Το ποίημα «L’ Enfant» του Βίκτορος Ουγκώ περιέχεται στην Ποιητική Συλλογή Οrientales (Ανατολίτικα, 1828) και εντάσσεται στην ίδια ενότητα με τα ποιήματα «Ναβαρίνο», «Ενθουσιασμός» και «Κανάρης».
Το μετέφρασε ο Κωστής Παλαμάς το 1885 και βρίσκεται στα Άπαντα του, τόμος ΙΑ΄ σελ. 290 – 291.
Η αλεπού της δημοσιογραφίας Ρότζερ Έλις έλεγε πως «Οι τηλεθεατές διαθέτουν επτά δευτερόλεπτα για ν’ αποφασίσουν αν θα σε παρακολουθήσουν ή όχι». Ο δημοσιογράφος πρέπει να κεντρίσει τον «πελάτη» του στα πρώτα 7 (εφτά) δευτερόλεπτα της εκπομπής του. Ο Βίκτωρ Ουγκώ χρειάστηκε μόνο 1 (ένα):
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα
Με τον πρώτο στίχο έδωσε τα πάντα και με τους υπόλοιπους σαράντα γυροφέρνει σε πράγματα αδιάφορα και άχρηστα σε ένα παιδί που ζει μέσα στον θάνατο και την καταστροφή. Το «Παιδί» -και για την περίσταση «Το Ελληνόπουλο»- δεν θα δείξει καμία συγκίνηση για τις προσφορές, αλλά προσηλωμένο στον στόχο του, θα απαντήσει, μ’ εκείνο το ανοίκειο για την ηλικία του, σεβαστό όμως και ηρωικό, μέσα στην κατάσταση που ζει: «Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να!». Γιατί όλα όσα του προσφέρει γενναιόδωρα ο ποιητής δεν αφορούν παιδιά σαν αυτό! Είναι «δολώματα για τον κανένα», έχει πει ο Οδυσσέας Ελύτης και στην ώρα του μεγάλου Αγώνα καμιά αξία δεν έχουν.
Δεν χρειάζεται ένα πεινασμένο παιδί του τρίτου κόσμου (για να μεταφέρουμε στο σήμερα το θέμα) κρυστάλλινο ποτήρι για να πιει το γάλα που δεν έχει. Χρειάζεται «όπλα» για να αποκτήσει την Ελευθερία του. Γι’ αυτό φωνάζει με έμφαση:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να!
Κάποτε διδάξαμε στα σχολεία το αν τα γεγονότα επηρεάζουν την προσωπικότητα ή η προσωπικότητα επηρεάζει τα γεγονότα. Δεν θυμάμαι πού είχαμε καταλήξει. Νομίζω όμως πως στην περίπτωση του «Παιδιού» του Ουγκώ, τα γεγονότα, η περίσταση, η ανάγκη υπερτερούν. Αυτά όλα είναι το κοχύλι που μέσα του θα γονιμοποιηθεί το μαργαριτάρι. Ωστόσο, είναι και η κατασκευή του ανθρώπου και η βιοθεωρία του. Όλοι στην ίδια περίσταση έζησαν αλλά δεν ήταν όλοι Κολοκοτρώνηδες και Καραϊσκάκηδες. Ωστόσο πάλι –και εδώ- θα επικαλεστούμε τον Αρθούρο Σοπενχάουερ: πρέπει να υπάρχει ο αποχρών λόγος και να σε βρίσκει στην καρδιά.
Στα σχολικά βιβλία, δεκαετία του ’90, το είπαμε με μία λέξη «καταστασιακότητα» /situationality. Είναι ένας αγγλικός όρος και αφορά μία από τις εφτά κειμενικές λειτουργίες. Οι συνάδελφοι δυσανασχέτησαν, φοβήθηκαν τη λέξη, δεν ταίριαζε στο μάτι και στο αφτί τους. Κι όμως, ο όρος περιγράφει την «κατάσταση» μέσα στην οποία ζεις και ωριμάζεις, μετράει την ευαισθησία σου σε θέματα που αφορούν την κοινωνικοποίησή σου, την ιστορική σου μνήμη, το πνευματικό σου διαμέτρημα, ποιος είσαι και σε ποιον απευθύνεσαι, τι ξέρεις γι’ αυτό που λες ή γιατί δεν το λες όταν πρέπει να το πεις.
Το «Παιδί» /«L’ Enfant» («Ελληνόπουλο» το είπε ο Παλαμάς) του ποιήματος του Ουγκώ ζει και ανασαίνει την καταπίεση. Είχε τα πάνταˑ έναν τόπο παράδεισο, ομορφιά, και χρυσά μαλλιά. Τίποτα δεν είναι τυχαίο και όλα λειτουργούν συμβολικά για να τονίσουν το μέγεθος της συμφοράς μιας χώρας με μεγάλο πολιτισμό και σύγχρονη δυστυχία. Αλλά για να καταλάβεις πως όλα αυτά δεν είναι φουσκωμένα ρομαντικά λόγια, πρέπει να έχεις και την ευαισθησία και το φιλότιμο. Ούτε ο ποιητής ούτε το «Παιδί» πάσχουν από ρομαντικό στόμφο και υπερχειλίζον συναίσθημα. Ζουν μέσα σε μια αβάσταχτη πραγματικότητα, η οποία απαιτεί μπαρούτι και βόλια. Τα παιδιά στις ώρες των μεγάλων αγώνων κάνουν ό,τι και οι μεγάλοι. Αποτελούν έναν ανεπίσημο στρατό.
Ο Ουγκώ είναι Γάλλος. Έχει μπει στο καμίνι των αγώνων, έχει πάρει μέρος στα οδοφράγματα, έχει ταυτιστεί με την πατρίδα του και τους αγώνες της
Je ne sais plus mon nom, je m’appelle Patrie!”
(Δεν ξέρω πια το όνομά μου, με λέν Πατρίδα).
Συγκινείται με τα δεινά της Ελλάδας και αντιδρά στο κακό, συντάσσεται με τον στρατό των Φιλελλήνων. Το όνομά του και η αναφορά του στο «Παιδί» δίνει διάσταση διεθνή στο γεγονός γιατί το «Παιδί» είναι ευρύτερη έννοια από το «Ελληνόπουλο». Ο Παλαμάς όμως σωστά εστιάζει στην δική μας περίσταση. Δεν είναι όποιο «Παιδί», αλλά Ελληνόπουλο, και σωστά πράττει, μες στην κατάσταση που απαιτεί η στιγμή. Ο καθείς και τα όπλα του λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, και ο Ουγκώ και ο Παλαμάς θέτουν τα δικά τους στην υπηρεσία της Ελλάδας.
Στο ποίημά του, που αυτό είναι το όπλο του, λοιπόν, υπαγορεύει στην Ευρώπη ποια είναι η πρώτη χρεία της Ελλάδας που κουρταλεί τις δύσκολες θύρες. Η Ελλάδα είναι το «Παιδί» που βιώνει τη συμφορά.
Και προς τι όλα τούτα σήμερα; Όλα τούτα σήμερα αποκτούν μια επικαιρότητα, όταν το σημερινό παιδί με τους σημερινούς γονείς, ξέρει όλα τα κινούμενα σχέδια, αλλά δεν ξέρει γιατί γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Και η ερώτηση εννοείται αυτομάτως: «Στο σχολείο δεν σας έμαθαν για το 1821», «Στο σπίτι οι γονείς σας δεν σας έχουν μιλήσει;», «Τα βιβλία σας δεν λένε τίποτα;».
Οι Τούρκοι του τότε, προσπαθούσαν να κάνουν τους Έλληνες να αλλαξοπιστήσουν. Να αλλάξουν τις ψυχές: «Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν, δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν/ αν ξεγίνουνται οι ψυχές», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος». Και αφού δεν ξέκαναν τις ψυχές τότε ούτε τις άλλαξαν, προσπαθούν τώρα να αλλάξουν όνομα στο Αιγαίο και το αλωνίζουν σαν Γαλάζια πατρίδα τους. Το θεωρούν δικό τους κι εμάς υπηκόους τους που κακώς τους ξεφύγαμε… Το 1821 είναι εδώ και σήμερα, ειδικά, επιβάλλει να μην το ξεχνάμε….
Παραθέτω το ποίημα του Ουγκώ «Το Ελληνόπουλο» με το πολύ ταιριαστό μότο από τον Macbeth του Sakespeare:
O horror! horror! horror!
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ’ την αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ’χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μεσ’ στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ’ έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγει;
Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τ` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να!