Ιερά οδός
Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα
ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου
μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει.
………………………………….
Μα ναˑ στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο
τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.
…………………………………………
Και η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
«Θα ρτει τάχα ποτέ, θε να ’ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του γύφτου,
κι η ψυχή μου Μυημένη τήνε κράζω ,
θα γιορτάζουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια
πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος
νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,
καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα
βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε
πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη
ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,
ἕνα μούρμουρο,
κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλεε:
«Θὰ ῾ρτει.»
Ο Άγγελος Σικελιανός, στα 1935, που γράφει το ποίημα «Ιερά Οδός», είναι ώριμος άντρας και ποιητής. Το μακρόπνοο ποίημα «Ιερά Οδός» ανήκει στα «Ορφικά». Η Ελλάδα μαστίζεται από πολιτική αστάθεια, ο κόσμος όλος είναι ταραγμένος και εκείνο που περισσότερο τον πληγώνει είναι η βία του ανθρώπου πάνω στη φύση, τη μάνα γη.
Στην «Ιερά Οδός», «σαν άρρωστος, καιρό», βγαίνει για να πάει στην Ελευσίνα. Ο δρόμος κρατά από τα αρχαία χρόνια το όνομά του και είναι αυτός είνας κρίκος που λειτουργεί συμβολικά μέσα στο ποίημα. Είναι ο δρόμος που οδηγεί από την πόλη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα στην Ελευσίνα, την πόλη της Δήμητρας και της Περσεφόνης.
Σ’ αυτόν τον δρόμο θα σταθεί. Θα καθήσει σε μια πέτρα που θα θεωρήσει «θρονί μοιραμένο από τη μοίρα», κι εκεί θα στοχαστεί πάνω στη μοίρα του ανθρώπου. Συγχέοντας πλέον το παρόν με το παρελθόν, παρακολουθεί τα αμάξια που περνούν μπροστά του συρμένα από βόδια, και τους ανθρώπους σκιές πάνω τους. Πότε τα βλέπει αυτά ο ποιητής, τώρα ή χρόνια χιλιάδες πριν; Ο χρόνος είναι ένας.
Εκεί λοιπόν στην «Ιερά Οδό», την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει, στο λυκόφως, βλέπει τον «γύφτο» που βασανίζει την αρκούδα και το μικρό αρκούδι, μόνο που στα μάτια του η αρκούδα μετατρέπεται στην προαιώνια Μητέρα, Αλκμήνη, Δήμητρα, Παναγία που όλες πόνεσαν για το παιδί τους. Στο ερώτημα του ποιητή αν θα έρθει η μέρα της συμφιλίωσης και, ενώ η ψυχή του «βυθίστη/ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια», «ένα μούρμουρο … ἔμοιαζ᾿ ἔλεε: “Θὰ ῾ρτει”».
«ἔμοιαζ᾿ ἔλεε: “Θὰ ῾ρτει”»
Έτσι ήθελε να ακούσει κι έτσι άκουσε. Αντιγράφω από την Ελευσίνια Διαθήκη :
«Όταν η ψυχή των πόλεων καταρρέει, ως καταρρέει σήμερα απ’ τα σαπισμένα της βάθρα, όταν το πνεύμα της ερήμωσης ολοένα, είτε πλανιέται αβέβαιο, είτε πνέει κυρίαρχο κι οργιάζει στη δημόσια πλατεία, τι πια υπάρχει βιολογικά αναγκαιότερο {…}απ’ την ιερή εξόρμηση μιας καθαρής μειοψηφίας προς τις αμόλυντες πηγές;». Ο πληγωμένος Σικελιανός διατρανώνει τις επιθυμίες και καλεί τους ομοϊδεάτες του:
«Να φυσήσω τελικά μες στις ψυχές των μυημένων πλέον τριγύρα στελεχών μας μιαν ευθύνη κολοσσιαία για τη θέση και τη στάση όπου οφείλουνε να πάρουν στην αγνή ελληνική, αλλά για τούτο κατ’ ανάγκη και παγκόσμια, τωρινή ιστορική περιοχή. Και αυτό είναι το σημείο όπου σε λίγο θα μας οδηγήσει η αληθινά “Ιερά” αυτή “Οδός”… ; όπου λεγότανε Ελευσίνα κι ελευσίνιο ιερό…Απομένει τώρα μόνο η επανάσταση της Ποίησης, στην κεντρική και ριζική του όρου σημασία … Επανάσταση της ίδιας της παναθρώπινης, αλλά μαζί κι ουσιαστικά ελληνικής Ψυχής».
Ο Σικελιανός συνθέτει ένα άρτιο καλλιτέχνημα. Δεν είναι τυχαία η θέση του ανάμεσα στα κορυφαία ποιήματα του 20ου αιώνα. Με την υποβλητική του ατμόσφαιρα, με τη συμβολοποίηση του επεισοδίου με το «γύφτο», τη θεατρική του ανάπτυξη και τη σύνδεσή του με την τραγωδία, τέλος με την κυκλική του κίνηση και την ψυχική καταβύθιση, ο ποιητής μοιάζει να καλεί τον σύγχρονο άνθρωπο να επανεξετάσει τη σχέση του με τη Ζωή και την διαπραχθείσα ύβριν σε βάρος της Φύσης.
Στα ίχνη μιας τέτοιας ψυχικής αναζήτηση, ο Στέλιος Σταυράκης καταθέτει τη δική απόφανση για τα πράγματα:
ΑΝΕΜΟΥΣ ΕΣΠΕΙΡΑ
Με τα βέλη μου σημάδεψα τον ήλιο
και το χέρι μου κάηκε
η στάχτη του έπνιξε την ψυχή μου.
Με τα βέλη μου λάβωσα το φεγγάρι
και το αίμα του κόκκκινα έβαψε
ρόδα και παραπούνες του κήπου μου.
Με τα βέλη μου έσχισα το σύννεφο
κι εκείνο δάκρυσεˑ αγκάθια φύτρωσαν
στη ρίζα της ιτιάς μες στη μικρή αυλή μου.
Με τα βέλη μου σκότωσα τ’ όνειρο.
Τ’ ουρανού το καταπέτασμα σχίστηκε,
τρομαγμένα τα πουλιά μακριά φτερουγίσανε.
Με ανίερη δύναμη τη Μητέρα μου ύβρισα
κι ο ιός του ολέθρου ανελέητος
με το δρεπάνι θερίζει ό,τι έσπειρα.
Μέσα σε δεκαπέντε στίχους ο ποιητής μάς έδωσε την ύβριν που διέπραξε ο άνθρωπος απέναντι στη φύση και τις τραγικές συνέπειες της αλαζονείας του. Η οίησή του ότι μπορεί ατιμωρητί να στείλει ψηλά τα καταστροφικά του βέλη, γύρισαν πάνω του σαν θεϊκή οργή με τη μορφή ενός ιού. Η αισιοδοξία που έδειχνε να έχει ο Σικελιανός, η μέρα της συμφιλίωσης του ανθρώπου με τη φύση «έμοιαζε έλεε “Θα’ρτει”», δεν ήρθε. Αντιθέτως η ύβρις υψώθηκε κατακόρυφα. Ο νεότερος ποιητής με τα σύνεργα της ποιητικής τέχνης –σύμβολα, χρώματα, σχήματα, φυσικές εικόνες, και βιβλικούς υπαινιγμούς- μας παραδίνει έναν παράδεισο στο χείλος της καταστροφής.