Ο Σταύρος Δάλκος είναι ο συγγραφέας του θεατρικού έργου αρτζεντίνα το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νίκας και ήδη ανέβηκε στο θέατρο Ψιλικατζίδικο (Κορίνθου & Μακεδονίας 17-19, ΝΙΚΑΙΑ), σε σκηνοθεσία του ίδιου και του Γιώργου Αλεβυζάκη. Και οι δύο Αλεβυζάκης και Δάλκος συμπρωταγωνιστούν. Το έργο έχει διάρκεια 80΄ και οι παραστάσεις γίνονται κάθε Δευτέρα και Τρίτη από 7/2 έως 29/ 3.
Ο χώρος είναι ένα απλό μπαρ σε μια λαϊκή γειτονιά. Τα πρόσωπα είναι δύο. Όμως το τηλέφωνο τα πολλαπλασιάζει. Η Σοφία και το μωρό, ο Ηλίας, η Κατερίνα και ο κος Παυλάκος, οι οποίοι παρεμβαίνουν τηλεφωνικά στη δράση. Οι επί σκηνής είναι φίλοι από παιδιά. Ο Παντελής είναι ιδιοκτήτης του μπαρ Αρζεντίνα που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του, ενώ ο άλλος ο Αποστόλης δεν έχει απολύτως τίποτα, ούτε στον ήλιο μοίρα, αντιθέτως έχει ένα χρέος 20.000 στον κ. Παυλάκο, τον άνθρωπο του υποκόσμου που δανείζει όποιον έχει ανάγκη και μετά τον «σαπίζει» στο ξύλο, όταν δεν έχει να πληρώσει.
Έτσι, ενώ ο Παντελής μαζεύει και βιάζεται να κλείσει για να προλάβει να δει τη γυναίκα του και το μωρό παιδί του, μπαίνει ο Αποστόλης με το πρόσχημα να πιει ένα ποτό, στην πραγματικότητα όμως να ζητήσει δανεικά. Και, ενώ φαίνεται πως γενναιόδωρα και χριστιανικά πάει να λυθεί το πρόβλημα, από κουβέντα σε κουβέντα, πόντο πόντο, λέξη λέξη αναφαίνονται νέα στοιχεία, μια λάθος πληροφορία, μια λάθος ερμηνεία, πολλά ψέματα, μισές αλήθειες, μια διελκυστίνδα από επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα που ανατρέπουν κάθε απόπειρα λύσης και επαναφέρουν το πρόβλημα στην αρχή του.
Ο Σταύρος Δάλκος έχει μελετήσει και έχει δουλέψει πάρα πολύ καλά τους χαρακτήρες. Μέσα από τον οργισμένο λόγο του Παντελή και τον μουλωχτό, υποχωρητικό αλλά με τον τρόπο του πιεστικό, του Αποστόλη, ναι μεν αλλά, εξελίσσεται το 80λεπτο. Καμιά χαλάρωση. Η ένταση όλο και ανεβαίνει. Η αδρεναλίνη του Παντελή στα ύψη, του Αποστόλη αφανής. Και οι δύο ήρωες όμως παλεύουν μέσα τους με τη συνείδησή τους. Ο ένας αν είναι το «κορόιδο» της υπόθεσης και ο άλλος αν θα γίνει το «άθλιον σφάγιον» του Παυλάκου, επικαλούμενος, μεθοδικά και υπολογισμένα, άλλοτε την παιδική τους φιλία, άλλοτε την άθλια οικογενειακή του κατάσταση, άλλοτε τον πατέρα του Παντελή που κάποτε τον προστάτεψε σαν να ήταν γιος του…
Όσο και αν ο Αποστόλης είναι «μ….κας» -η λέξη κατέχει το 99% των προσφωνήσεων, διανθισμένη με όλες τις ανάλογες του λούμπεν λεξιλογίου, με μεγάλη προτίμηση στα γεννητικά όργανα και τα συναφή ρήματα- τον λυπάσαι γιατί ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.
Το έργο είναι μια συναισθηματική τραμπάλα, μια αντιπαράθεση επιχειρημάτων, μια μονομαχία με διακύβευμα τη φιλία. Ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει, και ο Παντελής δεν μπορεί να αφήσει τον Αποστόλη. Όλα είναι θολά. Οι ανατροπές πολλές: θέση>αντίθεση>σύγκρουση και ανατροπή και πάλι ανατροπή. Συχνά θέλεις να γελάσεις, όμως το θέμα είναι τραγικό και οι δύο ήρωες είναι ισοδύναμοι, αντίθετοι και συμπληρωματικοί.
Ο Μάνος Στεφανίδης χαρακτηρίζει το έργο ως «Καθρέφτη που αποστρεφόμαστε…», τονίζει «τις δραματικές δυνατότητες ενός λαϊκού, πρωτόγονου, αφτιασίδωτου λόγου που όμως ψυχογραφεί αυτούς που τον εκφέρουν». Κι ακόμα παρατηρεί ότι ο Σταύρος Δάλκος «πατάει σε μια σίγουρη παράδοση» των Ταχτσή, Σκούρτη, Κεχαΐδη, Μάτεσι, Οικονομίδη, αλλά η δική του φωνή είναι «διακριτή» και οδηγεί στη «δημιουργία ενός λαϊκού θεάτρου με την πιο ουσιαστική σημασία του όρου».
Το έργο αρχίζει με φτηνά λαϊκά τραγούδια, τελειώνει με ωραία λαϊκά τραγούδια, αλλά μας αφήνει στο θολό κλίμα της αβεβαιότητας. Το εξώφυλλο του βιβλίου σε χρώμα γκρι. Όχι μαύρο ή άσπρο, ή κόκκινο. Γκρι όπως η διάθεση, ενώ ένα μπουκάλι παραπέμπει στο μπαρ και μια μουσική μέσα από το κινητό μας ταξιδεύει στην ουτοπία…
Οι δύο σκηνοθέτες μεταγγίζουν στο θέατρο το νέο δυναμικό τους αίμα.. Σαν ηθοποιοί μπήκαν απόλυτα στο πετσί του ρόλου τους δημιουργώντας το απαιτούμενο κοντράστ. Και τους δύο πρέπει να τους συγχαρούμε θερμά και να τους ευχηθούμε και άλλες επιτυχίες.