Ο Αντώνης Μαστραπάς είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικά του Ιστορικού και Αρχαιολογικού τμήματος, με διδακτορική διατριβή Ζωή και Τέχνη στις προϊστορικές Κυκλάδες. Συμμετείχε σε ανασκαφές στα νησιά των Κυκλάδων και στη Ρόδο, υπηρέτησε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, στη Σχολή Ξεναγών, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, ως Σχολικός Σύμβουλος, έλαβε μέρος σε πολλά Συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, είναι συγγραφέας επιστημονικών μονογραφιών, σχολικών εγχειριδίων, άρθρων και μελετών σχετικών με το αντικείμενό του.
Η παραπάνω λεπτομερής αναφορά κρίθηκε αναγκαία για να μας δείξει πώς από τη δική του ειδικότητα μπορεί να κάνει την ιστορική και αρχαιολογική του έρευνα όχι, αυτή τη φορά, στο προϊστορικό Αιγαίο, αλλά στο πεζογραφικό έργο του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη (1859-1951).
Ο Γεώργιος Δροσίνης, του οποίου η προσωπικότητα και δραστηριότητα υπερβαίνει τον τίτλο του ποιητή, υπήρξε και πεζογράφος και σημαντικός πνευματικός άνθρωπος, ο οποίος εργάστηκε σκληρά πάνω στη διαμόρφωση της παιδείας μας. Υπήρξε μια θαυμαστή προσωπικότητα με σημαντικές σπουδές στην Ελλάδα και στην Γερμανία.
Το ενδιαφέρον μας, όπως προκύπτει από τον τίτλο του βιβλίου του Μαστραπά , είναι για την Αρχαιογνωσία του που θα αναφανεί μέσα από το μυθιστόρημά του με τον τίτλο Έρση. Αφορμή για τον Μαστραπά ήταν το Συνέδριο που διοργανώθηκε από την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων και τον Σύλλογο «Οι Φίλοι του μουσείου Δροσίνη», στην Κηφισιά, το 2016. Ωστόσο, η μνήμη του είχε από την παιδική ηλικία κρατήσει την Έρση, όταν την βρήκε και τη διάβασε στη βιβλιοθήκη του παππού του.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι αρχαιολόγος, όπως και ο Μαστραπάς, ο οποίος ξαναπήρε στα χέρια του την Έρση και την ξαναδιάβασε, αρματωμένος, πλέον, με τα όπλα της επιστήμης. Ο συγγραφέας, όπως και ο Δροσίνης, ακουμπά και στις δύο κολώνες της τέχνης ή καλύτερα στις τρεις· Ιστορία και Αρχαιολογία ντυμένες με Λογοτεχνία.
Ο Μαστραπάς επισημαίνει ότι ο Δροσίνης «εμπνέεται από την αρχαιολογία», «συνυφαίνει μύθους και παραδόσεις με την περιπέτεια της έρευνας» και «ανασύρει αλήθειες από τα ερείπια του παρελθόντος». Έτσι, «η αρχαιολογική μελέτη και η αισθητική ανάλυση μετουσιώνονται σε λογοτεχνικό κείμενο». Από την έρευνά του ανακάλυψε στον Δροσίνη το «εύρος και το κύρος των γνώσεων του», «στοιχεία της ζωής του», «μύχιες σκέψεις» και «όνειρα ανεκπλήρωτα».
Η υπόθεση της Έρσης τοποθετείται στο 1912. Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ασχολείται με της ημέρες των «Χαρίτων» και το δεύτερο των «Ερινύων», υποδηλώνοντας κοινωνικοπολιτικές ανατροπές και ανάλογα συναισθηματικά περιβάλλοντα. Το πρωταγωνιστικό ζεύγος ο Παύλος αρχαιολόγος και η χαριτόβρυτος γυναίκα του η Έρση βρίσκονται σε ένα νησί για τις ανάγκες της επιστήμης του Παύλου. Μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας, όμως, και ένα κωφάλαλο παιδί, κλεισμένο σε έναν σάκο, σε μια ερημική παραλία, ταράζει τα ήσυχα νερά του νησιού. Το ζευγάρι αναλαμβάνει να περιθάλψει το παιδί. Εν τω μεταξύ αρχίζουν οι βαλκανικοί πόλεμοι και ο Παύλος επιστρατεύεται.
Ο Δροσίνης εκφράζοντας προσωπικές αγάπες και φιλοδοξίες, προικίζει τα πρόσωπα του έργου του με ιδιότητες που θα ήθελε να έχουν όλοι οι Έλληνες. Να είναι τίμιοι, να αγαπούν την πατρίδα και να σέβονται τους θησαυρούς της. Έτσι μέσω των ηρώων του αποκαλύπτει τον δικό του χαρακτήρα και τη δική του επιθυμία, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την φιλία και τη συναναστροφή του Νικολάου Πολίτη, ο οποίος τον παρότρυνε να πάει στη Γερμανία και να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης και ξένες Λογοτεχνίες. Και φυσικά έτσι έγινε. Ο Δροσίνης φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, αλλά δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ωστόσο, επιδόθηκε στην επιστήμη με προσωπική μελέτη. Στη βιβλιοθήκη του βρίσκονταν όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς της Ευρώπης.
Παράλληλα με την αρχαιολογία, ο Δροσίνης μελετά και την αρχαία γραμματεία, επισκέπτεται τους αρχαιολογικούς χώρους και, όταν «Αντίκρυ στην Ακρόπολη» βλέπει μια «ωραία άγνωστη», εμπνέεται την Έρση του. Οι τόποι όπου διαδραματίζεται η ιστορία, η παραλία, η θαλασσοσπηλιά, τα πρόσωπα, όλα έχουν την πραγματική τους υπόσταση και ανήκουν στην προσωπική εμπειρία του συγγραφέα, που μεταπλάθει για τις ανάγκες του έργου του. Παράλληλα με τα κείμενα, ο Δροσίνης μελετά και τους φυσικούς χώρους- τα θέατρα, όπου ακούστηκε ο λόγος των ποιητών και όπου ο ίδιος διάβασε αρχαία δράματα, τραγωδίες και κωμωδίες και άκουσε το αηδόνι από τους Όρνιθες του Αριστοφάνη. Η γνώση αυτή του δίνει και την αιτία για να γράψει έργα, εμπνευσμένα από τις αρχαίες ηρωίδες. Παράλληλα, για τη φιλολογική του κατάρτιση, ο συγγραφέας-ποιητής μελετάει τα φιλολογικά κείμενα συστηματικά και είναι ενήμερος των εξελίξεων στη φιλολογία και τους συγγενείς αρχαιογνωστικούς κλάδους. Για παράδειγμα το μότο, στο πρώτο μέρος της Έρσης προέρχεται από τον 14ο Ολυμπιόνικο του Πινδάρου, ενώ το μότο του δεύτερου μέρους από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Σοφοκλή. Ακόμα, τα σχόλια, σχετικά με την έκδοση, και οι μικρές λεπτομέρειες του βιβλίου της Αντιγόνης, που κρατά η ηρωίδα στα χέρια της, η αναφορά στο χορικό το αφιερωμένο στον Έρωτα και η σύγκρισή του με το αντίστοιχο από τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, η σύγκριση της Αντιγόνης με τους μάρτυρες για την πίστη του Χριστού, μαρτυρούν την φιλολογική επάρκεια του ποιητή. Αλλού συγκρίνει το έργο Ελλάς του Σέλλεϋ με τους Πέρσες του Αισχύλου.
Η Έρση έχει μαζί της την Προσευχή στην Ακρόπολη του Ρενάν, ποιήματα του Σέλλεϋ, Τα Εις Εαυτόν του Μάρκου Αυρηλίου, ό,τι δηλαδή έχει και ο Δροσίνης στη βιβλιοθήκη του. Φυσικά, όλοι οι ήρωές του έχουν τα δικά του ενδιαφέροντα. Πάνω σ’ αυτά στήνει τους διαλόγους του, στους οποίους αξιοποιεί τα πορίσματα της επιστήμης, αναφέρει τα ονόματα γνωστών αρχαιολόγων, παπυρολόγων και ό,τι νέο προκύπτει από την επιστημονική έρευνα.
Όσον αφορά την επιλογή των Κυκλάδων για τόπο δράσης του μυθιστορήματος, τούτο οφείλεται στις αρχαιολογικές έρευνες που έγιναν εκεί, στο τέλος του 19ου αι., τα ευρήματα αλλά και την αρχαιοκαπηλία, που αποτελεί κι ένα πολύ σημαντικό άξονα στο μυθιστόρημα. Πίσω από τον αρχαιολόγο Παύλο, φυσικά, βρίσκεται ο Δροσίνης, ενώ ο μέντοράς του και ο Έφορος Αρχαιοτήτων Καλλιάδης, δεν είναι άλλος από τον αληθινό Γεώργιο Σωτηριάδη , του οποίου ο Οδηγός της Ακροπόλεως και του μουσείου της βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του συγγραφέα. Οι πάμπολλες πληροφορίες που μας δίνει, και στους διαλόγους του μυθιστορήματος και στα άλλα γραπτά του, οφείλονται στο ότι , όχι μόνο παρακολουθούσε στενά την αρχαιολογική σκαπάνη και κάθε επιστημονική ανακοίνωση, αλλά έκανε και συγκρίσεις ανάμεσα στους αρχαίους καλλιτέχνες και μετέφερε τα σχόλια ων αρχαίων συγγραφέων.
Ο Μαστραπάς εικάζει πως ο Δροσίνης έχει υπόψη του την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης του Χρήστου Τσούντα, ενώ για τους μύθους αξιοποίησε τον Νικόλαο Πολίτη. Το τελευταίο επεσήμαναν σπουδαίοι γερμανοί μελετητές, οι οποίοι θεώρησαν τους μύθους και τους θρύλους κιβωτό της ιστορικής μνήμης και μέρος της ιστορικής σκέψης.
Ο Δροσίνης, με τη χρησιμοποίηση των μύθων στοχεύει πρώτον στην αρχαιογνωσία των ηρώων του αλλά και στο κέντρισμα του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Η ηρωίδα του η Έρση έχει καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, ενώ η συνονόματή της μυθική κόρη του Κέκροπος, από την Αθήνα. Με αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας ενώνει δύο μεγάλες πόλεις και δύο μεγάλες ιστορικές περιόδους. Όσον αφορά στις εξωραϊστικές παρεμβάσεις στο μνημείο της Ακρόπολης, Ο Δροσίνης, με τη χρησιμοποίηση των μύθων στοχεύει πρώτον στην αρχαιογνωσία των ηρώων του αλλά και στο κέντρισμα του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Η ηρωίδα του η Έρση έχει καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, ενώ η συνονόματή της μυθική κόρη του Κέκροπος, από την Αθήνα. Με αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας ενώνει δύο μεγάλες πόλεις και δύο μεγάλες ιστορικές περιόδους. Όσον αφορά στις εξωραϊστικές παρεμβάσεις στο μνημείο της Ακρόπολης, ο Δροσίνης είναι πρωτοποριακός. Ανάλογες σκέψεις για το ιστορικό περιβάλλον και την αλλοίωσή του διατυπώνει πολλά χρόνια αργότερα σε ομιλία του ο αρχαιολόγος Χρ. Καρούζος, όπου στο έργο του «Ο ελληνικός τόπος και η ελληνική τέχνη» προβάλλει τη σημασία του αρχαίου τοπίου και τονίζει ότι «δεν πάει οποιοσδήποτε θεός σ’ οποιονδήποτε τόπο».
Στη συνέχεια του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρεται στην αρχαιότητα ως πηγή λογοτεχνικής δημιουργίας, θέμα στο οποίο πήραν μέρος επιφανείς επιστήμονες, με αναφορά στα λογοτεχνικά ρεύματα που επικρατούσαν στην Ευρώπη.
Γενικά ο Μαστραπάς με την εξαιρετική, διεξοδική, συστηματικά γραμμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη εργασία του αποδεικνύει ότι ο Δροσίνης «έχει στέρεες φιλολογικές και αρχαιολογικές γνώσεις που θα θαύμαζαν πολλοί σύγχρονοί μας φιλόλογοι». Ο Αντώνης Ζέρβας, από την πλευρά του, μεταξύ άλλων τονίζει ότι ο χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι «δεοντολογικός και διδακτικός» και ότι «Μια νέα μεταρρυθμιστική ματιά ξεδιπλώνεται πάνω στη νεοελληνική κοινωνία». Η έκδοση του βιβλίου έγινε στις 29-6-1922, λίγο πριν τα Μικρασιατικά, αλλά η υπόθεση τοποθετείται στο 1912, όταν αρχίζουν οι επιτυχείς βαλκανικοί αγώνες που αύξησαν τα σύνορα της Ελλάδας και τούτο γιατί σκοπός του Δροσίνη ήταν η δημιουργία μιας αισιόδοξης πραγματικότητας, η ανάδειξη της ελληνικής συνέχειας και παράδοσης και η έκφραση θαυμασμού στην κλασική Ελλάδα. Παράλληλα ήθελε να θίξει σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά θέματα και να προβάλει το ανεκπλήρωτο εθνικό όραμα.
Το βιβλίο του Αντώνη Μαστραπά, έτσι όπως είναι δομημένο –η μελέτη και η έρευνα η δική του, τα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα, τα σχόλια του Δροσίνη, τα Ημερολόγια, οι επιστολές, οι επιστημονικές απόψεις- καθίσταται συγχρόνως λογοτεχνικό κείμενο και επιστημονική μελέτη. Είναι μοντέρνο και μεταμοντέρνο. Κι επειδή ο Αντώνης Μαστραπάς είναι αρχαιολόγος ο ίδιος, αγάπησε το θέμα του και το υπηρέτησε με μεγάλη συνέπεια, έγινε ένας απόστολος που ανέδειξε με πάθος τις ιδέες του Δροσίνη.