Οι εορτασμοί των ανθέων στην αρχαία Αθήνα άρχιζαν στις 11 του Ανθεστηριώνος μηνός, που για μας σήμερα είναι πέφτει ανάμεσα στο τέλος Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου. Γιορτή αφιερωμένη στον θεό Διόνυσο, θεό του κρασιού, τότε που άνθιζαν τα μπουμπούκια και άνοιγαν τα πιθάρια με τα νέα κρασιά. Γι’ αυτό και στόλιζαν το κεφάλι των μικρών παιδιών με στεφάνια.
Η γιορτή διαρκούσε τρεις μέρες. Την πρώτη, ήταν τα πιθοίγια. Υπάρχει αρχαία λήκυθος του 5ου αιώνα π. Χ που παριστά την πρώτη μέρα αυτής της γιορτής. Πίστευαν μάλιστα πως ακόμα και οι νεκροί ζωντάνευαν για να πιουν κρασί, δηλαδή οίνον κεκραμένον, δηλαδή κράμα οίνου και νερού. Άκρατον τον έπιναν οι βάρβαροι.
Τη δεύτερη μέρα έκαναν χοές. Από ένα αγγείο που ονομαζόταν «χους» (και στον πληθυντικό «χόες», εξ ου και οι χοές) έπιναν κρασί. Ο θεός Διόνυσος ερχόταν πάνω σε ένα τροχήλατο πλοίο (επειδή σύμφωνα με τον μύθο, ο Διόνυσος ήρθε με πλοίο στην πόλη) και τον ακολουθούσαν οι Σάτυροι. Η γιορτή θυμίζει κάπως τη δική μας Αποκριά. Ο υποδυόμενος τον θεό φορούσε μάσκα. Μακρά πομπή έφευγε από τη θάλασσα, περνούσε από τους βωμούς του θεού και απέδιδε τιμές. Ο βασιλιάς που υποδυόταν τον θεό και η βασίλισσα έπρεπε να συνευρεθούν στο ιερό (παραλλαγή έχουμε στο τέλος των Ορνίθων του Αριστοφάνη). Σε κάθε σπίτι γινόταν εορτή και οι συνεορτάζοντες έφεραν μαζί τους το φαγητό και το χουν τους. Ακολουθούσε διαγωνισμός οινοποσίας (θυμηθείτε τον Δικαιόπολη στους Αχαρνής) και ο νικητής έπαιρνε ως έπαθλο ένα ασκί κρασί.
Η τρίτη μέρα ήταν η εορτή των «Χύτρων», δείγμα του οποίου έχουμε σε σκύφο του 5ου αιώνα π. Χ. Οι εορταστές έβραζαν σε μεγάλες χύτρες σπόρους από διάφορους καρπούς και έκαναν προσφορές στον χθόνιο Ερμή. Ήταν κάτι σαν τα δικά με κόλλυβα που φτιάχνουμε ακόμα και σήμερα τα Ψυχοσάββατα. Ο ψυχοπομπός Ερμής συνόδευε πάλι στον κάτω κόσμο τους νεκρούς, που είχαν έρθει για τη γιορτή, κάνοντας και λέγοντας αποτροπαϊκά λόγια: Φύγετε, νεκροί, τελείωσαν τα Ανθεστήρια.
Έτσι, ούτε ο καιρός των λουλουδιών, όπως και ο Μάης και η Άνοιξη, γενικώς, ούτε ο θεός Διόνυσος του γλεντιού και του κρασιού δεν είναι και τόσο αθώοι και άμοιροι ενός κεκαλυμμένου κακού. Η εξωτερική εικόνα πάντα αποτελεί μιαν άλλη καλά κρυμμένη από κάτω.
Πάμε τώρα να δούμε πως γιορτάζουν τον Μάη κατά τον Μεσαίωνα στην Αγγλία.
Για αρχή ακούμε ένα τραγουδάκι:
Tra la, it’s May, the lusty month of May
That lovely month when everyone goes blissfully astray
Tra la, it’s here, that shocking time of year
When tons of wicked little thoughts merrily appear
It’s May, it’s May that gorgeous holiday
When every maiden prays that her lad will be a cad
It’s mad, it’s gay, a libelous display
Those dreary vows that everyone takes, everyone breaks
Everyone makes divine mistakes, the lusty month of May
και σε απλή μετάφραση:
Τρα λα λα, είναι Μάιος, αυτός ο λάγνος μήνας Μάης
αυτός ο ωραίος μήνας που ο καθένας όμορφα ξεγλιστράει
Τρα λα λα , αυτή εδώ είναι η σοκαριστική στιγμή του χρόνου,
που σε όλους τους τόνους οι μικρές χαριτωμένες αμαρτίες εμφανίζονται
Είναι Μάιος, είναι Μάιος, αυτή η υπέροχη γιορτή
που κάθε κοπέλα εύχεται το αγόρι της να μην είναι συγκρατημένο,
είναι τρέλα, είναι χαρά, μια χαριτωμένη δυσαρμονία.
Αυτοί οι θλιβεροί όρκοι που όλοι παίρνουν και όλοι παραβιάζουν
Όλοι κάνουν θεϊκά λάθη, ο λάγνος μήνας Μάιος…
Ένα τραγούδι που δίνει άφεση σε κάθε παρέκκλιση. Επιτέλους, ας μπει και λίγη τρέλα στη ζωή μας, ας διασκεδάσουμε. Κάπως έτσι η Βασίλισσα του Κάμελοτ Γουίνεβιρ, σύζυγος του βασιλιά Αρθούρου, και η χαρούμενη κομπανία της παίζει, γελά και τραγουδά την Πρωτομαγιά. Ας παίξουμε, ας κάνουμε μικρές αμαρτίες, ας διασκεδάσουμε, είναι Μάης. Το έργο, βέβαια αφορά τον βασιλιά Αρθούρο και τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης (τι ωραία που ταιριάζει εδώ αυτή η καθαρευουσιάνικη γενική!).
Το παραπάνω ωραίο τραγουδάκι το έχει τραγουδήσει και η Τζούλι Άντριους στη σκηνική εκδοχή του μιούζικαλ, από τον Alan Lerner το 1960 και σκηνοθεσία Moss Hart. Η υπόθεση βασίζεται στο έργο του Terence Hanbury (1906-1964), ο οποίος ασχολήθηκε με τους μύθους γύρω από τον Αρθούρο και τους ιππότες του.
Επί σκηνής, ήταν ο Ρίτσαρντ Μπάρτον που τραγούδησε τον Αρθούρο και η Τζούλι Άντριους τη Βασίλισσα Γουίνεβιρ. Το 1967 κλήθηκαν να υπηρετήσουν τους ίδιους ρόλους στον κινηματογράφο ο γοητευτικότατος Ρίτσαρντ Χάρις και η επίσης γοητευτικότατη Vanessa Redgrave. Ο τρίτος στην υπόθεση ήταν ο επίσης γοητευτικότατος Φράνκο Νέρο – ο Λάνσελοτ, ο οποίος ερωτεύτηκε τη βασίλισσα και η βασίλισσα εκείνον, όχι μόνο στην οθόνη αλλά και στη ζωή και έζησαν μαζί πολλά ευτυχισμένα χρόνια αποδεικνύοντας την αλήθεια του μύθου και δίνοντας χάπι έντ στην πραγματικότητα και όχι στον μύθο, ως είθισται, αποδεικνύοντας πως η ζωή έχει εκπλήξεις ωραιότερες καμιά φορά από την τέχνη.
Τόσο η σκηνική όσο και η κινηματογραφική εκδοχή είχαν εξαιρετική υποδοχή. Η Τζούλι Άντριους, μάλιστα, έγραψε βιβλίο, στο οποίο ανέλυσε τον ρόλο της και τις σχέσεις της με τους άλλους συνεργάτες της.
Ο χαρούμενος στίχος του τραγουδιού κουδουνίζει ευχάριστα μέσα στο μυαλό και σαν θεός υπαγορεύει στους κοινούς θνητούς τον χορό και τον έρωτα. Για μία μέρα, τουλάχιστον, το έθιμο της γιορτής επιτρέπει την παρεκτροπή, Its May!
Βέβαια η ιστορία, δηλαδή ο μύθος, έχει πικρό τέλος. Ο Βασιλιάς Αρθούρος είχε κάνει νόμο να περνάει από δίκη όποιος παραβαίνει το δίκαιο και ο κατήγορος να φέρνει αποδείξεις. Όχι, να τραβάει το σπαθί και να σκοτώνει όποιον θεωρεί ένοχο…. Θέλει να επιβάλει το right στη θέση του might, με άλλα λόγια, τη δύναμη της λογικής στη θέση της ισχύος. Θέλει ένα δίκαιο που να απονέμει δικαιοσύνη. Όμως, ο κόσμος είναι τόσο περίπλοκος και τα εμπόδια όλα θα βρεθούν μπροστά του. Ο Άρθούρος θα είναι ο πρώτος που θα πληρώσει το τίμημα του νόμου, όταν με αποδείξεις θα αποδειχτεί η «απιστία» της βασίλισσας∙ η τιμωρία είναι θάνατος. Ωστόσο, την ώρα που την έχουν έτοιμη για την εκτέλεση, ορμάει στη σκηνή ο Λάνσελοτ με τους δικούς του, την αρπάζει και φεύγει, λυτρώνοντας και τον βασιλιά που προσευχόταν να φτάσει εγκαίρως ο Λάνσελοτ και να την σώσει. Εκείνος, ως βασιλιάς δεν μπορούσε να της δώσει χάρη. Μπορούσε όμως σαν βασιλιάς να πολεμήσει τώρα πλέον εναντίον του αγαπημένου του Λάνσελοτ.
Τι δηλώνει ο μύθος; Ο μύθος δηλώνει πως ο προδομένος βασιλιάς δεν μπορεί, για να την σώσει, δεν επιτρέπεται να παραβιάσει τον νόμο. Ο νόμος πρέπει να τηρείται και από τον βασιλιά. Αλλιώς δεν έχει ισχύ. Και ο παγιδευμένος βασιλιάς, που αγαπά την Γουίνεβιρ, αγαπά και τον Λάνσελοτ, και συμμερίζεται την αγωνία τους, υποφέρει. Το καλό είναι ότι σώθηκε η Γουίνεβιρ, το κακό είναι ότι πρέπει να πολεμήσει τον Λάνσελοτ, σαν βασιλιάς και όχι σαν προδομένος άνθρωπος-σύζυγος.
Σε λίγο θα γίνει η μάχη. Οι δύο άντρες θα συναντηθούν για τελευταία φορά. Θα δείξουν ο ένας την αγάπη και την εκτίμησή του στον άλλο. Ο Αρθούρος θα δει για τελευταία φορά την Γουίνεβιρ που συντετριμμένη ζητά συγγνώμη από τον σύζυγο που αγαπά και από τον εραστή που επίσης αγαπά. Η Γουίνεβιρ θα περάσει την υπόλοιπη ζωή της στο μοναστήρι. Στην τελευταία σκηνή, ένα μικρό αγόρι, ο Τομ, ζητά από τον Αρθούρο να του επιτρέψει να πολεμήσει μαζί του, πλάι του. Ο βασιλιάς όμως τον στέλνει στα μετόπισθεν και του αναθέτει τον ρόλο του παρατηρητή και του ιστορικού του μέλλοντος, να καταγράψει τα γεγονότα για να τα μάθουν οι νεότεροι.
Μεταξύ άλλων λέει: «Κάθε απόγευμα, από Δεκέμβριο σε Δεκέμβριο, προτού κοιμηθείτε στην κούνια σας, σκεφτείτε όλες τις ιστορίες που θυμάστε για το Κάμελοτ. Ρωτήστε τον καθένα αν έχει ακούσει την ιστορία, και πείτε το δυνατά και ξεκάθαρα αν δεν το έχει ακούσει, ότι κάποτε υπήρχε ένα φευγαλέο στρίψιμο δόξας που ονομαζόταν Κάμελοτ».
Μετά, Αρθούρος και Τομ τραγουδούν μαζί: «Camelot! Κάμελοτ! » και ο Άρθουρ συνεχίζει: «Τώρα πείτε το με περηφάνια και χαρά! Ναι, Κάμελοτ, αγόρι μου! … Μην ξεχνάτε ότι κάποτε υπήρχε ένα σημείο για μια σύντομη λαμπερή στιγμή που ήταν γνωστό ως Κάμελοτ». Kαι ο βασιλιάς φωνάζει στο αγόρι με μια κραυγή που φέρνει την ιστορία στο μέλλον:
run boy, run !!!
Τι ήταν το Κάμελοτ; Ένας παράδεισος, που ακόμα και οι καιρικές συνθήκες είχαν συγκατατεθεί, μέχρι που εισέβαλε ο πειρασμός. Κανείς δεν τον ήθελε, κανείς δεν επεδίωξε το κακό. Αλλά ο Λάνσελοτ και η βασίλισσα ερωτεύτηκαν. Έζησαν για λίγο καιρό ευτυχισμένοι, με τύψεις, μέχρι που ο παράδεισος έγινε κόλαση. Και ο Βασιλιάς –Θεός- Αρθούρος, σαν δίκαιος κριτής, επέβαλε ποινή από την οποία δεν εξαιρέθηκε ούτε ο ίδιος κι έτσι, έγινε το ζωντανό παράδειγμα της τήρησης του νόμου. Πράγμα που σημαίνει ότι ο νόμος που δικαιώνει κάποιον, βλάφτει κάποιον άλλο, και αυτός ο άλλος πρέπει να υπακούσει.
Και κάτι ακόμα που το βλέπουμε συχνά. Η υστεροφημία. Ο Τομ, το αγόρι, γίνεται ο αγγελιοφόρος της ιστορίας. Το μικρό παιδί, ο χρονογράφος, θα επιζήσει για να πει την ιστορία και να μάθει ο κόσμος πώς έγιναν τα πράγματα.
run boy, run !!!
Και η σύμπτωση. Ο White, ο συγγραφέας, πέθανε από καρδιακή προσβολή ενώ παρέπλεε στον Πειραιά στις 17 Ιανουαρίου 1964, στον πλουν επιστρέφοντας από μια περιοδεία στις ΗΠΑ. Θάφτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Το βιβλίο του Μέρλιν (θυμίζω ότι ο Μέρλιν είναι ο μάγος που συμβουλεύει και βοηθάει τον Αρθούρο) κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του το 1977 με τίτλο Ο Κάποτε και ο Μελλοντικός Βασιλιάς, σαν να υπαινίσσεται ποιος ήταν κάποτε ο καλός βασιλιάς και ποιος πρέπει να είναι και στο μέλλον. Όλες οι εργασίες του βρίσκονται στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν. Αυτός λοιπόν, ο White, ήταν το αγόρι, ο Τομ, που έτρεξε να φέρει το μήνυμα του Αρθούρου στην εποχή μας. Κι ακόμα μας διδάσκει πως εκείνος ο μυθικός Αρθούρος είναι ο Κάποτε και ο Μελλούμενος, για να είναι ο κόσμος δίκαιος. Και επειδή ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας, ο White είναι ο ιστορικός της εποχής του∙ ο Τομ. Όσο για το τραγουδάκι του Μάη ήταν μια χαραμάδα ανεμελιάς, σαν την Πρωτομαγιά στον κύκλο του χρόνου.