Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε το εμβληματικό ποίημα «Ψαλμός και Ψηφιδωτό Για μιαν Άνοιξη στην Αθήνα» το 1939, το δημοσίευσε στο περιοδικό Εποχές τον Απρίλιο του 1965 και, τέλος, το συμπεριέλαβε στη συλλογή Τα Ετεροθαλή που εκδόθηκε το 1974. Είναι ένα ποίημα του οποίου η επιφάνεια και ο τίτλος μάς εξαπατά, κρύβει πολλές στις λέξεις του «βόμβες» και «χειροβομβίδες» και είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα η επιμελημένη αρχιτεκτονική του.
Αποτελείται από δώδεκα τρίστιχες στροφές και έντεκα επτάστιχες, εναλλασσόμενες – τρίστιχη /τετράστιχη- ανοίγει με τρίστιχη και κλείνει με την δωδέκατη, επίσης, τρίστιχη. Το σύνολο των στίχων της τρίστιχης φόρμας είναι 36 και της επτάστιχης 77. Το σύνολο των στίχων όλου του ποιήματος είναι 113.
Ακόμα, τα τρίστιχα αρχίζουν από της άκρη της σελίδας, ενώ τα επτάστιχα βρίσκονται στο κέντρο, δημιουργώντας στο μάτι ένα σχήμα εξοχής- εσοχής – ένα έξω- ένα μέσα. Κάθε σύνολο –τρίστιχο, επτάστιχο- μας δίνει δέκα στίχους, έναν αγαπημένο αριθμό στο έργο του Ελύτη (όπως, άλλωστε, και το τρία και το επτά και βεβαίως το τέσσερα, το πέντε και το εννιά).
Κάθε στίχος του τρίστιχου αρχίζει με τη λέξη «Άνοιξη» και ακολουθείται από περιγραφικά χαρακτηριστικά της εποχής, με σύνολο λέξεων συν πλην δέκα. Συνολικά έχουμε 36 στίχους στα τρίστιχα και 36 φορές τη λέξη «Άνοιξη» (3Χ12), ενώ τα έντεκα επτάστιχα μας δίνουν 77 στίχους, όπου υπάρχει δραματική κινητικότητα, με δυναμικές ψηφίδες, όπως: «χλιαρό αεράκι», «Χαρταετούς», «πουλιά», «φωτιά», «μασιά του ήλιου», «ένα τραμ που στρίγγλιζε», «το τέρας που γύριζε», «η χούφτα που ακαρτερούσε: Χάιντε η ριξιά να βρει το ζάρι της/ Κι η τζαμαρία το λιθάρι της», οι «καμπάνες ψηλά», η «ρουφήχτρα που κατάπινε», «το ντουβάρι που ορέγονταν κι άλλα καρφιά», ο «Κάκτος», ο «Κάστωρ», ο «Κόνδωρ», ο «Ιέραξ», «Τα κορίτσια που δάγκωναν τη γομολάστιχα. / Και τινάζανε πίσω το κεφάλι / Σα/ Να τραβούσαν/ έξω/ Του σφαγμένου πετεινού τα σπλάχνα/ Τα κομμάτια μέσ’ στα δόντια τους», «Τα γυμνά στήθη/ Τα τρεμάμενα σπάρτα μέσ’ στους κάμπους/ Όπου ευφραίνονται οι ακρίδες», «Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία/ Μια κηλίδα/ Μωβ/ Πήγαιν’/ Ερχότανε».
Η διάταξη των στροφικών συνόλων στη σελίδα είναι: σε οριζόντια ανάπτυξη τα τρίστιχα και σε κάθετη, αλλά όχι απόλυτη, τα επτάστιχα. Το σχήμα παραπέμπει στον στίχο του ποιήματος («Εκείνο που δεν γίνεται» από τη συλλογή Το Φωτόδεντρο…:
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα και ή που κόβονται στα δυο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Ξαναπιάνω το νήμα από την αρχή. Το ποίημα είναι ερωτικό; Απομονώνω στίχους:
Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε» «τέρας» …
*
Και το τέρας που γύριζε σαν τη λαντέρνα
Μια παράξενη
Άλλη
Γειτονιά
Και η χούφτα που ακαρτερούσε:
Χάιντε η ριξιά να βρει το ζάρι της
Κι η τζαμαρία το λιθάρι της!
*
Άνοιξη «Μήνιν άειδε…»
*
Θεά! Και τι σγουρά τα σκοτεινά τα μέρη!
Και τα χείλη τι ζάχαρη βιολέτας!
Τα λυτά
Νωπά
Μαλλιά
Στην απαλή κοιλιά η ανάσα τι ταξίδι!
*
Άνοιξη πρόσθια καταβύθιση
*
Άνοιξη σάλτο της ακρίδας
Άνοιξη μήτρα σκοτεινή
Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη
Από τα ελάχιστα παραπάνω θα πούμε, ναι, είναι ερωτικό. Είναι τα «σγουρά και σκοτεινά», η «Άλλη Γειτονιά», το «ταξίδι» της ανάσας «στην απαλή κοιλιά». Αυτά ως προς το τρυφερό μέρος. Γιατί υπάρχει και το σπαραχτικό, που παραπέμπει σε μιαν αλά ελληνικά Ιεροτελεστία της Άνοιξης, όπου:
Τα κορίτσια που δάγκωναν τη γομολάστιχα.
Και τινάζανε πίσω το κεφάλι
Σα
Να τραβούσαν
Έξω
Του σφαγμένου πετεινού τα σπλάχνα
Τα κομμάτια μέσ’ στα δόντια τους
Σαν Βάκχες και Μαινάδες, σαν υπνωτισμένες από την έλξη της εποχής, της Άνοιξης. Ιέρειές της. Κάστορες και Κόνδορες και Ιέρακες. Παρόμοια σκηνή, πολεμική σκηνή, μας δίνει ο ποιητής στην πρώτη γραφή του ποιήματος «Ο Ύπνος των γενναίων», με την οποία κλείνει το ποίημα:
Κει που με μιας τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευ-
φρανθούν τον πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα
Είναι το ποίημα πολιτικό: Οι στίχοι από τον Ψαλμό της Άνοιξης (όπως και οι ακριβώς παραπάνω) καθώς και τα ηχηρά «Κάκτος», «Κάστωρ», «Κόνδωρ», «Ιέραξ», άγρια και αρπακτικά όλα, και ο κάκτος με τα αγκάθια του, αλλά ο «Κόνδωρ» ως αεροπορική ομάδα κρούσης στην πόλη Γκουέρνικα ή Γκερνίκα τον Απρίλιο του 1937, εκεί μας οδηγούν.
Πρωτίστως όμως εκεί μας οδηγούν εκείνες οι δύο πρώτες λέξεις από το προοίμιο της Ιλιάδας «Μήνιν άειδε», σε εισαγωγικά, και αμέσως πιο κάτω η λέξη «Θεά» χωρίς εισαγωγικά. Έχουμε πόλεμο, λοιπόν, κι ενώ οι φράσεις «πρόσθια καταβύθιση», «σάλτο της ακρίδας», «μήτρα σκοτεινή», «πράξη ακατονόμαστη», θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε μια ερωτική ατμόσφαιρα, ερωτική κοσμογονία καλύτερα, οι ίδιες αυτές λέξεις μπορεί να μιλάνε και για την αεροπορική επίθεση του Κόνδορα στη Γκερνίκα. Το 1939, που ο Ελύτης γράφει το ποίημα, έχει ήδη προηγηθεί η καταστροφή της βασκικής πόλης και ανεβαίνει η παγκόσμια θερμοκρασία του κόσμου.
Ο Ελύτης θα αναφερθεί και στο γεγονός και στην πόλη και στον Πικασό στην ίδια συλλογή, στο ποίημα «Ωδή στον Πικασό», γραμμένο εννέα χρόνια μετά, το 1948, και στο ποίημα “Villa Natacha” το 1969. Δημοσιευμένα όλα στην ίδια συλλογή το 1974. Οπότε, τα παραπάνω σύμβολα -«ακρίδες», «σκοτεινή μήτρα», «πρόσθια καταβύθιση» και «ακατονόμαστη πράξη»- αποκτούν μιαν άλλη σημασία. Για τα αεροπλάνα που ορμούν από ψηλά, ο ποιητής θα έχει ιδίαν αντίληψη, όταν βρεθεί στα αλβανικά βουνά, ένα χρόνο μετά, το 1940. Για την ώρα γνωρίζει το γεγονός, από την βομβαρδισμένη πόλη και τον γνωστό πίνακα του Πικασό. Ξέρει τις εαρινές επιθέσεις και θα μάθει και τις φθινοπωρινές.
Το ποίημα αρχίζει και κλείνει παρεμφερώς: «Άνοιξη θρύψαλλο μενεξεδί. … Στ’ ανοιχτα χαρτά και στα βιβλία … χλιαρό αεράκι… Και τα πουλιά δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους» (η αρχή) .
Δηλαδή αρχίζει όμορφα και τρυφερά, με το ελάχιστο της απειλής -θρύψαλλο μενεξεδί»- ακίνδυνο, αλλά τελειώνει στο Μωβ:
«Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία / Μια κηλίδα / Μωβ/ πήγαιν’ ερχότανε…» και μετά, το τέλος:
«Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας
Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη
Άνοιξη “αντίο αντίο παιδιά!”»
Το «θρύψαλλο» έγινε «κηλίδα». Το «μενεξεδί» έγινε «Μωβ». Ο θάνατος παραμονεύει έτσι και αλλιώς. Ο έρωτας είναι ένας πόλεμος που σου ξεσκίζει τα σπλάχνα. 1939, 1948, 1969, 1974, 1996, για τον ποιητή και για μας, σήμερα, 2020.
Είναι έρωτας αυτό το «τέρας», ο σπαραγμός των σπλάχνων, το «αμάχανον όρπετον», κατά την Σαπφώ ;;;