος είναι της άποψης ότι ο Αλεξάνδρου «δεν κάνει μια ακόμη αγιογραφία». Απλώς προσπαθεί να δώσει μια εικόνα του Καβάφη αληθινή επειδή κατά την άποψή του θαύμαζε την χριστιανική πίστη όπως φαίνεται από τα ποιήματα. Κι ακόμα ότι βγάζει μια μικτή επιθυμία για το τι είναι και τι ήθελε να είναι (πιστεύω ότι εκείνο το ποίημα Che fece είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της αδυναμίας να βγει από το δίλημμα).
Ο Καβάφης δεν έζησε σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν την ήξερε ή ότι δεν το επιθυμούσε ή ότι δεν προσπάθησε. Πάντως μελέτησε και στοχάστηκε πάνω στα βαθύτερα νοήματά της. Επομένως, πέραν του ιστορικού, ηδονικού ή πολιτικού Καβάφη υπάρχει και ο ορθόδοξος, λέει ο συγγραφέας.
Ακούστηκαν ή θα ακουστούν πολλά από την κριτική της εποχής, αλλά κάθε κριτική στην εποχή της ενδέχεται να σφάλει. Το άγνωστο και το από αλλού φερμένο, λέει ο Οδυσσέας Ελύτης είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό. Αυτό που ξενίζει φέρνει αντίδραση. Ο χρόνος, που είναι ο μεγαλύτερος κριτής, πρέπει να τρέξει για να γίνουν κατανοητοί οι όποιοι μοντερνισμοί είτε αφορούν τις ιδέες είτε τους εκφραστικούς τρόπους και τη γλώσσα. Και ο Καβάφης κέντρισε το αναγνωστικό κοινό με όλα τα παραπάνω και με τη ζωή του.
Από τους μελετητές, ο Τάκης Παπατσώνης μίλησε για νοησιαρχία που αρνήθηκε κάθε λυρισμό, άλλοι για συγκεκριμένα βιώματα, ο Τέλλος Άγρας είπε ότι περιφρόνησε την πίστη. Ο Άλκης Θρύλος ότι «πιστεύει στην άρνηση». Από τους μεγάλους μας ποιητές ο Γιώργος Σεφέρης επηρεάστηκε από τον Καβάφη και τον τίμησε με σπουδαία κείμενα. Ο Οδυσσέας Ελύτης δεν επηρεάστηκε, γιατί ήταν άλλος ο προσανατολισμός του, αλλά σεβάστηκε τον τρόπο του.
Όπως προκύπτει από το έργο του, ο Καβάφης έλκεται από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, τις διώξεις και τα μαρτύρια των Χριστιανών. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ταυτίζεται με τον αγώνα επιβίωσης της Εκκλησίας και των Χριστιανών έναντι των διωκτών τους και των ειδωλολατρών με αποκορύφωμα τον Ιουλιανό. Ο Ι. Α. Νικολαΐδης θεωρεί την παρουσία του Ιουλιανού στην καβαφική ποίηση ως την «οξύτερη σάτιρα» με την «καυστική ειρωνεία» που κανένας φανατικός χριστιανός δεν έκανε. Τα ποιήματα για τον Ιουλιανό είναι δώδεκα. Το ποίημα «Ουκ έγνως» έχει την πηγή του σε δύο φράσεις. Την μία, «Ανέγνων, έγνων, κατέγνων» που περιέχεται στην επιστολή του Ιουλιανού προς τους επισκόπους, και την άλλη που περιέχεται στην απάντηση του μεγάλου Βασιλείου: «Ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως· ει γαρ έγνως ουκ αν κατέγνως». Ο Γιάννης Δάλλας θεωρεί το κείμενο αυτό πλαστό[1]. Ο Καβάφης, πάντως, έστησε ένα ειρωνικό ποίημα, πάνω στη καταδήλωση του πρώτου και τον υποθετικό λόγο του δεύτερου. Πλαστό ή όχι είναι ευφυές, αποστομωτικό και αποδεικνύει ότι ο καθένας μπορεί να βρει τα επιχειρήματα, όταν θέλει να υποστηρίξει την άποψή του, ή και να τα κατασκευάσει. Ο Καβάφης, λοιπόν, αξιοποιώντας το ρητορικό και υπερεμπλουτισμένο από άποψη πληροφορίας τέχνασμα, απάντησε με την ίδια ειρωνική γλώσσα, αποδεχόμενος τον ένα και καταδικάζοντας τον άλλο:
Τάχατες μας εκμηδένισε με το «κατέγνων» του, / ο γελοιοδέστατος./
Τέτοιες εξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε/ σ’ εμάς τους Χριστιανούς
Αυτό το ποίημα ο Καβάφης το πέρασε στο κόρπους, ενώ πολλά άλλα παρέμειναν εκτός, Ατελή, Απόκρυφα κι Αδημοσίευτα. Σήμερα, βέβαια, είναι όλα δημοσιευμένα.
Και τώρα στην ουσία: Γιατί ο κομψός και διακριτικός Καβάφης χαρίζεται του «Ηγεμόνος εκ Δυτικής Λιβύης», που παρουσιάζεται σαν «βαθύς στες σκέψεις», αλλά «ένα τυχαίος, αστείο άνθρωπος» ήταν, και στον Ιουλιανό, που δεν προσποιούνταν και ήταν ό,τι φαινόταν, καταφέρεται με μανία; Μήπως γιατί σαν Σφίγγα κι αυτός ήθελε να μας πει ότι πάντα ισχύει και το άλλο και ο καθένας από τη δική του πλευρά μπορεί να μην έχει δίκιο έχει όμως τις προτιμήσεις του;
Για την αλήθεια του πράγματος, ο Flavius Claudius Julianus, λάτρευε τα κλασικά γράμματα, έλαμπε η ψυχή του όταν διάβαζε Όμηρο, ενώ έφριττε από έναν Επίσκοπο δάσκαλο που είχε στην παιδική του ηλικία. Επόμενο ήταν, ότι, εφόσον σαν αυτοκράτορας μπορούσε να κάνει ό, τι θέλει, ακόμα και τον αρχαίο κόσμο θα επιχειρούσε να αναστήσει και την πίστη να του αλλάξει. Δυστυχώς δεν κατάλαβε πως ο κόσμος αυτός είχε τελειώσει, όπως πολύ καλά το κατάλαβε ο Καβάφης για τη δική του εποχή· ότι η φθίνουσα ώρα όχι πλέον του αρχαίου, αλλά ολόκληρου του ελληνικού κόσμου πλησίαζε αμείλικτη.
Παραπέμπω πρόχειρα στην μελέτη της Μάρθας Βασιλειάδη, Επίκουρης Καθηγήτριας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, η οποία χαρακτηρίζει τον Ιουλιανό «ενθουσιώδη και ιδεαλιστή ως ρομαντικό, μυστικιστή κι επαναστάτη, ως μοντέρνο». Ο Ιουλιανός γίνεται «το θέαμα ενός ωραίου θανάτου». «Προβάλλοντας μέσα από ερείπια, μαραμένες δάφνες και πηγές που έχουν στερέψει, ο θνήσκων αυτοκράτορας θα συνοψίσει σε δυο λέξεις, εφεξής διάσημες την πρόκληση της ύπαρξής του»: «ο δε σκότους και μανίας πλησθείς, δεξάμενος τη χειρί το ίδιον αίμα και εις τον αέρα ράνας… ανέκραξε λέγων ‘‘ νενίκηκας Χριστέ· χορτάσθητι Γαλιλαίε’’»[2]. Με το αίμα του σπονδή στον άνεμο, δηλαδή… ρομαντικά, ποιητικά, θεατρικά.
Τα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης για τον Ιουλιανό, λέει ο Αλεξάνδρου, είναι μαζί με τα ατελή δώδεκα. Και τα ενέταξε στο κύκλο «Αι αρχαί του Χριστιανισμού». Τα έξι γράφτηκαν ανάμεσα στα 1892-1896. Από αυτά σώζεται μόνο «Ο Ιουλιανός εν τοις Μοναστηρίοις», ενώ το ποίημα «Σταυρός» μάλλον είναι προγενέστερη μορφή του ποιήματος «Μεγάλη Συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών» (1926) που αναφέρεται στο τέλος των διώξεων των Χριστιανών, στην ήττα και στον θάνατο του Ιουλιανού, καθώς και κάθε ελπίδας για επαναφορά της αρχαίας θρησκείας. Η πληροφορία έρχεται από την Ντιάνα Χάας, που είχε το αρχείο Καβάφη, και από τον Γ. Π. Σαββίδη.
Η «Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών» αναφέρεται στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου του 363, όταν πια έχει σκοτωθεί ο ασεβής Ιουλιανός από τον Ιούνιο και τον έχει διαδεχτεί ο ευσεβής Ιοβιανός. Η λιτανεία γίνεται στην Αντιόχεια που δέχτηκε την πιο μεγάλη έχθρα του Ιουλιανού. Και το ποίημα τελειώνει ως εξής:
Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος / Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια/ Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού ας ευχηθώμεν.
Ο Ιοβιανός δεν πρόλαβε να κυβερνήσει γιατί δολοφονήθηκε αμέσως, παρά τις ευχές των ευσεβών .
Στο ποίημα «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» ο Ιουλιανός θα υποστεί την μεγάλη ήττα. Η Αντιόχεια, η πόλη στην οποία ήθελε να μεταφέρει την πρωτεύουσα και την αρχαία θρησκεία, είχε δεχτεί τον Χριστιανισμό, κι ενώ περίμενε λαμπρή υποδοχή, βρήκε μόνο ένα γέρο ιερέα να τον περιμένει. Και πήγε και εζήτησε χρησμό από τον Απόλλωνα, αλλά ο θεός δεν του μίλησε. Και ξαναπήγε πάλι και πάλι, αλλά κι εκείνος πάλι και πάλι δεν του μίλησε. Και τότε του είπαν πως έφταιγε ο τάφος του επισκόπου Βαβύλα, που ήταν στον ίδιο χώρο. Και διέταξε να ξεθάψουν τον νεκρό Επίσκοπο, για να μην εμποδίζεται να εκδώσει χρησμό ο Απόλλων.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς/ Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον…
Ένας βασιλιάς με ελληνική παιδεία καταφέρνει με έξι βίαιες προστακτικές να καταδείξει μια βαρβαρική και γκροτέκα συμπεριφορά. Κι ενώ έγινε η εκταφή, ο Απόλλων συνέχιζε να σιωπά, με αποκορύφωμα, ένας κεραυνός να πέσει και να κατακάψει το ιερό και ο Καβάφης να πάρει αναδρομική εκδίκηση:
Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, για τα σκουπίδια.
Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδωσε – τι άλλο θα έκαμνε; – πως η φωτιά ήταν βαλτή/ από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει./ Δεν αποδείχτηκε· ας πάει να λέει./ Το ουσιώδες είναι ότι έσκασε
Για να αξιολογήσουμε σωστά τους ήρωες του Καβάφη, θα πρέπει για λίγο να σταθούμε στην όλη εικόνα τους. Στην εποχή τους, στα ονόματά τους, στα ενδύματά τους, στην προσωπικότητά τους. Όλα αυτά έχουν σημασία στον Καβάφη. Η σημειολογία των ονομάτων, ειδικά, είναι πολύ διδακτική. Ο Φλάβιος-Κλαύδιος Ιουλιανός, λάμπει και μόνο με το όνομά του, την μετρική του αρμονία –προπαροξύτονο, προπαροξύτονο, οξύτονο. Λάμπει και με χρυσό του φως, όπως ο Απόλλωνας, θεός της μαντείας και της ποίησης· και ο Καβάφης είναι πρωτίστως ποιητής…. Γιατί, λοιπόν, ο Καβάφης τα βάζει έτσι μανικά μαζί του; Ο Καβάφης που στην Σατραπεία κάνει λόγο για «τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,/ τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·/ την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους»;
Μοιάζει σαν η ασέβεια του Ιουλιανού προς τον Επίσκοπο Βαβύλα να αντανακλά την ασέβεια του Καβάφη προς τον Απόλλωνα· και αυτό δημιουργεί σκέψεις. Ο Καβάφης μπορεί να επιτίθεται ευθέως κατά του Ιουλιανού, όμως πλαγίως επιτίθεται κατά του Απόλλωνα, του θεού των Δελφών που γεννήθηκε στη Δήλο· στη Δήλο που δέθηκε με διαμαντένιες αλυσίδες για να μην κινείται και να μπορέσει να τον γεννήσει η Λητώ. Τον Απόλλωνα τον θεό της ομορφιάς, της μαντείας και της ποιήσεως και, και, και, και άλλων πολλών που ασκούσαν γοητεία στον Καβάφη. Κι όμως τον αντιμετωπίζει με μια απαξίωση, με αφορμή τον Ιουλιανό, βέβαια. Ο Θεός σιωπά, όπως και στον τελευταίο χρησμό της Πυθίας, «Είπατε το βασιλεί χαμαί πέσε Δαίδαλος αυλά·/ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην ου παγάν λαλέουσα, απέσβετο και λάλον ύδωρ». Ο τελευταίος χρησμός που εξέπεμψε το μαντείο αλλά και γι’ αυτόν πεποιημένος λέγεται πως είναι. Ο Ιουλιανός, λέει η Βασιλειάδη, είναι ο τέλειος décadant ήρωας, και σαν τον Valéry μπορεί να πει Je suis l’ empire à la fin de la Décadence. Ο Ιουλιανός είναι η αυτοκρατορία στο τέλος της Παρακμής. Και ο Καβάφης θέλγεται από τέτοιους ήρωες και τέτοιες εποχές. Κοιτάζουμε τα ονόματα των ποιητικών ηρώων του. Όλα μοιάζουν με αρχαία ελληνικά. Και όλοι είναι νέοι και ωραίοι κάτω από τριάντα ετών. Κι ο Ιλουλιανός πέθανε στα 32 του. Και ο Καβάφης είναι décadant και esthet. Ο εστέτ Όσκαρ Ουάιλντ φόρτωσε όλα τα κακά της ψυχής και την ασχήμια της μορφής σ’ ένα πορτρέτο. Μήπως ο εστέτ Καβάφης φορτώνει τα πάντα στον Ιουλιανό; Μήπως εδώ ταίριαζε εκείνο το «Θα με καταλαμβάνουν το πληρέστερον, απ’ όσα αρνήθηκα»; Μήπως –ρωτάω και δεν περιμένω απάντηση- επειδή ο Απόλλων δεν ταιριάζει σε εποχές παρακμής; Μήπως ο ποιητής ειρωνεύεται και εθνικοί και χριστιανοί, διώκτες και διωκόμενοι, ανάλογα με το ποιοι είναι στην εξουσία κάθε φορά, αναπαράγουν το τυπικό, εναλλάσσονται στους ρόλους και δεν ξεφεύγουν από τα ανθρώπινα ελαττώματα;
Το γεγονός είναι, επανέρχομαι στον Αλεξάνδρου, πως Ελλάδα και Χριστιανισμός είναι πράγματα αντίθετα.
Ο Kαβάφης είναι νέος άντρας και ερωτικός, και ενδίδει στις επιθυμίες του και θυμάται τα πάντα μέχρι το τέλος της ζωής του, όπως και ο Μαρσέλ Προυστ. Μόνο που ο Προυστ ζωντανεύει ένα παρελθόν, ενώ ο Καβάφης φέρνει στο παρόν ένα πεθαμένο παρελθόν. Ο Ιουλιανός, επίσης, είναι νέος, ερωτευμένος με τον αρχαίο κόσμο, τον οποίο επιθυμεί να ανασυστήσει και να ζήσει μέσα του. Πεθαίνει αλλά δεν μετανιώνει. Ούτε ο Καβάφης μετανιώνει για ό, τι κάνει, αλλά δεν πεθαίνει. Βεβαίως έχουμε σπαραχτικές ομολογίες, όταν μετανιώνει και μετανιώνει κάθε φορά που «ενδίδει» και υπόσχεται ότι δεν θα το ξανακάνει: «και θα ’χω θέλησι, δυναμωμένος» και «θα ξαναβρίσκω /το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό», και κρατιέται, αλλά για «δύο εβδομάδες το πολύ», κι ύστερα πάλι «ενδίδει». «Αμάρτησα εκ νέου. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει, παρεχτός αν σταματήσω. Θεέ μου βοήθα με» (16 Μαρτίου 1897). Παρόμοια σημειώματα έχουμε πολλά.
Ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης έχει αποφανθεί ότι «Δεν πρόκειται … για διαίσθηση αλλά για βεβαιότητα». Στο αρχείο του Καβάφη υπάρχουν ποιήματα τα οποία μελέτησε ο Σαββίδης και τα οποία επιβεβαιώνουν τον χριστιανισμό του Καβάφη, λέει ο Αλεξάνδρου. Ο Robert Liddel[3] γράφει ότι ο Καβάφης θεωρούσε και τις δύο θρησκείες άρτια τμήματα του ελληνικού παρελθόντος. Ο Edmumd Keelly[4] διακρίνει στο ποίημα «Ιωνικόν» αρχαιολατρεία, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Μην τους ψέγεις – φθάνει που μετάνιωσαν./ Αυτή άλλωστε είναι η ωραιότης/ της χριστιανικής θρησκείας
Ας προσθέσουμε και το «μην κρίνετε ίνα μη κριθείτε» ή το «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» που είναι χριστιανικές προτροπές. Όπως θυμόμαστε και εκείνο το «με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία… πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες/ πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους» («Θερμοπύλες») που επίσης, φανερώνει χριστιανική αρετή. Όμως, ας σκεφτούμε πιο καλλιτεχνικά: Του Καβάφη του αρέσει το θέατρο. Ο «Βασιλεύς Δημήτριος» άλλαξε ρούχα και έφυγε από την πίσω πόρτα σαν ηθοποιός· από τα παρασκήνια. Ο αυτοκράτωρ «Μανουήλ Κομνηνός» φόρεσε τα ράσα για να πεθάνει, όπως και άλλοι επιφανείς έκαναν για να τελειώσουν τη ζωή τους ειρηνικά στα μοναστήρια. Τι γίνεται εδώ; Μήπως ο Καβάφης πίσω από την εμφανή πληροφορία αφήνει να αιωρείται και η άλλη; Μήπως όλοι παίζουν το ρόλο τους στη σκηνή και έπειτα αποχωρούν σαν ηθοποιοί, όπως μας έχει πει και ο Σαίξπηρ; Ο Σαββίδης πάντως μας επισημαίνει πως «αν δεν δεχτούμε ως προϋπόθεση τη χριστιανική πίστη του Καβάφη, είμαστε αναγκασμένοι να το διαβάσουμε ειρωνικά»[5]. Και έτσι μας πέταξε το μπαλάκι και την ευθύνη της επιλογής.
Αν, λοιπόν του αρέσουν το θέατρο, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι φυσικό να του αρέσει και ο διάκοσμος της εκκλησίας, το τελετουργικό και τα άμφια. Το σχόλιο του στο ποίημα του Στρατήγη «Στο εικόνισμα», για το ρεμβώδες βλέμμα της Παναγίας, σύμβολο της παρηγορίας, είναι μια καλλιτεχνική παρατήρηση. Στο ποίημα «Δέησις», η Παναγία ακούει σοβαρή τη μάνα του ναύτη που την παρακαλεί, αλλά το παιδί της έχει ήδη πνιγεί. Στα μάτια της μητέρας όμως είναι άπραγη. Είναι κι εδώ ένα σχόλιο αισθητικής αλλά και ουσίας αυτό το βλέμμα της Παναγίας. Η Παναγία, όπως και οι αρχαίοι θεοί επεμβαίνουν στα ανθρώπινα αλλά δεν θεραπεύουν τον θάνατο. Το ξέρει αυτό ο Καβάφης όταν ουρλιάζει η Θέτις για τον γιο της.
Σε άλλο ποίημα λυπάται τους πνιγμένους στη θάλασσα που δεν έχουν τάφο για να γίνουν τα νενομισμένα, σύμφωνα με το χριστιανικό έθος. Μα με ποιο άλλο έθος θα γινότανε στην εποχή του; Τέλος διαφωνεί με τις ιδέες του Νίτσε για τους δυνατούς και αντιδρά, γιατί δεν μπορεί ο κόσμος να είναι μόνο κόσμος των δυνατών. Αυτά όλα συνηγορούν υπέρ της χριστιανικότητας … και να μην ξεχνάμε και τον θάνατο. Επομένως και εκείνον τον πίνακα με την Αρκαδία του Nicolas Poussin, Et in Arcadia ego, που λένε οι μελετητές ότι είναι ένα memento mori. Θυμήσου ότι θα πεθάνεις, όποιος κι αν είσαι ό, τι κι αν κάνεις. Ο Καβάφης δεν το ξεχνά ποτέ κι όλο μ’ αυτό ασχολείται. Γράφει ποιήματα για τάφους νεκρών. Οι τίτλοι, «Λυσίου Γραμματικού τάφος», «Ιασή τάφος», «Ευρίωνος τάφος», «Λάνη τάφος» κλπ, συνυπολογιζόμενου και του ότι ως νεότερος στην οικογένεια, συνόδευσε ώς τον τάφο πατέρα, μητέρα, αδέλφια συγγενείς, κρατιέται κοντά στην είσοδο προς τον άλλο κόσμο. Όσο για το τελετουργικό, στην εποχή του ένα είναι· το χριστιανικό.
Και η Ιστορία μια υπόθεση θανάτων δεν είναι; Η συγκλονιστική μαρτυρία του Πόλυ Μοδινού, μετά το Νοέμβριο του 1922 όταν την ώρα της Καταστροφής πλησιάζει, ο Καβάφης καθισμένος στο σαλόνι του σκυθρωπός, αμίλητος και περίλυπος ξέσπασε: «Είναι τρομερό αυτό που μας συμβαίνει. Χάνεται η Σμύρνη, χάνεται η Ιωνία, χάνονται οι Θεοί». Και ιδού πώς επαναπροβάλλει ένα παρελθόν που λίγο πριν μας έδινε την εντύπωση που απεχθανόταν. Όμως όχι. Το ποίημα «Ιωνικό» 1911, δίνει άλλη εντύπωση.
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί./ Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,/ σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη./ Σαν ξημερώσει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο/ την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των. /Και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,/αόριστη, με διάβα γρήγορο, επάνω από τους λόφους σου περνά.
Και μελετά ο Σεφέρης: «ο ‘‘σηκός’’ … δεν είναι κατά βάθος άλλο παρά το κέλυφος μιας εικόνας, ενός αγάλματος ενός θεού , είναι η ‘‘καλύβα’’ ενός απ’ αυτούς που αφομοίωσε ο Χριστιανισμός. Του Ποσειδώνα στο Σούνιο, της Αθηνάς στην Ακρόπολη, του Απόλλωνα στη Φυγάλεια» και αποκαλεί αυτούς τους ναούς «σπαρτούς» δηλαδή ριζωμένους στα τοπία τους. Κι αφού χαλάστηκαν οι ναοί τους, και οι θεοί έμειναν άστεγοι, «γύρισαν εκεί που άρχισαν, χύθηκαν ξανά έξω από το τοπία», Πάντα πλήρη θεών έλεγε ο Θαλής ο Μιλήσιος.
Αυτό το ποίημα είναι αντίθετο με το άλλο που αναφέρεται στον Επίσκοπο Βαβύλα και το ναό του Απόλλωνα, πράγμα που μας οδηγεί στη ιδέα «εν μέρει Χριστιανός, εν μέρει Ελληνίζων», πάντα σπουδαίος ποιητής.
[1] Μάρθα Βασιλειάδη, Ο Κ. Π. καβάφης και η Λογοτεχνία της παρακμής, εκδ. Gutenberg, σελ. 134.
[2] Μάρθα Βασιλειάδη, Ο Κ. Π. καβάφης και η Λογοτεχνία της παρακμής, εκδ. Gutenberg, σελ. 135.
[3] Robrt Liddel, Καβάφης, εκδ. Ίκαρος, 1980.
[4] Edmumd Keelly, Καβαφική Αλεξάνδρεια, Εξέλιξη ενός μύθου, ελδ. Ίκαρος, 1979, σελ. 152
[5] Γ. Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Βασικά θέματα της ποίησης του Καβάφη, εκδ. Ίκαρος 1993, σελ. 63.
Βιογραφικό σημείωμα