Το θέμα είναι πολύ σοβαρό, καλλιτεχνικό και επιστημονικό, αλλά η πραγμάτευσή του γίνεται με «οικειότητα», με ψυχή και με τον τρόπο της Γεωργίας Χρόνη-Κακούρου που για όποιον την ξέρει, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Η σχέση της με το έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου είναι πολύ παλιά αλλά και με τη ζωγραφική δια βίου, αφού υπήρξε Διευθύντρια της Εθνική Πινακοθήκης Σπάρτης, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο επίσης, μεταξύ των τόσων άλλων που την απασχόλησαν στη μακρά πορεία της στο είδος. Ας πούμε για τα πακέτα των τσιγάρων του Βρεττάκου που εκείνος πέταγε στο τζάκι της κι εκείνη τα άρπαζε και τα διέσωζε –καμιά πενηνταριά- ένας μικρός θησαυρός, ανθολογία και πινακοθήκη.
Το πολύ προσεγμένο βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας, από τις εκδόσεις Στεφανίδη, επρόκειτο να κυκλοφορήσει το 2012, έτος αφιερωμένο στον Νικηφόρο Βρεττάκο και μάλιστα με την παρότρυνση του Άγγελου Δεληβοριά –στον οποίο και αφιερώνεται-, όμως η οικονομική κρίση ακύρωσε την έκδοση τότε, την οποία έχουμε, πλέον, τώρα.
Το βιβλίο, πέραν του Προλόγου και της Εισαγωγής, περιέχει τα εξής έξι κεφάλαια: I. «Όταν μιλάνε τα παιδιά». II. «Μαρτυρίες από το εξωλογοτεχνικό και το μεταφραστικό έργο του ποιητή». III. «Ενδοσκοπικές συνομιλίες με τη ζωγραφική». IV. «Η εικαστική γλώσσα του Νικηφόρου Βρεττάκου». V. Εικονογραφώντας την ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου. VI. «Όπως η ζωγραφική, έτσι και η ποίηση» και «όπως η ποίηση, έτσι και η ζωγραφική». Τέλος, εικόνες και βιβλιογραφία ολοκληρώνουν τον τόμο.
Η συγγραφέας θα αναφερθεί σε σημαντικές τραγικές ιστορικές στιγμές του τόπου που δεν άφησαν ασυγκίνητο τον ποιητή, αντιθέτως τον ενέπνευσαν να γράψει και να δημοσιεύσει. Η «Οδύνη» είναι έργο που αναφέρεται στο σκοτωμένο από τις δυνάμεις κατοχής Θαλή Κουτούπη.
Η Πλούμιτσα, ένας χαμηλός λόφος με προνομιακή θέα, ήταν ο τόπος του και στις Κροκεές το σχολείο του. Στο Γύθειο τo Γυμνάσιο, όπως και του Γιάννη Ρίτσου. Η θεια – Ποτή έφερνε τα «ξενομερίτικα νέα», ξυπόλητη, με το τσεμπέρι της, καθισμένη στη χαμηλή πεζούλα, με τη ρόκα της, «συνηθισμένη να στρίβει μαζί με το μαλλί της και τους καημούς». Αυτή η ακούραστη στο πήγαινε-έλα φιγούρα, έλεγε ιστορίες από την οικογένεια του ποιητή∙ ήταν η ζωντανή βιβλιογραφία του.
Έλεγε πολλά και ξεχωριστά πράγματα και για ένα τετράδιο με ζωγραφιές και πολλά σχέδια που είχε ο ποιητής. Μπουκέτα από μαργαρίτες∙ μαργαρίτα ήταν το αγαπημένο του λουλούδι, με το οποίο στόλιζε το πέτο του και με μαργαρίτα τον απεικονίζει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης καθώς και η γλύπτρια Ρόζα Ηλιού. Εδώ η συγγραφέας κάνει τη σύνδεση με τον Βαν Γκογκ στον ανθισμένο κήπο της Αρλ το 1888. Σ’ αυτό το τετράδιο θα βρούμε και το ποίημα «Ποιητής – Ζωγράφος», όπου το κοντύλι του ζωγράφου και το καντήλι του ποιητή φέρνουν σε σχέση αδελφική τους δύο δημιουργούς (ας μη μας διαφύγει το κοντύλι και το καντήλι στο ποίημα «Εσπερινός» του Γ. Δροσίνη που σίγουρα ηχούσε στα αφτιά του Βρεττάκου).
Μακροχρόνιος και τρυφερός είναι ο διάλογος με τη ζωγράφο κόρη του, την Τζένη, την οποία θα βρούμε σε ποιήματα μαζί με την προτροπή: «Γράψε, ζωγράφισε, σκάλισε». Η ευαισθησία του για τα παιδιά είναι μεγάλη και οι συζητήσεις μαζί του επίσης. Παιδιά φίλων, παιδιά που γνώρισε στα ταξίδια του στην Ιταλία, Ελβετία και αλλού του δίνουν την αφορμή να αναφερθεί στο ταλέντο, το οποίο θεωρεί ότι προϋπάρχει και εκδηλώνεται στην παιδική ηλικία. Ο Σπύρος Βασιλείου, συμπλέοντας, βρίσκει πως η Πολιτεία έχει αδρανήσει να κατανοήσει «Την έμφυτη δημιουργική ενέργεια των παιδιών» και «να την αναγάγει σε πολυδύναμο μέσο γενικής μόρφωσης ενός σωστού ανθρώπου».
Στην παράσταση της Λειτουργίας κάτω από την Ακρόπολη τα παιδιά προσέφεραν το τελευταίο δοξαστικό «Χαίρε». Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ήταν το «χαίρε» το δοξαστικό που άφηνε στην πατρίδα του ο ποιητής.
Ο Βρεττάκος θα ασχοληθεί με τον Γιαννούλη Χαλεπά μ-που κάηκε από την ίδια του την εσωτερική φλόγα- στην τραγική του μοίρα και στην αριστουργηματική του Κοιμωμένη. Σελίδες θα αφιερώσει στον Νικόλαο Γύζη και στην θρησκευτική και εσωτερική του εσωστρέφεια, την υποβλητικότητα, υπερβατικότητα, ενορατικότητά του και, μεταξύ άλλων «στην ηθική της πάλης για τη ματαίωση του θανάτου». Θεωρεί τον Νικηφόρο Λύτρα, «πατριάρχη της Νεοελληνικής Ζωγραφικής», ο οποίος μαζί με τον Γύζη, Βολανάκη και Ιακωβίδη, είναι οι «γενάρχες της της νεότερης ζωγραφικής». Θα εκφράσει σκέψεις και απόψεις για τη συκοφαντημένη Σχολή του Μονάχου, θα μιλήσει για την Σχολή του Παρισού, θα ασκήσει κριτική, θα κάνει σχόλια. Ο Βρεττάκος προσθέτει ότι «ο Λύτρας είναι καλός τόσο όσο και Manet». Χρησιμότατες, τρυφερότατες και ευαισθητότατες όλες οι πληροφορίες και οι παρατηρήσεις του.
Επίσης, σχολιάζει τον πίνακα του Ροϊλού με τους ποιητές του «Παρνασσού» μας, έργο το 1911, και θλίβεται που αυτή η σύναξη δεν θα μπορούσε να γίνει με τους ποιητές της δικής του γενιάς. Στο πλαγιογραμμένο κείμενο διαβάζουμε κατευθείαν τον Βρεττάκο, χάρη στην καλλιτέχνιδα –επιστήμονα Γεωργία Κακούρου –Χρόνη. Εδώ ας προσθέσουμε και την πληροφορία της, την οποία αντλεί από τον Μαρσέλ Ντυσάν, «το έργο τέχνης δεν είναι το αντικείμενο, η μόνο το αντικείμενο, αλλά κι οι συνδηλώσεις του δημιουργού του, ειδικά όταν αυτές επικυρώνονται από τους αποδέκτες».
Γιατί αρέσει στον Βρεττάκο ο Τζιακομέτι; Τι κοινό έχει με τον Ντα Βίντσι και γιατί γράφει Πρόλογο στο βιβλίο του Γάλλου ακαδημαϊκού Marcel Brion Leonardo da Vinci; Η συγγραφέας, ανάμεσα στα πολλά και μεγαλειώδη που αναφέρει, θα μας πει ότι στον Μυστικό Δείπνο δεν έχει σημασία το λάβετε φάγετε ή πίετε… αλλά το ότι κάποιος από σας θα με προδώσει απόψε! Και αυτομάτως, με το άκουσμα, οι μαθητές θορυβημένοι θα συζητούν σε τριάδες, ενώ από το βλέμμα του επιπόλαιου παρατηρητή στο Μουσείο, διαφεύγει η μεγάλη Μητέρα φύση που διαδραματίζει τον δικό της ρόλο και εδώ, όπως και στη Μόνα Λίζα. Η μητέρα φύση, η θεά Μητέρα Φύση. Το προφανές του πίνακα όμως κερδίζει το βλέμμα το θεατή που δεν παρατηρεί το πέρα βάθος του. Η φύση όμως δίνει το παράδειγμα: «Πήγαινε να πάρεις μαθήματα από τη φύση», έλεγε ο Λεονάρντο.
Σχόλια θα κάνει πολλά και για τον Μιχαήλ Άγγελο που είχε την ιδέα «να σκαλίσει ένα ολόκληρο βουνό σε αγάλματα», για τον Σικελιανό και τον Καβάφη∙ τι είχε ο ένας που δεν είχε ο άλλος. Το κεφάλαιο αυτό είναι πολύ μεγάλο, πολύ ενδιαφέρον πολύ σημαντικό και πολύ γοητευτικό.
Στην ποίηση του Βρεττάκου θα βρούμε αναλογίες με τη ζωγραφική των Ντα Βίντσι, Βαν Γκογκ, Πικασό, Μιχαήλ Αγγέλου, Ραφαήλ, Τζιότο, Απελλή, Μποτιτσέλι και όλων που συνδέονται με την ελληνική φύση και ψυχή του.
Οι λέξεις είναι το χώμα που γίνεται άνθος και δέντρο
Η γλώσσα του Βρεττάκου είναι εικαστική, έτσι αποφαίνεται ο Κλέων Παράσχος και παρεμφερώς ο Τάσος Λιγνάδης, η Τατιάνα Γκρίτσι Μιλιέξ, η Ρούλα Κακλαμανάκη, ο Μανώλης Σταυρουλάκης με εκτενή αναφορά στο έργο τους.
Ο Βρεττάκος, λέει η Γεωργία Κακούρου-Χρόνη», μοιάζει με τον Φρενχόφερ στο Άγνωστο Αριστούργημα του Μπαλζάκ∙ ο καλλιτέχνης, λέει, μπορεί να συλλάβει το μεγαλειώδες, αλλά δεν μπορεί να το αποδώσει και αναγνωρίζει ένα διχασμό ανάμεσα στην ιδέα και στην πράξη. Ακολουθεί χειρόγραφο του ποιητή που παραχώρησε στη συγγραφέα.
Ζωγράφοι- Μυταράς, Ψυχοπαίδης, Φασιανός, Πετρικαλάκης κ.ά- έχουν εικονογραφήσει την ποίηση του Βρεττάκου, ωστόσο δεν είναι πάντα εφικτό, όπως αποδείχτηκε στην περίπτωση του Οδυσσέα Ελύτη. Η Ελένη Γλύκαντζη Αρβελέρ σχολιάζει σχετική έκθεση με έργα Καβάφη, τα Ζωγραφισμένα: Ο Καβάφης είναι ένας πεισματικός και επίμονος εικονολάτρης». Ο Ελύτης παρατηρεί ότι ο Παπαδιαμάντης γράφει σαν να αγιογραφεί «… και με τις παντοτινά παρούσες γλάστρες με τα λουλουδικά, μια σύνθεση όπου το σβήσιμο της μιας μορφής μέσα στην άλλη… μια διάταξη λιτή… όσο στην εικονογραφία» (εκτενές απόσπασμα από την Μαγεία του Παπαδιαμάντη).
Η Pieta του Μιχαήλ Αγγέλου, από τη μία, και οι μυώνες του Δαυίδ, από την άλλη, μας δείχνουν ότι «Όσο χάνουν τα εγκόσμια τόσο κερδίζει η ψυχή», κάτι που ο ποιητής θα ανακαλύψει στους στίχους του μεγάλου Αναγεννησιακού και θα μας αποκαλύψει η συγγραφέας.
Είναι πάρα πολλοί εκείνοι που με τις παρατηρήσεις τους συμβάλλουν στην ανάδειξη του εικαστικού Βρεττάκου, στους οποίους, και ξεχωριστά στον καθέναν, η Χρόνη αφιερώνει σελίδες, προβάλλοντας την προσωπικότητα και την εμπεριστατωμένη άποψή τους για το έργο του τιμώμενου. Φυσικά θα κάνουν την εμφάνισή τους και οι κλασικοί- οι Αρχαίοι μας και οι Ρωμαίοι- και θα ξαναγίνει λόγος για το Ut pictura poesis του Ορατίου ή για την «ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν ή την ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν» του Σιμωνίδη. Η συγγραφέας θα επικαλεστεί τις μαρτυρίες όλων των επιφανών της ιταλικής Αναγέννησης, και όχι μόνο, πάνω στο θέμα και θα μας φωτίσει με πολλές άγνωστες συμπληρωματικές πληροφορίες.
Η Ζωγραφική είναι το βιβλίο των αναλφάβητων, να μια πληροφορία ενδιαφέρουσα. Μας κεντρίζουν τα σχετικά με το μισοτελειωμένο έργο, το non finito, που από τα χρόνια του Λεονάρντο αρχίζει να εκτιμάται.
Τελικώς η ζωγραφική είναι ύλη που περιέχει ποίηση και η συνεξέταση των δύο τεχνών, με το ένδοξο παρελθόν και τους μεγάλους εκπροσώπους της καθεμιάς, αλλά και τους νεότερους και μοντέρνους, ανοίγει παράθυρα στο νου και δίνει ερμηνείες εκεί που τα πράγματα ήταν θολά και δυσανάγνωστα.
Δεν μας αφήνει ασυγκίνητους Η Φούγκα του θανάτου του Πάουλ Τσέλαν σε συνδυασμό με την Guernica του Πικάσο, τον πίνακα του Μπρέγκελ Η πτώση του Ίκαρου και το «Μυρολόγι της φώκιας» Παπαδιαμάντη. Γιατί στην τέχνη των Ελλήνων, και όχι μόνο, η ομορφιά της ζωής διαπλέκεται με τον θάνατο: Ω γλυκύ μου έαρ, καταλήγει το κεφάλαιο.
Ακολουθούν οι εικόνες, τα πειστήρια της αληθείας των λόγων.
Η Γεωργία Κακούρου Χρόνη, με το βιβλίο της Νικηφόρος Βρεττάκος, Ζωγραφική και Ποίηση – Αδέλφια τα ’βγαλε ίδια πηγή, μας άνοιξε τα παράθυρα του νου και της ψυχής τα μάτια, για να δούμε έναν Βρεττάκο αλλιώτικο αλλά και να κάνουμε ένα ευχάριστο και πλούσιο ταξίδι στην Ευρωπαϊκή ζωγραφική, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι «το επιστημονικό της ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο “ξεκλείδωμα” του κειμένου-αντικειμένου προς απόλαυση και γνώση ενός εν δυνάμει κοινού από το οποίο δεν αποκλείεται κανείς».
Την ευγνωμονούμε και συγχαίρουμε για το πολύτιμο έργο που κατέθεσε στη βιβλιαγορά για τους νοσταλγούς των καλών τεχνών.