Ο Αναστάσιος Α. Στέφος, για του οποίου τους πολλούς τίτλους και τις ιδιότητες έχουμε μιλήσει πολλές φορές, έγινε πλέον ειδικός και από τους καλύτερους Δροσινολόγους, εφόσον τα τελευταία χρόνια εργάζεται πυρετωδώς πάνω στο έργο του Γεωργίου Δροσίνη, σπουδαίου ποιητή της γενιάς του 1880 και φίλου του Κωστή Παλαμά που θεωρείται ηγέτης της και όλης της πνευματικής Ελλάδας συγχρόνως.
Ο Δροσίνης, υπενθυμίζω, είναι ήδη γνωστό και από πολλούς ομολογημένο, ότι είχε οικογενειακή παράδοση με ευγενή καταγωγή και ο ίδιος έλαβε εξαιρετική παιδεία. Δεν ήταν τυχαίο που ο Νικόλαος Πολίτης, εκτιμώντας τα προσόντα του, τον επέλεξε και τον υποστήριξε για περαιτέρω σπουδές στη Γερμανία. Διότι ο Δροσίνης, πέραν των σπουδών του στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, σπούδασε και στη Λειψία, όπου επικοινώνησε με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Και όπως ο επαρκής αναγνώστης θα διαπιστώσει, και από τα συχνά δημοσιεύματα του Στέφου, ο ποιητής έχει ανοίξει μεγάλο και γονιμότατο διάλογο και με όλους τους Ευρωπαίους που αγάπησε, μελέτησε και μετέφρασε ( Δες και Ελένη Βαχάρη ο Γ. Δροσίνης στο Παγκόσμιο στερέωμα) και με την ελληνική παράδοση∙ την κλασική φιλολογία, τη βυζαντινή και τη νεότερη. Για «τρεις πυλώνες που οικοδομούν περίτεχνα την ποίησή του, αλλά και την πεζογραφία του»» κάνει λόγο ο καθ’ ύλην αρμόδιος Μιχάλης Μερακλής (βλ. ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο, 22 Δεκεμβρίου 2018).
Τη σχέση του Δροσίνη με τους κλασικούς, τους βυζαντινούς, τον Νικόλαο Πολίτη και τους Ξένους έχει ερευνήσει διεξοδικά σε ξεχωριστά μελετήματα του ο συγγραφέας Α. Α. Στέφος.
Η συλλογή «Φωτερά σκοτάδια», που είναι και το αντικείμενο μελέτης του παρόντος βιβλίου, κυκλοφόρησε το 1915 από τον εκδ. Οίκο Ι. Ν. Σιδέρη και περιλαμβάνει 136 ποιήματα γραμμένα από το 1903 μέχρι το 1914. Από τα χαρακτηριστικά της, ο μελετητής διακρίνει την «ποικιλία ρυθμών», το «πολυδιάστατο περιεχόμενο», τη μουσικότητα, την ακριβολογία, τον συμβολικό χαρακτήρα, χαρακτηριστικά τα οποία συνέβαλαν βεβαίως στη βράβευσή τους με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών. Η συλλογή σήμερα βρίσκεται στα Άπαντα που εξέδωσαν Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη το οποίο διευθύνει και φροντίζει παντοιοτρόπως η ερίτιμος κυρία Ελένη Βαχάρη.
Ο ποιητής είχε περάσει τα πενήντα του χρόνια, όταν κυκλοφορήθηκαν τα «Φωτερά σκοτάδια», και επόμενο ήταν να εκφράζει μια βαθιά στοχαστική διάθεση, την ώρα που η ζωή είχε αρχίσει να γέρνει. Ο Παλαμάς πάντως σχολιάζοντας την «εικονογραφική ικανότητα» του ποιητή, εστίασε στις περιγραφές της φύσης, στις αναφορές του στον έρωτα, στον Χάρο, στους αρχαίους στα άστρα, στην ψυχή, στην πατρίδα, στον φυσικό και υπερφυσικό κόσμο, «όλα σχεδιασμένα κυκλικά το ένα μετά το άλλο».
Με κεντρίζει η ιδέα πως εδώ ο Δροσίνης αναπαράγει τους κύκλους της Θείας Κωμωδία του Δάντη, τον οποίο άλλωστε επικαλείται στη σελ. 53 . Πρόκειται για τη συνάντηση του μεγάλου προαναγεννησιακού ποιητή με τη Βεατρίκη στη γέφυρα του ποταμού Άρνου, που και από τότε την έκανε οδηγό του στον Παράδεισο, όπως στην Κόλαση είχε οδηγό του τον Βιργίλιο. Η φωτολουσμένη πλάση του Δροσίνη δεν μπορεί παρά να είναι ο δρόμος του Φλωρεντινού ποιητή, πλάι στην αγαπημένη του, την προσωποποίηση της ιδέας του θείου κάλλους και αγγελικού φωτός:
Χωρίς να κλείσω τυφλός τα βλέφαρα/ Κι από το θάμπωμα να δακρύσω,/ Της Βεατρίκης τα μάτια δέσε μου,/ Τον ήλιο ολόφωτο ν’ αντικρύσω!.
Πέραν των όσων διεξοδικά πάνω στο θέμα αυτό έχει αναπτύξει ο εμβριθής στη σκέψη του Δροσίνη Στέφος, ο αναγνώστης που επίσης έχει διατρίψει στη σκέψη του Γιώργου Σεφέρη, δεν θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει το «αγγελικό και μαύρο φως» στην περίφημη Κίχλη, δείχνοντας πως η γενιά που ξεκίνησε από τους αρχαίους κλασικούς συνεχίζεται στους νεότερους και ας αναφέρουμε με την ευκαιρία τον Αίαντα του Σοφοκλή στιχ.394-396, ο οποίος λίγο πριν από την αυτοχειρία του απευθύνεται στο «μαύρο φως»:
ιώ/, σκότος, εμόν φάος,/ έρεβος ω φαεννότατον, ως εμοί,/ έλεσθ’ έλεσθέ με’ οικήτορα/ έλεσθέ με…
αλίμονο σκοτάδι, δικό μου φως, στον κάτω κόσμο πιο φωτεινό για μένα / πάρτε με, πάρτε με συγκάτοικό σας, πάρτε με… (μετάφραση δική μου).
Σύνδεση των στίχων αυτών με τα «Φωτερά σκοτάδια του Δροσίνη έχει επισημάνει ο Γιώργος Παναγιώτου στη μελέτη του για τον Σεφέρη Μποτίλια στο πέλαγο, ο οποίος επικαλείται και τον Χρήστο Παπαζογλου που με τη σειρά του βρίσκει σχέσεις με Σολωμό, Κάλβο, Rimbaud, Nerval, Hugo∙ ο τελευταίος μάλιστα πεθαίνοντας είπε: C’est ici le combat du jour et de la nuit… je vois la lumière noire. Είναι η μάχη της μέρας με τη νύχτα…βλέπω το μαύρο φως. (εκδ. Κίχλη 2015, σελ. 229).
Ο Στέφος κάνει λόγο για το φως και το σκοτάδι∙ το φως είναι η ζωή, «η νίκη πάνω στον θάνατο», παραπέμπει στον Σεφέρη, και καταλήγει ότι «μετά την “αγγελική και μαύρη μέρα” όλα φαίνονται χαρμόσυνα». Με άλλα λόγια, επέρχεται η συναδέλφωση της ζωής με τον θάνατο και αυτός είναι και ο ρόλος της ποίησης ή έστω ένας από τους ρόλους της. «Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης» (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά σελ. 39).
Πηγή έμπνευσης του Δροσίνη είναι η Αττική, την οποία υμνεί είτε μέσα από τα ποτάμια της είτε μέσα από τα βουνά της. Ο Υμηττός π.χ. με το καλό του μέλι. Στους στίχους: ΑΠΛΩΝΟΝΤΑΙ οι κορφές του οι απαλόγραμμες/ Κάποια θαμπά του φθινοπώρου χάδια/ Σαν να περνούν απάνω τους ανάλαφρα/ Γλυκά, των θεϊκών χεριών τα χάδια», δεν μπορώ να αποφύγω να συσχετίσω με τους στίχους από το Άξιον Εστί του Ελύτη:
Με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές/ γραμμές / […] ύστερα πιο νωχελικά /οι λόφοι οι κατωφέρειες («Η Γένεσις», Ύμνος 2ος). Αλλά και η Πεντέλη επίσης πλάστηκε με τον ίδιο τρόπο από τα χέρια του Θεού, λέει ο Δροσίνης που βλέπει την πλαγιά της σαν αέτωμα αρχαίου ναού, όπως παρατήρησε και ο γνωστός αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ που επισκέφτηκε την Ελλάδα πριν από 100 χρόνια και συγκεκριμένα παρατήρησε ότι «η γραμμή των αθηναϊκών βουνών επαναλαμβάνεται στο αέτωμα του Παρθενώνα», κάτι που επίσης παρατηρεί και ο Ελύτης.
Ο Δροσίνης έψαλλε επίσης τις εποχές όλες, κάθε μορφή της ελληνικής φύσης και δεν υπάρχει πτυχή της ποίησης του Δροσίνη που ο Στέφος δεν έχει αναδείξει∙ πλαγίως μας υπενθυμίζει πόσο οι νεότεροι έχουν γονιμοποιηθεί από αυτόν. Αυτή βεβαίως είναι μία πολύ μεγάλη και δύσκολη μελέτη η οποία απαιτεί χρόνο, γνώση, συνείδηση και πολλή προσοχή, για να μην αδικηθεί κανείς από τους συγκρινόμενους ποιητές μας.
Ο Δροσίνης μας δίνει συνεχώς επιχειρήματα για να το ανακαλύψουμε μέσα στους νεότερους: παραθέτω τους στίχους: Κάποιο αλαφρό ανατρίχιασμα περνάει μέσ’ στον αγέρα/ κι η ολανθισμένη λεμονιά χλωμιάζει και πονεί και νιώθουμε σαν να μας πιάνει από το χέρι και να μας οδηγεί στον Σεφέρη και, συγκεκριμένα, στον «Ερωτικό Λόγο»: Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα. Άλλοτε πάλι είναι εκείνος, ο Δροσίνης που με τον στίχο του Μοσκοβολάει απ’ τη βροχή το νοτισμένο χώμα μας δείχνει με σεβασμό τον Φιλόπατρι Ανδρέα Κάλβο και φτάνουν ώς εμάς σήμερα τα αρώματα της Ζακύνθου: Μοσχοβολάει το κλίμα σου,/ Ω φιλτάτη πατρίς μου/ Και πλουτίζει το πέλαγος/ Από την μυρωδίαν των χρυσών κήτρων…
Ο Στέφος θα επισημάνει την επιγραμματικότητα μερικών ποιημάτων και τη συγγένειά τους με το αρχαίο επίγραμμα, τη λυρικότητα αλλά και την αίσθηση ελευθερίας όπως Δε θέλω την αγάπη εγώ ποτάμι, που διαβαίνει/ Στους ανθισμένους κάμπους αργά και ταπεινά/ Τη θέλω θάλασσα πλατιά κι απέραντα απλωμένη/ Χωρίς εν’ ακρογιάλι να δείχνει πουθενά. Η ωραία αυτή εικόνα και δυναμική απαίτηση επαναλαμβάνεται στους σεφερικούς στίχους Α! να βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα /μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για να παλέψω με τα στοιχεία («Γράμμα του Μαθιού Πασχάλη»). Διαπιστώνουμε δηλαδή, ότι η μελέτη του Στέφου δεν είναι σημαντική μόνο για όσα επισημαίνει αλλά και για τα νέα πεδία μελέτης που ανοίγει, τις προεκτάσεις που μπορεί να πάρει η έρευνα, τις οποίες ίσως δεν είχε προσέξει η κριτική.
Θα σταματήσω για λίγο, στο ποίημα με την νεράιδα, η οποία επισκέπτεται τον ποιητή που αποκοιμήθηκε κάποια νύχτα στη βάρκα, μέσα στη θάλασσα και τον νανουρίζει, που αργοσαλεύει και τον ποτίζει γλυκό φίλτρο, αλλά όταν εκείνος το πρωί ξυπνά αυτή είναι άφαντη. Πώς μπορεί κανείς να μη σκεφτεί τον Μάνθο του Κορωνιού και τη Λουλούδω στο «Άνθος του γιαλού» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη;
Τα «Φωτερά σκοτάδια» είναι μία συλλογή προοίμιο για το επικείμενο και αναπόφευκτο τέλος, όμως ο Δροσίνης αντιμετωπίζει με νηφαλιότητα το θέμα, υμνεί τη ζωή και χαίρεται, δεν θρηνεί, αντίθετα βλέπει τον θάνατο σαν μια Νέκυια, μια ευκαιρία να συναντηθεί με τους αγαπημένους του νεκρούς, πραγματικούς ή μυθικούς, όπως τους έχει μέσα στη σκέψη του, ωραίους τραγικούς και ιδανικούς ήρωες. Αλλά και στον ανθοστόλιστο Επιτάφιο βλέπει τον άνθρωπο γιατί ο Δροσίνης έχει για όλους τους ταπεινούς, φτωχούς και αδύναμους μια συμπονετική ματιά και μια φιλική διάθεση.
Σαν το Αργείτη τον φύλακα/ βλέπει ένα φως στο σκοτάδι και φυσικά παραπέμπει στον φύλακα του αισχυλικού Αγαμέμνονα. Ο Στέφος δίνει μεγάλη σημασία στην ενότητα με τα αρχαιόθεμα ποιήματα, των οποίων τα θέματα απλώνονται σε ιστορικά γεγονότα και έργα τέχνης από τα οποία ο Δροσίνης εμπνεύστηκε και δημιούργησε τα έργα του. Το αναφερόμενο στο Ολυμπιείον αλλά και στην Πύλη του Αδριανού, με όλη την πραγματολογική υποστήριξη που παραθέτει ο μελετητής, υποδεικνύει, διδάσκει τον αναγνώστη που διαβαίνει αυτή την Πύλη, αυτή η Πύλη σε δυο χωρίζει το Άπειρο… και τον καθοδηγεί να αναρωτηθεί «ποιο Άπειρο», αυτό που φαίνεται και είναι απλό, το άλλο που εννοείται, εκείνο που απέδειξε η ιστορία, ο Χρόνος και ο στοχασμός; Ο νόμος της ζωής;
Η περιδιάβαση σ’ αυτό το μικρό βιβλίο είναι πολύ μεγάλη και πλατιά και βαθιά. Σχεδόν 100 είναι οι λεπτομερείς παραπομπές με τις πολύτιμες πληροφορίες που ολοκληρώνουν τη μελέτη.
Οι ενασχολούμενοι με το είδος θα εκπλαγούν από τις αθέατες πτυχές του έργου του Δροσίνη πάνω στο οποίο με τόσο ζήλο, κόπο και φιλοτιμία, θητεύει ο ακούραστος, αδαμάντινος και χαλκέντερος Αναστάσιος Αγγέλου Στέφος.