«Ξεχασμένο επί δεκαετίες, αγνοημένο από την κριτική, εξαντλημένο και δυσεύρετο στα παλαιοπωλεία… το βιβλίο είχε περάσει την αναγνωστική αμνησία, για αρκετές δεκαετίες». Aυτά μεταξύ άλλων πάρα πολύ σημαντικών παραθέτει ο Κώστας Καλφόπουλος στο πολύ καλά εμπεριστατωμένο και πλατιά ενημερωμένο Επίμετρο, με συχνές αναφορές σε ξένους συγγραφείς.
Ως προς το είδος του βιβλίου, αν επρόκειτο για ρουλέτα, θα βλέπαμε την μπίλια να τρέχει από το «αστυνομικό μυθιστόρημα υπό προϋποθέσεις», στο «δικαστικό δράμα», στην «επεξεργασία μιας δικογραφίας», στην «ηθογραφία με φόντο τον κόσμο του περιθωρίου», στο «ψυχογράφημα», στο πολιτικό βιβλίο, σε μια εποχή που η χώρα διαδήλωνε τον αντιαμερικανισμό της, απομυθοποιώντας και καταγγέλλοντας την «αμερικανική παντοκρατορία».
Επομένως, το βιβλίο είναι όλα τα παραπάνω ίσως και πολλά άλλα ακόμη, σαν ένα παζλ, του οποίου το κάθε κομμάτι αναδεικνύει μια διαφορετική πτυχή του θέματος, αλλά και συμπληρωματική, αποκαλύπτοντας αυτά που φαίνονται και κλείνντας μάτι σ’ αυτά που υπονοούνται.
Συγκεκριμένα, ένας Αμερικανός, που ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης, κοντά στη Βάση, δολοφονήθηκε μέσα στο σπίτι του από τον εραστή του. Με αυτήν την πληροφορία το βιβλίο, όπως συμβαίνει συχνά και στην αρχαία τραγωδία, γνωρίζουμε τα πάντα για την υπόθεση και τον ήρωα, αλλά είναι η διαδικασία, η οποία εξελισσόμενη πόντο πόντο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αυτό το ενδιαφέρον εστιάζεται στη δομή του. Ο θάνατος του Αμερικάνου, τοποθετημένος στα χρόνια της δικτατορίας, προσδίδει στο θέμα πολιτικό χαρακτήρα, αν και στην υπόθεση κυρίως προβάλλεται το θέμα της ομοφυλοφιλίας. Όμως, περί αυτού πρόκειται ή η ομοφυλοφιλία είναι η βιτρίνα;
Ο Βασίλης Βασιλικός έχει γράψει 120 βιβλία. Με κορυφή το «Ζ», μυθιστόρημα και ταινία με λαμπρή καριέρα, ανέδειξε το πολιτικό του στίγμα, αλλά και όλα τα βιβλία του είναι πολιτικά, αν και από τα αρχαία χρόνια είναι γνωστό πως τίποτα δεν υπάρχει που δεν είναι πολιτικό.
Ο θάνατος του Αμερικάνου και μόνο με την προβαλλόμενη εθνικότητα του θύματος υποδηλώνει τον πολιτικό χαρακτήρα του. Ο παρατονισμός μάλιστα του «Αμερικάνου», τονισμός στην παραλήγουσα υπονομεύει, ενώ ο τονισμός στη λήγουσα –«Αμερικανός»-, όπως είναι το σωστό, με τον οξυτονισμό του αποδίδει το νόημα σοβαρά και επίσημα.
Χώρος δράσης του έργου είναι η αίθουσα του δικαστηρίου, στο οποίο δικάζεται ο Λάμπρος Αγαρηνός για τον φόνο του Πολ Λόνγκουορθ. Τα πραγματολογικά στοιχεία κατατίθενται –τόπος, χρόνος, θέμα, πρόσωπα- και το πράγμα φαίνεται σαν είδηση στις εφημερίδες και όχι σαν λογοτέχνημα. Κι εδώ είναι και η γοητεία του. Λόγω της δικαστικής διαδικασίας, το βιβλίο χωρισμένο σε ενότητες ή αλλιώς ενότητες ενωμένες σε ένα όλο δείχνουν την ανάλυση και τη σύνθεση του θέματος. Κάθε μία ενότητα φέρει το όνομα εκείνου που παίρνει μέρος στη διαδικασία είτε είναι ο φορέας της εξουσίας είτε ο θύτης ή απλός μάρτυρας. Έτσι οι τίτλοι σηματοδοτούν το πρόσωπο: ο δράστης «Λάμπρος Αγαρηνός» (δεν περνά απαρατήρητο το επώνυμο), ο ανώνυμος φορέας της εξουσίας, «Γραμματέας», ακόμα και ο «Πατέρας, η «Κυρά Μαριγούλα» η σπιτονοικοκυρά, ο «Σερβιτόρος» και ο «Βοηθός σερβιτόρου», το μέντιουμ «Μάγκι Χάζαρντ» με τα ανθελληνικά αισθήματα, ο φίλος του δράστη, «Μάρκος Σβανάς», ο «Λιμενοφύλακας», εννοείται ο «Ανακριτής», ο «Πρόεδρος», η μάνα που μιλάει με την καρδιά της για το παιδί της και τα προβλήματά του, αλλά και ο ίδιος ο δράστης που παραδέχεται ότι δεν έχει ξαναπάει με άλλον άντρα ούτε και με γυναίκα και ότι αγαπούσε τον «Αμερικάνο». Όλα φωτίζουν την υπόθεση αλλά και υποδηλώνουν πολλά που μάλλον υπάρχει σκοπιμότητα να μην φανερωθούν. Όλοι, λοιπόν, συμμετέχουν στην ίδια υπόθεση καταθέτοντας τη δική τους ψηφίδα από τη δική τους οπτική γωνία, με την περιορισμένη γνώση που αυτή μπορεί να τους εξασφαλίσει.
Πέραν του γεγονότος –πράξη- είναι και η γλωσσική ποικιλία που το περιγράφει –λόγος- που κινείται ανάμεσα στην αλύγιστη και ψυχρή δικαστική και στην λαϊκή ορισμένων μαρτύρων για να φτάσει στην άλλη άκρη, στην τολμηρή, περιθωριακή, ωμή, και εν πολλοίς γκροτέσκα, χυδαία και ρεαλιστικά περιγραφική, για το τι και το πώς της συνεύρεσης θύματος και θύτη, με όλες τις λεπτομέρειες που φωτίζουν το κοινωνικό κλίμα μέσα στο οποίο αυτή η γλώσσα ευδοκιμεί. Από τις παραμέτρους με τις οποίες προσδιορίζεται η καταστασιακότητα, ήτοι η γλωσσική ποικιλία που σχετίζεται με το περιβάλλον και την περίσταση (παιδεία του ομιλητή, κοινωνική τάξη, ηλικία, χώρος, θέμα, ποιος μιλάει σε ποιον), εδώ, το περιβάλλον και ο χώρος δεν ισχύουν. Ο απολογούμενος-θύτης δεν ξεχωρίζει τα περιβάλλοντα και δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να μη μιλήσει με τη γλώσσα του κόσμου μέσα στον οποίο κινείται, όχι όμως για να προκαλέσει, αλλά γιατί είναι αυθεντικός σ’ αυτό που είναι.
Ωστόσο, αυτή η γλωσσική ποικιλία, δηλώνει και τις ανάλογες ψυχολογικές καταστάσεις των ανθρώπων, τον τρόπο που βλέπουν, κρίνουν, συμπεραίνουν.
Και ο συγγραφέας πού είναι; Ο συγγραφέας είναι άφαντος από την επιφάνεια. Είναι ο αόρατος «αφηγητής θεός» που αφήνει τους ήρωές του να δείξουν μόνοι τους ποιοι είναι, ενώ εκείνος, ερήμην των δρωμένων, θα δημιουργήσει μικρές ρωγμές από τις οποίες θα γλιστρήσουν εικόνες ποιητικές σαν βάμμα γλαυκού στη βαρβαρότητα που εξελίσσεται στο προσκήνιο. Παράδειγμα: σιωπή, «Αργυρώνητη. Ένα σκυλί αλυχτούσε στο φεγγάρι», «φάκελα-φύλλα που ντύνουν το γυμνό δέντρο της ξενιτιάς του» (του θύματος), «το αρμόνιο στην άκρη όπου συχνά ξεμούδιαζε τα δάχτυλα της ψυχής του», «ένα δίδραχμο κι ένα εικοσάλεπτο, σταγόνες βροχής που πέτρωσε αγγίζοντας τη γης μας», «πήζουν τ’ άστρα σε διαμαντένιους σταλακτίτες». Η υποψία σαν δειλή υποσημείωση: «ήταν εκούσια ξενιτεμένος ή σε αποστολή». Και πού τις βρήκε τόσες ηλεκτρικές συσκευές και γιατί τα ενενήντα μπουκάλια κρασιού; Μα ήταν πάντα μεθυσμένος, είπε η σπιτονοικυρά. Κι ο άλλος με τα σαλόνια, τα ακριβά ποτά και τα πούρα, τα αρώματα και τα αφρόλουτρα στο μπάνιο (άγνωστα εν πολλοίς στο ευρύ ελληνικό κοινό, τον καιρό που πρωτογράφτηκε το μυθιστόρημα), έχουν τον ρόλο τους στον εικόνα του αρωματισμένου φίλου του θύματος, Λέζλι Σπίερ. Αλλά και ο ψυχολογικά μπλοκαρισμένος θύτης: «Νόμιζα πως το ψυγείο ήταν ένα σκυλί που δαγκώνει, αν και δεμένο με την αλυσίδα της πρίζας».
Ο Βασίλης Βασιλικός στήνει πολύ καλά το παιχνίδι των δηλώσεων, συνυποδηλώσεων και των υπαινιγμών. Μας δίνει, τέλος, την ποινή αλλά δεν μας λέει ποια είναι η αλήθεια για τον θάνατο του «Αμερικάνου». Για το «θάνατο» μιλά όχι για τη δολοφονία. Είναι κι αυτή μια σκέψη ….