«ΧΑΡΤΙΝΗ ΜΝΗΜΗ Τα κρίσιμα χρόνια 1944-45 στη Λέσβο μέσα από σπάνια έντυπα της Λεσβιακής Εθνικής Αντίστασης από τα αρχεία του Βαγγέλη Καραγιάννη και του Βάσου Βόμβα».
Μπορεί η ιστοριογραφία επισήμως να έβαλε την τελεία της, μπορεί στα σχολικά βιβλία να ενσωματώθηκαν ακροθιγώς τα γεγονότα της, μπορεί πολλοί νεότεροι να μη θέλουν να ακούν τα ίδια και τα ίδια, όμως «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» λέει ο Σεφέρης και όσο και να προσπαθούμε να βολευτούμε στην επίπλαστη ησυχία μας, νέα στοιχεία, άγνωστα, λεπτομέρειες ξεχασμένες στο συρτάρι ενός φιλάργυρου των γεγονότων της Αντίστασης, της μνήμης της προσωπικής του, ξαφνικά βγαίνουν στο φως. Και είναι πολλά εκείνα που δεν έχουμε δει ακόμα.
Ο Βάσος Ι. Βόμβας κάνει τις προσωπικές εκκαθαρίσεις στα προσωπικά του αρχεία. Είναι ο κληρονόμος μιας σπουδαίας γενιάς και ο διαχειριστής ενός πολύ σπουδαίου υλικού που έφτασε η ώρα του να αξιοποιηθεί και να πάρει τη θέση του στο μπροστινό ράφι της Ιστορίας. Όχι∙ η τελεία που μπήκε επισήμως στην Ιστορία δεν μπήκε και στη μνήμη. Ολοζώντανη περίμενε στο συρτάρι… Και, παραβλέποντας τη σημασία του συρταριού από ψυχαναλυτικής απόψεως, ανακαλύπτουμε πόσο είναι και πλατιά και βαθιά και μεγάλη.
Θα ασχοληθούμε μόνο με το αρχείο του Βαγγέλη Καραγιάννη φίλου και συναγωνιστή του πατέρα του Βόμβα –του ποιητή, χρονικογράφου και δημοσιογράφου- που έπαθε αλλά και φύλαξε το αρχείο που κληροδότησε στο γιο του, τον σημερινό συγγραφέα Βάσο Βόμβα ο οποίος γράφει: .
« Τούτο το βιβλίο μεγάλωσε μαζί μου… Κι είμαι πολλαπλά χαρούμενος γιατί, έστω και μετά από τόσα χρόνια, βρίσκει τη θέση που του ταιριάζει, μέσα στα τόσα άλλα κείμενα που άξιοι ερευνητές του νησιού μας μάς άφησαν ως παρακαταθήκη, διασώζοντας την ιστορική μνήμη. Μιλάμε για την Αντίσταση των κατοίκων της Λέσβου στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής και μετά, ενάντια στους ξένους και τους ντόπιους δυνάστες του. Τούτο το βιβλίο, το οποίο στο σύνολό του είναι βασισμένο σε πρωτογενές αρχειακό υλικό, μιλά από μόνο του και ξαναζωντανεύει τις μέρες εκείνες που ένας ολόκληρος κόσμος θέλησε να πάρει στα χέρια του την ίδια του τη ζωή και να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του. Δεν τα κατάφερε τελικά, αλλά όπως έλεγε ο συντοπίτης μας Ασημάκης Πανσέληνος: “Ο λαός που σήκωσε μια φορά τα όπλα κι όταν ακόμα νικηθεί δεν είναι πια ο ίδιος με αυτόν που είταν πριν τα σηκώσει!” Δεν θα γράψω τίποτα περισσότερο. Αφήνω τα κείμενα να μιλήσουν από μόνα τους»
Ο Βόμβας θα ευχαριστήσει για τη βοήθεια και συνεργασία τους Νίκο Ανδριώτη, φιλόλογο-ιστορικό, που πρώτος ήρθε σε επαφή με το αρχειακό υλικό και επισήμανε τον τρόπο της προσέγγισής του. Τον Παναγιώτη Σκορδά και τον Τζάνο Στεφανέλλη, ανήσυχους και εργατικούς φιλολόγους, για τη φιλολογική φροντίδα των κειμένων. Τον αγαπητό μου Παναγιώτη Κουτσκουδή, που πρόθυμα δέχτηκε να προλογίσει το βιβλίο μου».
Σ’ αυτόν ειδικά, ο Βόμβας θα κάνει ειδική μνεία επειδή γνωρίζει καλά και τον τόπο και τα γεγονότα, πράγματα που οι νεότεροι δεν γνωρίζουν. Επίσης θα ευχαριστήσει τον ξεχωριστό Μάκη Μπεκιάρη, για τη μεθοδικότητά και τη γνώση του αντικειμένου, τις καίριες παρατηρήσεις του, που ήξερε –σαν Σωκράτης- και την τέχνης της μαιευτικής του βιβλίου. «Χωρίς τον Μάκη Μπεκιάρη η έκδοση του βιβλίου τούτου θα ήταν πολύ δύσκολη έως και ανέφικτη».
Ο Μάκης Μπεκιάρης παίρνει το λόγο με τη σειρά του για να μας ενημερώσει σχετικά με τη αφορμή της παρούσας έκδοσης, την οποία χαρακτηρίζει «οφειλή» και «φόρο τιμής που ήθελε να αποδώσει ο Βάσος Βόμβας στον στενό οικογενειακό φίλο και πολύτιμο συνοδοιπόρο του πατέρα του, Γιαννακού Βόμβα, τον Βαγγέλη Καραγιάννη. Ο συστηματικός ερευνητής και συγγραφέας της λεσβιακής γραμματείας -και όχι μόνο- υπήρξε ταυτόχρονα και ένας σημαντικός συλλέκτης. Η αρχική σκέψη λοιπόν, ήταν να εκδοθεί μια σειρά σχολιασμένων τεκμηρίων της περιόδου της απελευθέρωσης από τη Γερμανική Κατοχή, που είχε συγκεντρώσει και μελετήσει ο Καραγιάννης, ωστόσο είχαν παραμείνει αδημοσίευτα». Το υλικό αυτό ο Βόμβας θέλησε να αξιοποιήσει σε μία έκδοση προς τιμήν του Καραγιάννη και έτσι «προέκυψε αυτός ο τόμος που καταγράφει τις διαδρομές του ΕΑΜικού κινήματος στο νησί, την επαύριο της απελευθέρωσης και αναδεικνύει την πολιτική και κοινωνική τοιχογραφία της εποχής, μέσα από τη μελέτη των σπάνιων διασωθέντων τεκμηρίων».
Στο αποτέλεσμα συνέβαλαν κι άλλοι φανατικοί «για γράμματα» που θα έλεγε και ο Καβάφης, παιδί της Ιστορίας κι εκείνος, και είναι οι : Παναγιώτης Κουτσκουδής, άριστος γνώστης και συστηματικός μελετητής της περιόδου, Νίκος Ανδριώτης και Γιώργος Γαλέτσας.
Το βιβλίο δομείται σε πέντε Μέρη εκ των οποίων το πέμπτο, το Ε΄, περιέχει το αρχειακό υλικό, συνολικά τριάντα τέσσερα διαφορετικά επιμέρους αρχεία στα οποία καταγράφονται λεπτομερώς τα δρώμενα της εποχής.
Ο Βόμβας μιλάει με θαυμασμό για τον Καραγιάννη (1910-2001), ο οποίος ασχολήθηκε με τη λαογραφία και ιστορία του νησιού του, διέσωσε το αρχείο του Αντώνη Πρωτοπάτση, ο οποίος, από τη Γαλλία που ζούσε, του το είχε παραχωρήσει και αφορούσε όλο το έργο του Μπωντλαίρ. Από αυτό εκδόθηκε μερικώς απόν ίδιο τον Πρωτοπάτση το 1944, και ολόκληρο από τις εκδ. ΣΜΙΛΗ το 2018 με φροντίδα και έξοδα του Βόμβα, από το αρχείο του Τάκη Σιφναίου που του παραχώρησε ο εγγονός του Γιώργος Καραμάνος κι έτσι η μία γενιά δίνει στην άλλη το χέρι.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω
λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον Εστί. Ας προσθέσουμε και σε λένε Λέσβο…
Ο Καραγιάννης ασχολήθηκε επίσης σε βάθος με τη μελέτη του έργου του Καβάφη, από την οποία και προέκυψε σειρά μοναδικών, πρότυπων μονογραφιών, γεγονός που τον κατατάσσει στους πλέον έγκυρους και αξιόπιστους μελετητές του ποιητικού του έργου. Μπήκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ και μετά το πέρας του εφιάλτη συγκέντρωσε το υλικό ακόμα και τις αφίσες που αποσπούσε από τους τοίχους για να συνθέσει κάποτε αυτό που έγινε πλέον, σήμερα∙ η Χάρτινη μνήμη, η οποία όμως έχει σάρκα και οστά και αίμα μέσα σε κάθε Λέσβιο και κάθε Έλληνα και είναι εμφανής σε κάθε σελίδα του βιβλίου.
Το υλικό του Καραγιάννη αποτελείται από:
α) φυλλάδια πολιτικού, λογοτεχνικού ή ενημερωτικού περιεχομένου (τα περισσότερα του Ηλία Παρασκευαΐδη), β) προκηρύξεις, ανακοινώσεις και αποφάσεις κομμάτων και οργανώσεων, φέιγ-βολάν/τρικ, προσκλήσεις και προγράμματα εκδηλώσεων, ψηφοδέλτια από αρχαιρεσίες συλλόγων, γ) έντυπα και τέλος, σχέδια κειμένων που εντοπίστηκαν τα οποία προόριζε να ενταχθούν σε μία ενδεχόμενη έκδοση.
Στον ενότητα «Σύντομο χρονικό της Λεσβιακής Αντίστασης» ο Βόμβας θα κάνει αναδρομή στο παρελθόν, στην εποχή του Μεταξά, στο Αλβανικό έπος (όπου έλαβε μέρος και ο πατέρας του), και στους αγωνιστές με τα πραγματικά τους ονόματα αλλά και τα συνθηματικά, οι οποίοι συμμετείχαν στον πρώτο καθαρώς αντιστασιακό λεσβιακό πυρήνα, που συνήλθε τον Νοέμβριο του 1941, στο σπίτι του Αντώνη Πρωτοπάτση. Και τα ονόματα αυτών: Απόστολος Αποστόλου, καθηγητής χημικός (ψευδώνυμο Λεωνίδας), Θείελπις Λεφκίας, δημοσιογράφος (Ανακρέων), Δημ. Σίμος, έμπορος (Δημοσθένης), Ζήνων Ελευθεριάδης, μικροβιολόγος (Πέτρος), Παν. Κεμερλής, έμπορος (Παύλος Πράσινος), Μανώλης Λαμπαδαρίδης, ράφτης, Δημ. Αποστόλου, ελαιομεσίτης, Γιώργος Τζωάνος δικηγόρος, Χρ. Χριστοδούλου, λογιστής, Τάκης Παναγιώτου, καταστηματάρχης. Η ομάδα αυτή, αρχικά ονομάστηκε «Κεντρική Επιτροπή Απελευθερωτικού Αγώνα Λέσβου» (ΚΕΑΑΛ) και λίγο αργότερα. «Νομαρχιακή Επιτροπή ΕΑΜ-Λέσβου». Στο ΕΑΜ συμμετείχε και ο Νίκος Βολογιάννης, διευθυντής του ξενοδοχείου «Αιγαίον», που είχε επαφή με την Ιντέλιτζενς Σέρβις της Σμύρνης και διέθετε ασύρματο. Δυστυχώς όμως προδόθηκε, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί, τον δίκασαν στη Θεσσαλονίκη και τον εκτέλεσαν στις 27/7/1942. Στη Θεσσαλονίκη, επίσης, εκτελέστηκαν ο Γεώργιος Μούρας (στις 1/7/1943) και ο Αριστ. Τόννος στις (15/8/1943).
Η «χάρτινη μνήμη» θα συμπεριλάβει και άλλους πολλούς που ενσωματώθηκαν στις Αντιστασιακές οργανώσεις, άλλοι επέζησαν, άλλους συνέλαβαν και άλλους εκτέλεσαν. Οι Γερμανοί έφυγαν, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944. Το νησί ελευθερώθηκε, οι άνθρωποι βγήκαν αλαλάζοντες στους δρόμους, Οι καμπάνες των εκκλησιών σημαίνανε χαρούμενα, η πόλη σημαιοστολίστηκε, τα μέλη του Γραφείου Πόλης του ΕΑΜ, μαζί και με άλλες Οργανώσεις, ξεκίνησαν από το Νομαρχιακό Μέγαρο για το Δημαρχείο, με ζητωκραυγές… Οι Αντιστασιακές Οργανώσεις, με επικεφαλής το ΕΑΜ και το 22ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, ανέλαβαν την περιφρούρηση για να προλάβουν τυχόν έκτροπα και λεηλασίες.
Την επόμενη ημέρα, 11 Σεπτεμβρίου 1944, κυκλοφόρησε, ελεύθερα πια, το κύριο δημοσιογραφικό βήμα του ΕΑΜ, η εφημερίδα «Ελεύθερη Λέσβος», που διευθυνόταν από Επιτροπή Συναγωνιστών, του οποίου κύριοι συνεργάτες ήταν οι: Ηλίας Παρασκευαΐδης (μεταλλειολόγος-τεχνοκρίτης), Τάκης Ελευθεριάδης (ζωγράφος-λόγιος), Ζήνων Ελευθεριάδης (μικροβιολόγος), Γιώργος Σίμος (τεχνοκρίτης), Κώστας Φριλίγγος (αφροδισιολόγος-δερματολόγος, ποιητής), Κώστας Μάκιστος (δάσκαλος-συγγραφέας), Χρήστος Χριστοδούλου (οικονομολόγος, Γραμματέας του Γραφείου Πόλης του ΕΑΜ) κ.ά.
Ο Βόμβας για όλα τα ανωτέρω θα μιλήσει εκτενώς μέχρι κεραίας, προσέχοντας να μη στερήσει τον οφειλόμενο έπαινο στους καθημερινούς εκείνους ήρωες της λεσβιακής ιστορίας.
Από τα άλλα περιεχόμενα του βιβλίου θα σταθώ για λίγο στο ποίημα που αφιέρωσε ο Πολ Ελυάρ στη Λέσβο και στο σχόλιο του Βόμβα: «Ο Βyron τραγούδησε την Ελλάδα του 1821, ο Εluard την Ελλάδα του 1944. Ο έρωτας για τη Λευτεριά δε σβύνει ποτές…». Από το ποίημα αποσπώ την πρώτη στροφή σε απόδοση Π. Κεντρή αλλιώς Τάκη Ελευθεριάδη:
Λαέ της Ελλάδας / ηρωϊκέ κι απελπισμένε /δε σου απόμεινε πια τίποτ’ άλλο για να χάσεις /παρά τη λευτεριά μονάχα /τον έρωτα στη λευτεριά και το μεγάλο σεβασμό στον εαυτό σου. / Ηρωϊκέ λαέ /δεν σε τρομάζει πια ο φόβος του θανάτου/ είσε πολύ αγνός/ είσε ολόϊδιος με το βαθύ έρωτά σου/ η σάρκα σου η καρδιά πεινούν την πείνα του αιώνιου.
Τα κείμενα του «υλικού» του Καραγιάννη, ποιήματα (πολλά επιφανών) και πεζά, γραμμένα με τη θέρμη και την ορμή της εποχής τους διατηρούν ακόμη τη γοητεία τους. Κυρίως μας θυμίζουν τη νοσταλγία για μια εποχή που έφυγε ελπίζοντας και που ο χρόνος που πέρασε δεν έσβησε. Στη μνήμη όλων αυτών και σ’ εκείνα που οραματίστηκαν η «χάρτινη μνήμη» του Βόμβα είναι ολοζώντανη και στάζει νοσταλγία και αγάπη …