Ο ποιητής:
Ο Αριστοφάνης γεννήθηκε το 445 ή το 447 ή το 452, άρα έζησε και έγραψε μέσα στο Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404π.Χ.) βιώνοντας την αλλαγή του κόσμου του. Η κωμωδία, που είναι γέννημα της Αθήνας και θεσμός της Δημοκρατίας, του έδωσε την ευκαιρία να σχολιάσει τα γεγονότα με την τέχνη του, να καυτηριάσει συμπεριφορές και να σατιρίσει αλλαγές, αναπολώντας την επιστροφή στην ασφάλεια ενός λαμπρού παρελθόντος. Είναι ο δημιουργός της πολιτικής κωμωδίας∙ εκεί που υπάρχει ο αντίλογος και ο αξιόλογος αντίπαλος. Στην υπάρχουσα πραγματικότητα, λοιπόν, αντιπαραθέτει τη σάτιρά του, από την οποία δεν γλιτώνουν ούτε πρόσωπα ούτε συμπεριφορές, νοοτροπίες, θεσμοί, σύστημα της παιδείας, καταστάσεις, κοινωνική και πολιτική έκπτωση. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι και ανεστραμμένη τραγωδία.
Ο συντηρητικός, αλλά όχι αντιδραστικός, δημοκράτης ποιητής πολεμούσε μια τυπική δημοκρατία και δυστυχώς, «δεν κατάλαβε πως η πορεία ήταν άτεγκτη και η φορά της ιστορίας αναπότρεπτη. Έτσι, πολέμησε τις δύο κριτικότερες στάσεις του καιρού, το Σωκράτη και τον Ευριπίδη». (Κ. Γεωργουσόπουλος, Κλειδιά και κώδικες αρχαίου θεάτρου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1982, σελ. 152). Και ο Κώστας Τοπούζης: «ήταν …οξύτατο σκωπτικό και σατιρικό πνεύμα και το όπλο του ο επιθετικός σαρκασμός ή έστω η ανατρεπτική θέα των πραγμάτων» (Αριστοφάνης Νεφέλαι, εκδ. Επικαιρφότητα,1997, σελ. 25).
Όμως, όσο και αν πολέμησε τους σοφιστές, τη σοφιστική χρησιμοποίησε στην τεχνική του. Μοντέρνος και διανοούμενος συγχρόνως, έγραψε «το πιο σοφιστικό έργο εναντίον της σοφιστικής», τις Νεφέλες. Το έργο παίχτηκε το 423 π. Χ. στα Μεγάλα Διονύσια και κέρδισε το τρίτο βραβείο. Είναι η χρονιά που οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι άμα ήρι, εκεχειρίαν εποιήσαντο ενιαύσιον και όλοι πίστεψαν πως θα ακολουθούσε η ειρήνη, αφού ο πολεμοχαρής Κλέων είχε πεθάνει.
Η υπόθεση:
Ο χωριάτης Στρεψιάδης έχει προβλήματα πολλά με την «αριστοκράτισσα» σύζυγο και τον κακομαθημένο μοναχογιό του, ο οποίος, όταν δεν πέρδεται εν πέντε σισύραις εγκεκορδυλημένος, σπαταλάει το χρήμα στα άλογα, στις σέλες και στην ιππική. Η σύζυγος θέλει να δει τον γιο της να μπαίνει στην πόλη σαν τον Μεγακλή με την πορφύραν, ώσπερ Μεγακλέης, ξυστιδ’ έχων, ενώ ο ίδιος θέλει να τον δει με την κάπα του παππού του να βόσκει τα κατσίκια, τας αίγας … ώσπερ πατήρ … διφθέραν ενημμένος. Η αστική ζωή απαιτεί χρήματα και ο Στρεψιάδης δανείζεται και αποκτά χρέη, τα οποία όμως δεν θέλει να πληρώσει γι αυτό καταφεύγει στο Φροντιστήριο, όπου ο δάσκαλος Σωκράτης διδάσκει τη σοφιστική, ήτοι, κατά τη γνώμη του, την τέχνη της διαστρέβλωσης, οπότε θα μάθει πώς να αποφύγει τους δανειστές του. Αντ’ αυτού όμως διδάσκεται ότι δεν υπάρχουν θεοί, ποια ονόματα είναι αρσενικά και ποια θηλυκά, τι ψάχνουν οι μαθητές του Φροντιστηρίου κάτω από τη γη και πάνω στον ουρανό, πώς γεννιέται η βροντή και η αστραπή, πώς μετριέται το πήδημα του ψύλλου, από πού τα κουνούπια τραγουδούν από το στόμα ή από τον πισινό τους. Ο Σωκράτης τον θεωρεί ανεπίδεκτο μαθήσεως, αγροίκον και δυσμαθή και στον στέλνει ες κόρακας. Κι εκείνος στέλνει τον γιο του στη Σχολή, όπου ο νέος μαθαίνει μεταξύ άλλων και γιατί πρέπει να δέρνει τον πατέρα του.
Στον «Αγώνα» του Δίκαιου με τον Άδικο Λόγο, (όπως στους Βατράχους του Αισχύλου με τον Ευριπίδη), αναπτύσσονται ένθεν και ένθεν επιχειρήματα σαν θουκυδίδεια δημηγορία. Ο Δίκαιος Λόγος φαντάζει απαρχαιωμένος και συντηρητικός υποστηριζόμενος και από την ειδή της ηθοποιού -Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη- η οποία, με χρυσό μακρύ φόρεμα κι ένα καπέλο σε σχήμα μακέτας αρχαίου θεάτρου, έμοιαζε σαν τον χρυσό αιώνα, αλλά υποβασταζόμενη από τις Νεφέλες για να μη λυγίσει από το βάρος της ένδοξης κληρονομιάς- βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες, λέει ο Σεφέρης.
Στα χρόνια που πέρασαν, από το τέλος του χρυσού πέμπτου αιώνα μέχρι τις αρχές του τέταρτου, η φθορά της Αθήνας είναι εμφανής. Έτσι δίνεται η ευκαιρία στον Άδικο Λόγο, τη Θεοδώρα Τζήμου (έτοιμη για πρόκληση σαν να κάνει καλλιτεχνικό πρόγραμμα σε σύγχρονο μπαρ) αγέρωχα να επικρατήσει και να πετύχει να μετατρέψει τον ήσσονα λόγο σε κρείττονα, να φέρει τα πάνω κάτω.
[Θυμάμαι τον Νίκο Μπουσδούκο στον αντίστοιχο ρόλο, ντυμένο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ή σαν φιγούρα του Θεόφιλου, να μιλά όπως ο Γέρος του Μωριά στα Ελληνόπουλα στην Πνύκα, να δίνει τις συντηρητικές του συμβουλές στον νεαρό Φειδιππίδη, την ώρα που ο Άδικος Λόγος, Τάκης Χρυσικάκος, με ωραίο σκούρο σμόκιν θάμπωνε τον δυσμαθή νεαρό Φειδιππίδη και το κοινό].
Ο πατέρας θα οργιστεί όταν ο γιος, επιχειρηματολογώντας σοφιστικά, θα επιχειρήσει να τον δείρει, οπότε θα προτιμήσει να πληρώσει τα χρέη και θα βάλει φωτιά στη Σχολή για τα μαθήματα που διδάσκει. Το μήνυμα του Αριστοφάνη είναι σαφές.
Η κριτική:
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος γράφει ότι ο σημερινός σκηνοθέτης έχει δυσκολίες να βρει τις αντιστοιχίες με το σήμερα. «Ο Σωκράτης σήμερα είναι ένας φιλοσοφικός μύθος. Φορτισμένος με την Πλατωνική σκέψη και αγιασμένος με ένα θάνατο που τον χρέωσε η ιστορία και σε μια δίκη σκοπιμότητας, έχει ξεπεράσει την ιστορική συγκυρία… Ανάλογο για τον Σωκράτη των “Νεφελών” δεν υπάρχει και είναι τελείως αδύνατο, πάλι, το σύγχρονο κοινό να κάνει τις αφαιρέσεις εκείνες που θα του επέτρεπαν να δει τον Σωκράτη του Αριστοφάνη στα μέτρα και στο πλαίσιο της εποχής» (ό.π. Κλειδιά και κώδικες … σελ. 193).
Ο Σωκράτης, λοιπόν, το σύμβολο της συνέπειας λόγου και πράξης και υπακοής στον Νόμο, ο ταγμένος στο κώνειο, στις Νεφέλες παρουσιάζεται σαν κάποιος σοφιστής που τον έλεγαν Σωκράτη, ο οποίος υποστηρίζει θέματα της φυσικής φιλοσοφίας και σοφιστικής, πράγμα που δεν συνιστά ιστορική αλήθεια.
Η παράσταση στην Επίδαυρο υποβάθμισε το έργο. Τα θαυμάσια λυρικά χορικά, για τα οποία φημίζεται ο ποιητής, εξαφανίστηκαν κάτω από ένα βηματισμό με αρίθμηση από το ένα, δύο, τρία, έως το 35 περίπου, στην έναρξη και στο τέλος της παράστασης. Στα ενδιάμεσα, ο χορός των Νεφελών, χοροπηδά, δεν χορεύει, ντυμένος με εξωγήινα, μπουρλέσκ, κοστούμια και περούκες, που θα ταίριαζαν σε χοντροκομμένη επιθεώρηση. Τον ωραίο αγώνα του Δίκαιου με τον Άδικο Λόγο τον μετάλλαξε σε τηλεοπτικό ριάλιτι και κολάκευσε το κοινό με λέξεις και φράσεις της τρέχουσας επικοινωνίας, δίνοντάς του την ευκαιρία να εκδηλωθεί. Όμως το έργο είναι κωμωδία, δηλαδή κώμος και ωδή, δηλαδή οργιαστικό ορχηστρικό τραγούδι. Τον τραγούδι δεν το ακούσαμε, το όργιο και το άτσαλο σούρτα φέρτα των ηθοποιών στην ορχήστρα το είδαμε.
Η παράβαση είναι πολύ σημαντικό δομικό μέρος του έργου, όπου ο χορός απευθύνεται στο κοινό και στη συγκεκριμένη παράσταση ο ίδιος ο Αριστοφάνης μας είπε τι δεν έχει το έργο∙ και φυσικά απ’ όλα έχει, τα οποία μεταφέρουν οι Νεφέλες ως αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστήριο και τα αραδιάζουν στη σφενδόνη. Νομίζω, όμως πως δεν έφτασε στο κοινό η ωδή, ο κατακελευσμός, το επίρρημα, το πνίγος και τα αντίθετά τους, αν και ο πολύ καλός ηθοποιός Χρήστος Λούλης έκανε το καθήκον του. Μερικά, βέβαια από αυτά ο ίδιος ο Αριστοφάνης τα αφαίρεσε∙ τα εναπομείναντα όμως και η ποικιλία των μέτρων τι έγιναν;
Το ορθογώνιο κουτί που είχε το ρόλο του Φροντιστηρίου, με τις εσωτερικές σκάλες και τα πολλά παράθυρα –όταν άνοιξαν μας έδειξαν το κενό μέσα του- κακόγουστο, καθόλου λειτουργικό, έμοιαζε με μετεωρίτη που προσγειώθηκε στην ορχήστρα αρχαίου θεάτρου ή αλλιώς με τη συνάντηση μιας ομπρέλας με μια ραπτομηχανή πάνω στο χειρουργικό τραπέζι.
Στο ρόλο του Σωκράτη ο εξαιρετικός Νίκος Καραθάνος, σαν παλαβός, επέβαλε την παρουσία του στη σκηνή με ωραίο λευκό κοστούμι και το ροζ παρδαλό φουλάρι. Ο Γιώργος Γάλλος, επίσης, μας έδωσε την μυρωδιά του χωριάτη Στρεψιάδη, ο Αινείας Τσαμάτης διαστρεβλώθηκε, επιτυχώς από αδιάφορος νέος, με την τεράστια αλογοουρά, σε μορφωμένο σοφιστή, οι δύο νεαροί μαθητές της Σχολής, Παναγιώτης Εξαρχέας και Πάνος Παπαδόπουλος, καθώς και ο δανειστής Γιάννης Κλίνης στάθηκαν στο ύψος της περίστασης. Στο χορό (δεν) χόρεψαν με αλφαβητική σειρά οι πολύχρωμες Νεφέλες : Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Παναγιώτης Εξαρχέας, Νίκος Καραθάνος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Γιάννης Κλίνης, Εμιλυ Κολιανδρή, Χρήστος Λούλης, Πάνος Παπαδόπουλος, Θεοδώρα Τζήμου.
Η μετάφραση ήταν του Γιάννη Αστερή. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς. Συνεργάτης στη δραματουργία: Θεοδώρα Καπράλου. Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος. Μουσική:Ανρί Κεργκομάρ. Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Βοηθός σκηνοθέτη: Γκέλυ Καλαμπάκα. Παραγωγή: «ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ».
Το έργο το έχουμε δει πολλές φορές σε αξιόλογες σκηνοθετικές εκδοχές. Νομίζουμε ότι η παρούσα δεν άφησε περιθώρια στον μη ειδικό θεατή να καταλάβει τι παίζεται κάτω από τον παρδαλό σουρεαλισμό που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο, ενώ ο ειδικός αγωνιζόταν να βρει την μυστική αλληλουχία των νοημάτων.