Η παράσταση στο Θέατρο Γκλόρια, από τον θίασο της Ελένη Ερήμου, σε σκηνοθεσία του Michael Seibel, με τους: Δημήτρη Καλαντζή (Βαν Γκογκ), Αντώνη Ραμπαούνη (Γκασέ), Γιάννη Μπόγρη (Τεό), την Ελένη Ερήμου , ως Μαργκερίτ «τώρα» και την Ελένη Δάφνη ως Μαργκερίτ «τότε».
Ο θεατής προσέρχεται στο θέατρο σαν σε μουσείο. Αναρτημένοι πίνακες του μεγάλου ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ μας προετοιμάζουν για μια δραματική βιογραφία. Τίνος, του Βίνσεντ ή της Μαργκερίτ; Στην πραγματικότητα ακούμε τη δραματική αφήγηση μιας ώριμης γυναίκας, της οποίας η ζωή διαπλέκεται με τη ζωή του ζωγράφου από τη στιγμή που τον συνάντησε και ο χρόνος σταμάτησε γι’ αυτήν με τον μοιραίο πυροβολισμό στην καρδιά του Βίνσεντ.
Μια αστή Κυρία, η Μαργκερίτ, καθισμένη σε ένα παγκάκι, αφηγείται και μέσα από την αφήγηση της έρχεται στο παρόν ό,τι συντάραξε και σημάδεψε τη ζωή της. Ο Βίνσεντ, ο πατέρας της και ο Τεό. Η όλη δράση είναι ριπές της μνήμης, γι’ αυτό και στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν διάλογοι, απλώς παράλληλοι μονόλογοι, έτσι όπως φθάνουν ο καθένας μόνος του και ξεχωριστός από το περιβάλλον. Σε λίγες μόνο περιπτώσεις οι ήρωες -η Μαργκερίτ και ο Βίνσεντ, η Μαργκεκρίτ και ο Γκασέ, ο Γκασέ και ο Βίνσεντ- μιλήσουν ο ένας κατά πρόσωπο στον άλλο.
Η υπόθεση του έργου βασίζεται στο βιβλίο του Ζαν Μισέλ Γκενασιά, ο οποίος μεταξύ άλλων έγραψε σενάρια και θεατρικά έργα. Ξέρει καλά λοιπόν τον τρόπο που θα γράψει για να διευκολύνει τη δραματοποίηση του υλικού του, το οποίο πολύ σοφά ο Michael Seibel το επιμερίζει, στην παράσταση, στα διάφορα επίπεδά του. Τη θεατρική απόδοση έχει κάνει η Ελένη Ερήμου και ο Κώστας Παπαπέτρου.
*
Στην Ωβέρ-συρ-Ουάζ, μια μικρή πόλη έξω από το Παρίσι, το καλοκαίρι του 1890, έρχεται ο Βαν Γκογκ, συστημένος από τον Πισαρό, για να τον κουράρει ο γιατρός Πωλ Γκασέ, φιλότεχνος και ζωγράφος επίσης. Εκεί, ο Βαν Γκογκ θα ζήσει τις τελευταίες εβδομήντα ημέρες της ζωής του, από τις 20 Μαΐου έως τις 29 Ιουλίου, και θα ζωγραφίσει εβδομήντα πίνακες. Έχουν ήδη προηγηθεί στην Αρλ τα Ηλιοτρόπια που «χόρευαν στο ρυθμό της τρεμάμενης φλόγας» και η Έναστρη Νύχτα, όπου τα δέντρα χόρευαν βαλς με τον ουρανό.
Η κόρη του γιατρού, Μαργκερίτ Γκασέ, που έχει διαβάσει πολλά ρομαντικά μυθιστορήματα, θα τον ερωτευθεί. Εκείνος είναι τριάντα επτά χρόνων κι εκείνη δεκαεννέα. Η αφήγηση θα εστιάσει, όπως είναι φυσικό, στη σχέση της Μαργκερίτ και του Βίνσεντ, του οποίου θα παρουσιάσει μέσα από τα δραματικά κατάλοιπα της μνήμης της τον παράξενο, αυθόρμητο, ειλικρινή, εκρηκτικό συχνά, τρυφερό, ωστόσο, χαρακτήρα, χωρίς την αστική επικάλυψη του καθωσπρεπισμού, πράγμα που σημαίνει και κοινωνικά απρόβλεπτο. Παράλληλα θα φωτίσει και τα άλλα πρόσωπα, από τα οποία το καθένα έχει / είχε το ρόλο του στην όλη υπόθεση.
Ο Τεό, π.χ. ωραίος αστός, συγκινητικός, τεχνοκριτικός, διαβάζει τα γράμματα που αντάλλασσε με τον Βίνσεντ. Πιο πολύ φιγούρα, εικόνα, ανάμνηση, γεμάτη υπαινιγμούς. Έχει εμπιστοσύνη στο ταλέντο του Βίνσεντ, τον οποίο ενισχύει οικονομικά για να συνεχίσει να ζωγραφίζει. Γιατί ο Βίνσεντ μόνο όταν ζωγραφίζει νιώθει καλά και πάντα έχει άγχος να τρέξει για να βρει το κατάλληλο τοπίο, να προλάβει το κατάλληλο φως. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ηθοποιός φορτώνει και ξεφορτώνει διαρκώς στον ένα ώμο το καβαλέτο και στον άλλο τα σύνεργα της ζωγραφικής του. Χιαστί, σαν να είναι σταυρωμένος πάνω τους. Με το χαρακτηριστικό ατημέλητο ντύσιμο και το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο του, βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, τα χέρια του παίζουν νευρικά το πινέλο, πηγαίνει και έρχεται και αποδίδει το ήθος πολύ καλά. Τέλειος μέσα στο ρόλο του.
Πειστικός, επίσης, και ο Ραμπαούνης ως Γκασέ· αρκετά κυνικός ως γιατρός, αυταρχικός ως πατέρας, συμφεροντολόγος ως τεχνοκριτικός και συλλέκτης, κλασικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης, της οποίας φέρει όλα τα χαρακτηριστικά. Συλλέγει το ωραίο από την τέχνη αλλά και το κέρδος, πρωτίστως. Ωστόσο, αποδεικνύεται στο τέλος, ότι έχει και αυτός τις κρυφές ανεπούλωτες πληγές του. Από τις δύο κυρίες, η Ερήμου με την ηρεμία της ηλικίας, την μόνιμη θλίψη, την πληγή της μνήμης και όλη τη ζωή πίσω της. Με τη δραματική φόρτιση και όλη τη ζωή μπροστά της, η Δάφνη. Και οι δύο υπηρέτησαν σωστά το ρόλο και μοιράστηκαν τις ατάκες. Η κατασταλαγμένη πια, μέσα στις τραυματικές αναμνήσεις της, αργή, τελετουργική στις κινήσεις της η πρώτη, που βλέπει τη ζωή της από το τέλος. Υπερκινητική η νεαρή που βρίσκεται στην αρχή, που έχει όλη τη ζωή μπροστά της για να θυμάται και για να διαπιστώσει πως δεν θα πάει ποτέ στην Αμερική ούτε πουθενά αλλού ούτε μόνη ούτε με τον Βίνσεντ. Η ζωή έχει διαγράψει ήδη τον κύκλο της.
Το λιτό σκηνικό και τα κοστούμια της Λαμπρινής Καρδαρά υπηρέτησαν σωστά τον ρόλο, απέδωσαν την εποχή, δημιούργησαν το ανάλογο κλίμα, έφεραν την αίσθηση του 1890, ενώ τα ταμπλό βιβάν, στο βάθος της σκηνής, έδειχναν την «πρωταγωνίστρια» πίσω από τους πρωταγωνιστές· τη Ζωγραφική. Όλοι οι ήρωες, στο βαθμό του ο καθένας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ήταν δεμένοι με τη Ζωγραφική, που σαν ομφάλιος λώρος τους κρατούσε γερά, την ώρα που τα δέντρα χόρευαν βαλς με τον ουρανό, κι εκείνοι χόρευαν βαλς μαζί της, ο καθένας από λίγο πιο πλάγια θέση· ο Βίνσεντ για να δημιουργήσει, η Μαργκερίτ για να μάθει, ο Γκασέ για να κερδίσει, ο Τεό για να αναδείξει τον αδελφό του.
Η Ερήμου, πάνω από το κομψό, απαλό εκρού φόρεμά της, φοράει ένα μαύρο επίσης κομψό παλτό, το οποίο βγάζει και πετάει κάτω, στην αρχή, για να το ξαναφορέσει όταν τελειώσει. Σαν να είναι αυτό -το μαύρο- όλη η ζωή της και το πένθος της. Βγήκε από τη σιωπή της για να ρίξει φως στην ιστορία και ξαναμπήκε για να συνεχίσει μέχρι το 1949 που πέθανε, έχοντας πλέον την ικανοποίηση ότι ο Βίνσεντ ήταν μεγάλος ζωγράφος και ο πατέρας της είχε πολύ σωστά διαγνώσει και πλούτισε από τις δικές της αντιγραφές, γιατί η Μαργκερίτ έγινε πολύ καλή αντιγραφέας του Βίνσεντ και ποιος ξέρει ποια από τα έργα που φέρουν το όνομά του είναι πράγματι δικά του.
Η παράσταση γράφεται στην καρδιά του θεατή, ο οποίος σίγουρα θα έχει δει και εκστατικά θα έχει σταθεί μπροστά στα Ηλιοτρόπια, την Έναστρη Νύχτα, τα αστικά και τα χωριάτικα σπίτια, τους καλοντυμένους αστούς και τους ανθρώπους του μόχθου, τα σταροχώραφα και τον Σπορέα, τα ανθοδοχεία και τους κήπους, τα πορτρέτα του Βαν Γκογκ, όλα εκείνα τα έργα τα οποία αμφισβητήθηκαν και αμέσως μετά το θάνατό του εκτοξεύτηκαν σε προβολή, διαψεύδοντας κάθε στενόμυαλη κριτική.
Η μετάφραση είναι της Ειρήνης Αποστολάκη, η Δραματουργία του Αντώνη Γαλέου, η Μουσική του Κώστα Χαριτάτου, οι Φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, Motion Grapfics του Βαγγέλη Καλαϊτζή, βοηθός Σκηνοθέτη ο Γιάννης Μπόγρης και η παραγωγή της ΦΙΛΟΘΕΑΤΟΝ Α.Ε.